Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 47


font
GREEK BIBLEBIBBIA RICCIOTTI
1 Ελθων δε ο Ιωσηφ, απηγγειλε προς τον Φαραω λεγων, Ο πατηρ μου και οι αδελφοι μου, και τα ποιμνια αυτων και αι αγελαι αυτων και παντα οσα εχουσιν, ηλθον εκ της γης Χανααν? και ιδου, ειναι εν τη γη Γεσεν.1 - Presentatosi dunque Giuseppe al Faraone, gli disse: «Mio padre ed i miei fratelli, con le pecore ed armenti e tutto quel che posseggono, sono arrivati dalla terra di Canaan, ed ora occupano la terra di Gessen».
2 Και παραλαβων εκ των αδελφων αυτου πεντε ανδρας, παρεστησεν αυτους ενωπιον του Φαραω.2 Presentò al re i cinque ultimi suoi fratelli,
3 Και ειπεν ο Φαραω προς τους αδελφους αυτου, Τι ειναι το επιτηδευμα σας; οι δε ειπον προς τον Φαραω, Ποιμενες προβατων ειναι οι δουλοι σου και ημεις και οι πατερες ημων.3 ed egli li interrogò: «Qual è il vostro mestiere?». Risposero: «Siamo pastori di pecore, noi tuoi servi, ed i padri nostri.
4 Ειπον ετι προς τον Φαραω, Ηλθομεν δια να παροικησωμεν εν τη γη? διοτι δεν υπαρχει βοσκη δια τα ποιμνια των δουλων σου, επειδη επεβαρυνεν η πεινα εν τη γη Χανααν? τωρα λοιπον ας κατοικησωσι, παρακαλουμεν, οι δουλοι σου εν τη γη Γεσεν.4 Siamo venuti per qualche tempo nella tua terra, perchè non v'è pastura pei greggi de' tuoi servi nella terra di Canaan per la gran carestia; ti chiediamo che tu ci conceda d'esser tuoi servi nella terra di Gessen».
5 Και ειπεν ο Φαραω προς τον Ιωσηφ λεγων, Ο πατηρ σου και οι αδελφοι σου ηλθον προς σε?5 Disse dunque il re a Giuseppe: «Tuo padre ed i tuoi fratelli son ricorsi a te.
6 η γη της Αιγυπτου ειναι εμπροσθεν σου? εις το καλητερον της γης κατοικισον τον πατερα σου και τους αδελφους σου? ας κατοικησωσιν εν τη γη Γεσεν? και εαν γνωριζης οτι ευρισκονται μεταξυ αυτων ανδρες αξιοι, καταστησον αυτους επιστατας επι των ποιμνιων μου.6 La terra d'Egitto ti sta dinanzi; falli prendere stanza nel luogo migliore, e dà loro la terra di Gessen. Che se tu sai esservene fra di loro degli abili, ponili a sopraintendere ai miei bestiami».
7 Εισηγαγε δε ο Ιωσηφ Ιακωβ τον πατερα αυτου και παρεστησεν αυτον ενωπιον του Φαραω? και ευλογησεν ο Ιακωβ τον Φαραω.7 Dipoi Giuseppe condusse al re il padre suo, e glielo presentò; Giacobbe benedisse il re,
8 Και ειπεν ο Φαραω προς τον Ιακωβ, Ως ποσαι ειναι αι ημεραι των ετων της ζωης σου;8 ed interrogato da lui quanti anni avesse,
9 Και ο Ιακωβ ειπε προς τον Φαραω, Αι ημεραι των ετων της παροικιας μου ειναι εκατον τριακοντα ετη? ολιγαι και κακαι υπηρξαν αι ημεραι των ετων της ζωης μου και δεν εφθασαν εις τας ημερας των ετων της ζωης των πατερων μου εν ταις ημεραις της παροικιας αυτων.9 rispose: «I giorni del mio pellegrinaggio fanno centotrent'anni: pochi e non lieti, nè arrivano ai giorni del pellegrinaggio dei padri miei».
10 Και ευλογησεν ο Ιακωβ τον Φαραω και εξηλθεν απ' εμπροσθεν του Φαραω.10 E, benedetto il re, uscì.
