Scrutatio

Mercoledi, 29 maggio 2024 - Sant'Alessandro ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 2


font
GREEK BIBLEBIBBIA VOLGARE
1 Μετα δε ταυτα ηρωτησεν ο Δαβιδ τον Κυριον, λεγων, να αναβω εις τινα των πολεων Ιουδα; Ο δε Κυριος ειπε προς αυτον, Αναβα. Και ειπεν ο Δαβιδ, που να αναβω; Ο δε ειπεν, εις Χεβρων.1 Dopo questo David domandò consiglio a Dio, e disse ascenderò io in una delle città di Giuda? E Iddio gli disse: ascendi. E David disse: dove andrò io? E respuose: in Ebron.
2 Ανεβη λοιπον εκει ο Δαβιδ και αι δυο γυναικες αυτου, Αχινοαμ η Ιεζραηλιτις και Αβιγαια η γυνη Ναβαλ του Καρμηλιτου.2 E ascendeo David e due sue donne, cioè Achinoa di Iezrael, e Abigail moglie di Nabal di Carmelo.
3 Και τους ανδρας τους μετ' αυτου ανεβιβασεν ο Δαβιδ, εκαστον μετα της οικογενειας αυτου? και κατωκησαν εν ταις πολεσι Χεβρων.3 E gli uomini, ch' erano con lui, mend David ciascuno con la casa sua; e istettero nelle terre di Ebron.
4 Και ηλθον οι ανδρες Ιουδα και εχρισαν εκει τον Δαβιδ βασιλεα επι τον οικον Ιουδα. Και απηγγειλαν προς τον Δαβιδ, λεγοντες, Οι ανδρες της Ιαβεις-γαλααδ ησαν οι θαψαντες τον Σαουλ.4 E vennero gli uomini di Giuda, e unsero ivi David, acciò che regnasse sopra la casa di Giuda. E fue nunziato a David, che gli uomini di Iabes di Galaad aveano seppellito Saul.
5 Και απεστειλεν ο Δαβιδ μηνυτας προς τους ανδρας της Ιαβεις-γαλααδ και ειπε προς αυτους, Ευλογημενοι να ησθε παρα του Κυριου, διοτι εκαμετε το ελεος τουτο εις τον κυριον σας, εις τον Σαουλ, και εθαψατε αυτον5 Ed egli vi mandò messaggi, agli uomini di Iabes e di Galaad, e disse loro: benedetti voi da Dio, che faceste questa misericordia col vostro signore Saul, e avetelo seppellito!
6 ειθε λοιπον τωρα να καμη ο Κυριος προς εσας ελεος και αληθειαν και εγω προσετι θελω ανταποδωσει εις εσας το καλον τουτο, επειδη εκαμετε τουτο το πραγμα?6 E Iddio renderà a voi misericordia e verità; e io vi renderò grazia per questo che voi avete fatto.
7 τωρα λοιπον, ας κραταιωθωσιν αι χειρες σας, και γινεσθε ανδρειοι διοτι ο κυριος σας ο Σαουλ απεθανε, και προσετι ο οικος Ιουδα εχρισαν εμε βασιλεα εφ' εαυτων.7 Confortinsi le vostre mani, e siate figliuoli di fortezza; però che quantunque egli sia morto il vostro signore Saul, Iddio di Giuda m'ha unto me re a sè.
8 Ο Αβενηρ ομως, ο υιος του Νηρ, ο αρχιστρατηγος του Σαουλ, ελαβε τον Ις-βοσθε, υιον του Σαουλ, και διεβιβασεν αυτον εις Μαχαναιμ,8 E Abner figliuolo di Ner, principe dello esercito di Saul, tolse Isboset figliuolo di Saul, e menollo dintorno per li campi.
9 και εκαμεν αυτον βασιλεα επι της Γαλααδ, και επι των Ασσουριτων, και επι της Ιεζραελ, και επι του Εφραιμ, και επι του Βενιαμιν, και επι παντος του Ισραηλ.9 E fecelo re sopra Galaad e sopra Gessuri e Iezrael e sopra Efraim e sopra Beniamin e sopra tutto Israel.
10 Τεσσαρακοντα ετων ητο Ις-βοσθε ο υιος του Σαουλ, οτε εγεινε βασιλευς επι τον Ισραηλ? και εβασιλευσε δυο ετη? ο οικος ομως Ιουδα ηκολουθησε τον Δαβιδ.10 Ed era di XL anni Isboset figliuolo di Saul, quando cominciò a regnare sopra Israel, e due anni regnò e sola la casa di Giuda seguitava David.
