Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΤΩΒΙΤ - Tobia - Tobit 7


font
GREEK BIBLEBIBBIA RICCIOTTI
1 και ηλθον εις εκβατανα και παρεγενοντο εις την οικιαν ραγουηλ σαρρα δε υπηντησεν αυτοις και εχαιρετισεν αυτους και αυτοι αυτην και εισηγαγεν αυτους εις την οικιαν1 Entrarono dunque da Raguele, il quale li ricevè con allegrezza.
2 και ειπεν ραγουηλ εδνα τη γυναικι αυτου ως ομοιος ο νεανισκος τωβιτ τω ανεψιω μου2 E guardando Tobia, disse Raguele ad Anna sua moglie: « Come somiglia questo giovane al mìo cugino! ».
3 και ηρωτησεν αυτους ραγουηλ ποθεν εστε αδελφοι και ειπαν αυτω εκ των υιων νεφθαλι των αιχμαλωτων εν νινευη3 Ciò detto, domandò: «Di dove siete, o giovani nostri fratelli?». Risposero: «Siamo della tribù di Neftali, de' prigionieri di Ninive ».
4 και ειπεν αυτοις γινωσκετε τωβιτ τον αδελφον ημων οι δε ειπαν γινωσκομεν4 Chiese loro Raguele: «Conoscete il mio fratello Tobia?». Risposero: « Si, che lo conosciamo ».
5 και ειπεν αυτοις υγιαινει οι δε ειπαν και ζη και υγιαινει και ειπεν τωβιας πατηρ μου εστιν5 Ed avendo Raguele dette di lui tante buone cose, l'angelo gli disse: « Quel Tobia del quale tu mi domandi, è il padre di questo giovane».
6 και ανεπηδησεν ραγουηλ και κατεφιλησεν αυτον και εκλαυσε και ευλογησεν αυτον και ειπεν αυτω ο του καλου και αγαθου ανθρωπου και ακουσας οτι τωβιτ απωλεσεν τους οφθαλμους αυτου ελυπηθη και εκλαυσεν6 Allora Raguele gli si buttò al collo, e lo baciò piangendo, e fra le lacrime
7 και εδνα η γυνη αυτου και σαρρα η θυγατηρ αυτου εκλαυσαν και υπεδεξαντο αυτους προθυμως7 disse: «Sii benedetto, flgliuol mio; perchè sei figliuolo d'un buono ed ottimo uomo ».
8 και εθυσαν κριον προβατων και παρεθηκαν οψα πλειονα8 Anche Anna sua moglie, e Sara loro figlia, piangevano.
9 ειπεν δε τωβιας τω ραφαηλ αζαρια αδελφε λαλησον υπερ ων ελεγες εν τη πορεια και τελεσθητω το πραγμα9 Dopo dunque che ebbero parlato, Raguele ordinò che s'ammazzasse un montone, e si preparasse un convito. E pregandoli egli di mettersi a tavola,
10 και μετεδωκεν τον λογον τω ραγουηλ και ειπεν ραγουηλ προς τωβιαν φαγε και πιε και ηδεως γινου σοι γαρ καθηκει το παιδιον μου λαβειν πλην υποδειξω σοι την αληθειαν10 disse Tobia: « Io oggi non mangerò qui nè beverò, se prima tu non accetti la mia domanda, e non mi prometti di darmi Sara tua figlia ».
11 εδωκα το παιδιον μου επτα ανδρασιν και οποτε εαν εισεπορευοντο προς αυτην απεθνησκοσαν υπο την νυκτα αλλα το νυν εχων ηδεως γινου11 Udite queste parole, Raguele sbigottì, sapendo che cos'era accaduto a quei sette che si erano sposati; ed ebbe paura che anche a questi avesse ad accadere il simile. Esitando egli adunque, e non rispondendo alla domanda,
12 και ειπεν τωβιας ου γευσομαι ουδεν ωδε εως αν στησητε και σταθητε προς με και ειπεν ραγουηλ κομιζου αυτην απο του νυν κατα την κρισιν συ δε αδελφος ει αυτης και αυτη σου εστιν ο δε ελεημων θεος ευοδωσει υμιν τα καλλιστα12 l'angelo gli disse: «Non temere di dargliela; la figlia tua dev'essere moglie di lui, che teme Iddio; perciò nessun altri ha potuto averla ».
13 και εκαλεσεν σαρραν την θυγατερα αυτου και λαβων της χειρος αυτης παρεδωκεν αυτην τω τωβια γυναικα και ειπεν ιδου κατα τον νομον μωυσεως κομιζου αυτην και απαγε προς τον πατερα σου και ευλογησεν αυτους13 Allora disse Raguele: « Non dubito che Dio accolga benevolmente le mie preghiere e lacrime;
14 και εκαλεσεν εδναν την γυναικα αυτου και λαβων βιβλιον εγραψεν συγγραφην και εσφραγισαντο και ηρξαντο εσθιειν14 credo ch'egli vi abbia fatti venir qui, acciò questa figliuola si sposasse ad uno della sua stirpe, secondo la legge di Mosè; non aver dunque dubbio che io non te la dia ».
15 και εκαλεσεν ραγουηλ εδναν την γυναικα αυτου και ειπεν αυτη αδελφη ετοιμασον το ετερον ταμιειον και εισαγαγε αυτην15 E presa la destra della figliuola, la mise in quella di Tobia, e disse: «Il Dio d'Àbramo, il Dio d'Isacco, il Dio di Giacobbe sia con voi; egli vi congiunga, e adempia in voi la sua benedizione ».
16 και εποιησεν ως ειπεν και εισηγαγεν αυτην εκει και εκλαυσεν και απεδεξατο τα δακρυα της θυγατρος αυτης και ειπεν αυτη16 Presa poi una carta, fecero la scritta del matrimonio.
17 θαρσει τεκνον ο κυριος του ουρανου και της γης δωη σοι χαριν αντι της λυπης σου ταυτης θαρσει θυγατερ17 Dopo di che, banchettarono benedicendo il Signore,
18 E Raguele, chiamata a sè Anna sua moglie, le ordinò di preparare un'altra camera.
19 E vi condusse Sara sua figlia, la quale piangeva.
20 E le disse: «Sta' di buon animo, figlia mia. Il Signore del cielo ti dia gioia, in cambio del dolore da te sofferto ».