Scrutatio

Domenica, 2 giugno 2024 - Santi Marcellino e Pietro ( Letture di oggi)

ΕΣΘΗΡ - Ester - Esther 6


font
GREEK BIBLEBIBBIA VOLGARE
1 Εν εκεινη τη νυκτι ο υπνος εφυγεν απο του βασιλεως? και προσεταξε να φερωσι το βιβλιον των υπομνηματων των χρονικων? και ανεγινωσκοντο ενωπιον του βασιλεως.1 In quella notte non potendo lo re dormire, fecesi recare quello libro dov' erano scritti coloro che per lo tempo passato aveano servito lo re e la Corte d'alcuna cosa, e per che modo o come. E leggendo,
2 Και ευρεθη γεγραμμενον οτι ο Μαροδοχαιος απηγγειλε περι του Βιχθαν και Θερες, δυο εκ των ευνουχων του βασιλεως, θυρωρων, οιτινες εζητησαν να επιβαλωσι χειρα επι τον βασιλεα Ασσουηρην.2 venne in quello luogo dove era scritto, come Mardocheo manifestò il tradimento che voleano fare Bagatan e Tares, due eunuchi del re, ciò fu come voleano uccidere lo re.
3 Και ειπεν ο βασιλευς, Ποια τιμη και αξιοπρεπεια εγεινεν εις τον Μαροδοχαιον δια τουτο; Και ειπον οι δουλοι του βασιλεως οι υπηρετουντες αυτον, Δεν εγεινεν ουδεν εις αυτον.3 E udendo lo re ricordare Mardocheo, sì domandò, che merito avea avuto costui dalla Corte di questo. Risposero i servi, e dissero: giammai di questo egli non fu meritato.
4 Και ειπεν ο βασιλευς, Τις ειναι εν τη αυλη; ειχε δε ελθει ο Αμαν εις την εξωτεραν αυλην του βασιλικου οικου, δια να ειπη προς τον βασιλεα να κρεμαση τον Μαροδοχαιον εις το ξυλον το οποιον ητοιμασε δι' αυτον.4 E lo re domandò, che se alcuno consigliere vi fosse nella casa, che fosse chiamato. Aman era venuto molto per tempo alla Corte per volere dire al re, che gli concedesse grazia di fare impiccare Mardocheo sopra le forche ch' egli avea fatto fare.
5 Και ειπον προς αυτον οι δουλοι του βασιλεως, Ιδου, ο Αμαν ισταται εν τη αυλη. Και ειπεν ο βασιλευς, Ας εισελθη.5 E risposero li servi suoi: Aman è nel cammino. Ed essendo chiamato,
6 Και οτε εισηλθεν ο Αμαν, ειπε προς αυτον ο βασιλευς, Τι πρεπει να γεινη εις τον ανθρωπον, τον οποιον ευαρεστειται ο βασιλευς να τιμηση; Ο δε Αμαν εστοχασθη εν τη καρδια αυτου, εις ποιον αλλον ο βασιλευς ηθελεν ευαρεστηθη να καμη τιμην, παρα εις εμε;6 Aman andò allo re, e il re gli disse: dimmi Aman: che merito si vuole rendere a colui che sempre onora il re (e liberollo dalla morte)? Credendo Aman che lo re lo dicesse per lui,
7 Απεκριθη λοιπον ο Αμαν προς τον βασιλεα, Περι του ανθρωπου, τον οποιον ο βασιλευς ευαρεστειται να τιμηση,7 diede questo consiglio: ogni uomo che onora tanto il re,
8 ας φερωσι την βασιλικην στολην, την οποιαν ο βασιλευς ενδυεται, και τον ιππον επι του οποιου ο βασιλευς ιππευει, και να τεθη το βασιλικον διαδημα επι της κεφαλης αυτου?8 dee essere vestito di vestimenta regali, e posto sopra lo cavallo del re, e in capo la corona dell' oro.
9 και η στολη αυτη και ο ιππος ας δοθωσιν εις την χειρα τινος εκ των μεγαλητερων αρχοντων του βασιλεως, δια να στολιση τον ανθρωπον τον οποιον ο βασιλευς ευαρεστειται να τιμηση? και φερων αυτον εφιππον δια των οδων της πολεως ας κηρυττη εμπροσθεν αυτου, ουτω θελει γινεσθαι εις τον ανθρωπον, τον οποιον ο βασιλευς ευαρεστειται να τιμηση.9 E lo primo dopo lo re in tutto lo reame tenga lo suo cavallo, e sia menato per tutta la terra, dicendo: così sarà fatto a qualunque onora il re.
10 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Αμαν, Σπευσον, λαβε την στολην και τον ιππον, ως ειπας, και καμε ουτως εις τον Μαροδοχαιον τον Ιουδαιον τον καθημενον εν τη βασιλικη πυλη? ας μη λειψη μηδεν εκ παντων οσα ειπας.10 E lo re gli comandò e disse: va tosto, e prendi la vestimenta e lo cavallo, e fa, come tu hae detto, a Mardocheo Giudeo, il quale siede alla porta del palazzo; e guarda che niuna cosa di quelle che tu hae dette, venga meno.
11 Και ελαβεν ο Αμαν την στολην και τον ιππον, και εστολισε τον Μαροδοχαιον και εφερεν αυτον εφιππον δια των οδων της πολεως, κηρυττων εμπροσθεν αυτου, ουτω θελει γινεσθαι εις τον ανθρωπον, τον οποιον ο βασιλευς ευαρεστειται να τιμηση.11 E incontanente tolse Aman lo vestimento (la corona) e lo cavallo, e andò a Mardocheo; e nel mezzo della piazza lui lo vestio, e puoselo a cavallo, gridando per la terra: di questo onore è degno costui, e qualunque onora il re.
12 Και επανηλθεν ο Μαροδοχαιος εις την πυλην του βασιλεως? ο δε Αμαν εσπευσε προς τον οικον αυτου περιλυπος και εχων την κεφαλην αυτου κεκαλυμμενην.12 E tornossi Mardocheo alla porta del palagio; e Aman con grande fretta, piagnendo, col capo coperto tornò a casa.
13 Και διηγηθη ο Αμαν προς Ζερες την γυναικα αυτου και προς παντας τους φιλους αυτου παν ο, τι συνεβη εις αυτον. Και ειπον προς αυτον οι σοφοι αυτου και Ζερες η γυνη αυτου, Εαν ο Μαροδοχαιος, εμπροσθεν του οποιου ηρχισας να εκπιπτης, ηναι εκ του σπερματος των Ιουδαιων, δεν θελεις κατισχυσει εναντιον αυτου, αλλ' εξαπαντος θελεις πεσει εμπροσθεν αυτου.13 E disse queste cose alla moglie Zares, e agli amici suoi. Allo quale li savii, li quali lui avea nel consiglio, e la sua moglie risposero, e dissero : se Mardocheo è del popolo Giudeo, innanzi al quale tu hai fatto riverenza, non potrai resistere; e nel suo cospetto va e fagli riverenza.
14 Ενω ελαλουν ετι μετ' αυτου, εφθασαν οι ευνουχοι του βασιλεως και εσπευσαν να φερωσι τον Αμαν εις το συμποσιον, το οποιον ητοιμασεν η Εσθηρ.14 Ed essendo [in] queste parole, giunsero gli eunuchi del re, e menaronlo al convito, il quale la regina avea fatto apparecchiare.