11 Και ο αριθμος των ημερων, καθ' ας εβασιλευσεν ο Δαβιδ εν Χεβρων επι του οικου Ιουδα, ησαν επτα ετη και εξ μηνες.11 E fue il numero de' dì, che David istette re in Ebron sopra la casa di Giuda, sette anni e sei mesi.
12 Εξηλθε δε Αβενηρ ο υιος του Νηρ και οι δουλοι του Ις-βοσθε, υιου του Σαουλ, εκ Μαχαναιμ εις Γαβαων.12 E Abner figliuolo di Ner, e i servi di Isboset figliuelo di Saul, uscirono de' campi in Gabaon.
13 Και Ιωαβ, ο υιος της Σερουιας, και οι δουλοι του Δαβιδ εξηλθον και συναπηντηθησαν πλησιον του υδροστασιου της Γαβαων? και εκαθησαν οι μεν εντευθεν του υδροστασιου, οι δε εκειθεν του υδροστασιου.13 E Ioab figliuolo di Sarvia, coi servi di David, uscirono a rincontro presso alla piscina di Gabaon. E raunati, quelli sederono dall' una parte della piscina, e quelli dall'altra.
14 Και ειπεν ο Αβενηρ προς τον Ιωαβ, Ας σηκωθωσι τωρα οι νεοι και ας παιξωσιν εμπροσθεν ημων. Και ειπεν ο Ιωαβ, Ας σηκωθωσιν.14 E Abner disse a Ioab: levinsi suso i giovani, e giuochino dinanzi a noi. E Ioab respuose: levinsi.
15 Εσηκωθησαν λοιπον και επερασαν κατα αριθμον, δωδεκα εκ του Βενιαμιν, απο μερους του Ις-βοσθε, υιου του Σαουλ, και δωδεκα εκ των δουλων του Δαβιδ.15 E levaronsi, e passarono XII di Beniamin dalla parte di Isboset figliuolo di Saul, e XII dei servi di David.
16 Και επιασαν εκαστος τον πλησιον αυτου απο της κεφαλης, και διεπερασε την μαχαιραν αυτου εις την πλευραν του πλησιον αυτου, και επεσον ομου? οθεν ο τοπος εκεινος ωνομασθη Χελκαθ-ασουρειμ, οστις ειναι εν Γαβαων.16 E preso ciascuno il capo del suo compagno, ficcò il coltello nel lato del contrario, e tutti insieme caddero morti. E fue chiamato quello luogo: IL CAMPO DE' FORTI IN GABAON.
17 Και εγεινεν μαχη σκληροτατη κατ' εκεινην την ημεραν? και ο Αβενηρ και οι ανδρες Ισραηλ ενικηθησαν υπο των δουλων του Δαβιδ.17 E nacque battaglia assai dura in quel dì; e fu cacciato Abner, con quelli d' Israel, da' servi di David.
18 Ησαν δε εκει οι τρεις υιοι της Σερουιας, Ιωαβ και Αβισαι και Ασαηλ? ο δε Ασαηλ ητο ελαφρος τους ποδας, ως μια των δορκαδων των εν αγρω.18 Ed erano ivi tre figliuoli di Sarvia, Ioab, Abisai e Asael: e Asael fu corridore velocissimo, sì come uno cavriolo il quale istia in una selva.
19 Και κατεδιωξεν ο Ασαηλ οπισω του Αβενηρ? και τρεχων, δεν εξεκλινεν εις τα δεξια ουδε εις τα αριστερα, εξοπισθεν του Αβενηρ.19 E Asael perseguitava Abner; e non declinava nè alla parte diritta nè alla sinistra, per non lasciare Abner.
20 Και εβλεψεν ο Αβενηρ εις τα οπισω αυτου και ειπε, Συ εισαι ο Ασαηλ; Ο δε απεκριθη, Εγω.20 E Abner si guardò di dietro, e disse: se' tu Asael? E quelli respuose: sì, sono.
21 Και ειπε προς αυτον ο Αβενηρ, Στρεψον συ εις τα δεξια η εις τα αριστερα, και πιασον τινα εκ των νεων και λαβε εις σεαυτον την πανοπλιαν αυτου? πλην δεν ηθελησεν ο Ασαηλ να εκκλινη απο οπισθεν αυτου.21 E Abner disse: vanne alla parte diritta o volgi alla sinistra; e piglia uno di questi giovani, e to'ti la robba sua. E non volse Asael lasciare che non lo strignesse.
22 Και παλιν ειπεν ο Αβενηρ προς τον Ασαηλ, Στρεψον απο οπισθεν μου? δια τι να σε κτυπησω εως εδαφους; πως θελω σηκωσει τοτε το προσωπον μου προς Ιωαβ τον αδελφον σου;22 E Abner disse anche ad Asael: vattene, non mi seguire più, acciò ch' io non sia costretto di conficcarti con la terra, e non poterò levare il viso dinanzi al tuo fratello Ioab.