11 Και κατωκισεν ο Ιωσηφ τον πατερα αυτου και τους αδελφους αυτου, και εδωκεν εις αυτους ιδιοκτησιαν εν τη γη της Αιγυπτου, εις το καλητερον της γης, εν τη γη Ραμεσση, καθως προσεταξεν ο Φαραω.11 Giuseppe poi dette al padre ed ai fratelli un possesso in Egitto, nella regione più fertile di Ramesse, come aveva comandato il Faraone,
12 Και ετρεφεν ο Ιωσηφ τον πατερα αυτου και τους αδελφους αυτου και παντα τον οικον του πατρος αυτου με αρτον, κατα τας οικογενειας αυτων.12 e manteneva loro e tutta la casa del padre suo, fornendo a ciascuno gli alimenti.
13 Και αρτος δεν ητο καθ' ολην την γην? διοτι η πεινα ητο βαρεια σφοδρα, ωστε η γη της Αιγυπτου και η γη της Χανααν απεκαμον υπο της πεινης.13 Mancava infatti il pane in tutta la terra, e la fame opprimeva specialmente gli abitanti d'Egitto e della terra di Canaan.
14 Και συνηγαγεν ο Ιωσηφ απαν το αργυριον, το ευρισκομενον εν τη γη της Αιγυπτου και εν τη γη Χανααν, δια τον σιτον τον οποιον ηγοραζον? και εφερεν ο Ιωσηφ το αργυριον εις τον οικον του Φαραω.14 Tutto il danaro proveniente dalla vendita del grano, Giuseppe lo mise insieme, e lo versò nel tesoro del re.
15 Και αφου εξελιπε το αργυριον εκ της γης Αιγυπτου και εκ της γης Χανααν, ηλθον παντες οι Αιγυπτιοι προς τον Ιωσηφ, λεγοντες, Δος αρτον εις ημας? επειδη δια τι να αποθανωμεν εμπροσθεν σου; διοτι εξελιπε το αργυριον.15 Venuto a mancare ai compratori il danaro, tutto l'Egitto ricorse a Giuseppe, dicendo: «Dacci da mangiare. Dovremo noi morire ai tuoi piedi perchè non abbiamo danaro?».
16 Ειπε δε ο Ιωσηφ, Φερετε τα κτηνη σας και θελω σας δωσει αρτον αντι των κτηνων σας, εαν εξελιπε το αργυριον.16 Ai quali rispose: «Conducete il vostro bestiame, e vi darò le vettovaglie in cambio di quello, se non avete danaro».
17 Και εφεραν τα κτηνη αυτων προς τον Ιωσηφ και εδωκεν εις αυτους ο Ιωσηφ αρτον αντι των ιππων και αντι των προβατων και αντι των βοων και αντι των ονων? και εθρεψεν αυτους με αρτον εν τω ενιαυτω εκεινω αντι παντων των κτηνων αυτων.17 Condussero infatti il bestiame, e Giuseppe diè loro gli alimenti per il prezzo dei cavalli, pecore, bovi ed asini; per quell'anno si nutrirono dando in cambio il bestiame.
18 Αφου δε ετελειωσεν ο ενιαυτος εκεινος, ηλθον προς αυτον το δευτερον ετος και ειπον προς αυτον, δεν θελομεν κρυψει απο του κυριου ημων οτι εξελιπε το αργυριον? και τα κτηνη εγειναν του κυριου ημων? δεν εμεινεν αλλο εμπροσθεν του κυριου ημων, ειμη τα σωματα ημων και η γη ημων?18 Ma l'anno appresso, tornarono, e gli dissero: «Non nasconderemo al signor nostro che, mancato il danaro, c'è mancato anche il bestiame: or tu non ignori che, oltre i corpi nostri e le terre, niente altro abbiamo.
19 δια τι να απολεσθωμεν ενωπιον σου και ημεις και η γη ημων; αγορασον ημας και την γην ημων δια αρτον? και θελομεν εισθαι ημεις και η γη ημων δουλοι εις τον Φαραω? και δος εις ημας σπορον, δια να ζησωμεν και να μη αποθανωμεν και η γη να μη ερημωθη.19 Dovremo morire sotto i tuoi occhi? Noi e le nostre terre saremo tuoi; compraci per schiavi del re, e dacci da seminare, affinchè, morto chi la coltiva, la terra non diventi un deserto».