23 Αλλα δεν ηθελε να στρεψη? οθεν επαταξεν αυτον ο Αβενηρ με το οπισθεν του δορατος αυτου εις την πεμπτην πλευραν, και εξηλθε το δορυ απο των οπισθιων αυτου, και επεσεν εκει και απεθανεν εν τω αυτω τοπω? και οσοι ηρχοντο εις τον τοπον, οπου ο Ασαηλ επεσε και απεθανεν, ισταντο.23 Il quale non volse intendere, e non si volse cessare. E Abner volta la lancia indietro, e ferillo nell' inguine, e forollo, e fu morto in quello luogo; e tutti quelli che passavano, donde che Asael giacea morto, istavano.
24 Ο δε Ιωαβ και ο Αβισαι κατεδιωκον οπισω του Αβενηρ? και ο ηλιος εδυεν οτε αυτοι ηλθον εως του βουνου Αμμα, το οποιον ειναι απεναντι Για, κατα την οδον της ερημου Γαβαων.24 E perseguitando Ioab e Abisai, Abner che fuggìa, il sole tramontò; e vennero insino al poggio del condotto dell' acqua, il quale è rincontro alla valle del cammino del deserto in Gabaon.
25 Και συνηθροισθησαν οι υιοι Βενιαμιν οπισω του Αβενηρ, και εγειναν εν σωμα και εσταθησαν επι της κορυφης τινος βουνου.25 E raunaronsi i figliuoli di Beniamin ad Abner; e stretti in una squadra, istettero in su uno poggiarello.
26 Τοτε ο Αβενηρ εφωνησε προς τον Ιωαβ και ειπε, Θελει κατατρωγει ακαταπαυστως ρομφαια; δεν εξευρεις οτι πικρια θελει εισθαι εις το τελος; εως ποτε λοιπον δεν θελεις προσταξει τον λαον να επιστρεψη απο του να καταδιωκωσι τους αδελφους αυτων;26 E gridò Abner a Ioab, e disse: è la tua spada crudele insino alla consumazione? Non sai tu, come la disperazione è pericolosa? Insino a quando non dirai al popolo, che non persèguitino più gli suoi fratelli?
27 Και ειπεν ο Ιωαβ, Ζη ο Θεος, εαν δεν ηθελες λαλησει, βεβαιως τοτε ο λαος ηθελεν αναβη το πρωι, εκαστος απο της καταδιωξεως του αδελφου αυτου.27 E Ioab disse: vive il Signore, che se istamane avesti favellato, che il popolo sarebbe restato di perseguitare i suoi fratelli.
28 Και εσαλπισεν ο Ιωαβ εν τη σαλπιγγι? και εσταθη πας ο λαος, και δεν κατεδιωκον πλεον κατοπιν του Ισραηλ ουδε εμαχοντο πλεον.28 E Ioab suonò la tromba, e tutto il popolo istette, e non perseguitarono più, e non combatterono più.
29 Και ωδοιπορησαν ο Αβενηρ και οι ανδρες αυτου δια της πεδιαδος ολην την νυκτα εκεινην, και διεβησαν τον Ιορδανην και επερασαν δι' ολης της Βιθρων και ηλθον εις Μαχαναιμ.29 E Abner coi suoi tutta quella notte andarono per gli campi; e passarono il Giordano, e cercato tutto Betoron, vennero alle castella.
30 Ο δε Ιωαβ επεστρεψεν απο της καταδιωξεως του Αβενηρ? και οτε συνηθροισε παντα τον λαον, ελειπον εκ των δουλων του Δαβιδ δεκαεννεα ανδρες και ο Ασαηλ.30 E tornato Ioab da cacciare Abner, congregò tutto il popolo; e trovaronsi meno, di quelli di David, XVIIII uomini, senza Asael.
31 Οι δουλοι δε του Δαβιδ επαταξαν εκ του Βενιαμιν και εκ των ανδρων του Αβενηρ τριακοσιους εξηκοντα ανδρας, οιτινες απεθανον.31 E i servi di David uccisono di Beniamin, e degli uomini ch' erano con esso Abner, CCCLX.
32 Και εσηκωσαν τον Ασαηλ και εθαψαν αυτον εν τω ταφω του πατρος αυτου, τω εν Βηθλεεμ. Ο δε Ιωαβ και οι ανδρες αυτου ωδοιπορησαν ολην την νυκτα και εφθασαν εις Χεβρων περι τα χαραγματα.32 E tolsero Asael, e seppellìrlo nel sepolcro del suo padre in Betleem; e andarono tutta notte Ioab e quelli ch' erano con lui, e in su l'alba vennero in Ebron.