20 Και ηγορασεν ο Ιωσηφ πασαν την γην Αιγυπτου δια τον Φαραω? διοτι οι Αιγυπτιοι επωλησαν εκαστος τον αγρον αυτου, επειδη η πεινα υπερεβαρυνεν επ' αυτους? ουτως η γη εγεινε του Φαραω?20 Vendendo dunque ciascuno i suoi possessi per l'immensità della carestia, Giuseppe comprò tutte le terre dell'Egitto. E le assoggettò al Faraone,
21 τον δε λαον μετετοπισεν αυτον εις πολεις, απ' ακρου των οριων της Αιγυπτου εως ακρου αυτης?21 con tutti gli abitanti, da un'estremità all'altra dell'Egitto,
22 μονον την γην των ιερεων δεν ηγορασε? διοτι οι ιερεις ειχον μεριδιον προσδιωρισμενον υπο του Φαραω? και ετρωγον το μεριδιον αυτων, το οποιον εδωκεν εις αυτους ο Φαραω? δια τουτο δεν επωλησαν την γην αυτων.22 eccettuate le terre de' sacerdoti, date loro dal re; ad essi venivan dati dai pubblici granai gli alimenti assegnati, e perciò non furon costretti a vendere i propri possessi.
23 Τοτε ειπεν ο Ιωσηφ προς τον λαον, Ιδου, ηγορασα εσας και την γην σας σημερον εις τον Φαραω? ιδου, λαβετε σπορον και σπειρατε την γην?23 Disse dunque Giuseppe alla gente: «Vedete, il Faraone è ora il padrone vostro e delle vostre terre; ricevete il seme; e seminate campi,
24 και εν τω καιρω των γεννηματων, θελετε δωσει το πεμπτον εις τον Φαραω? τα δε τεσσαρα μερη θελουσιν εισθαι εις εσας δια σπορον των αγρων και δια τροφην σας και δια τους οντας εν τοις οικοις υμων και δια τροφην των παιδιων υμων.24 acciò possiate avere le raccolte. Ne darete al re la quinta parte; le altre quattro, le lascio a voi per la sementa, e per alimento delle vostre famiglie e dei vostri figliuoli».
25 Οι δε ειπον, συ εσωσας την ζωην ημων? ας ευρωμεν χαριν εμπροσθεν του κυριου ημων και θελομεν εισθαι δουλοι του Φαραω.25 Risposero: «La nostra salute è nelle tue mani; solo ci guardi favorevolmente il nostro signore, e saremo contenti di servire il re».
26 Και εθεσεν ο Ιωσηφ τουτο νομον εν τη γη της Αιγυπτου μεχρι της σημερον, να διδεται το πεμπτον εις τον Φαραω? εκτος της γης των ιερεων μονον, ητις δεν εγεινε του Φαραω.26 Da quel tempo insino ad oggi, in tutto l'Egitto si paga al re la quinta parte della raccolta, ed è ormai divenuta una legge, eccetto che per le terre dei sacerdoti, le quali son libere da questo peso.
27 Κατωκησε δε ο Ισραηλ εν τη γη της Αιγυπτου, εν τη γη Γεσεν? και απεκτησαν εν αυτη κτηματα, και ηυξηνθησαν και επληθυνθησαν σφοδρα.27 Israele dunque abitò in Egitto, e precisamente nella terra di Gessen, e l'ebbe in possesso, crescendovi [la sua discendenza] e moltiplicandosi grandemente.
28 Επεζησε δε ο Ιακωβ εν τη γη της Αιγυπτου δεκαεπτα ετη? και εγειναν αι ημεραι των ετων της ζωης του Ιακωβ εκατον τεσσαρακοντα επτα ετη.28 Visse ivi diciassette anni; e tutto il tempo della sua vita sommò a centoquarantasette anni.
29 Και επλησιασαν αι ημεραι του Ισραηλ δια να αποθανη? και καλεσας τον υιον αυτου τον Ιωσηφ, ειπε προς αυτον, Εαν ευρηκα τωρα χαριν εμπροσθεν σου, βαλε, παρακαλω, την χειρα σου υπο τον μηρον μου, και καμε εις εμε ελεος και αληθειαν? μη με θαψης, παρακαλω, εν τη Αιγυπτω?29 Vedendo pertanto avvicinarsi il giorno della morte, mandò a chiamare il figlio Giuseppe, e gli disse: «Se ho trovato grazia innanzi a te, metti la tua mano sotto la mia coscia, e [giurami che] mi userai la bontà e la fedeltà di non seppellirmi in Egitto;
30 αλλα θελω κοιμηθη μετα των πατερων μου και θελεις με μετακομισει εκ της Αιγυπτου και θελεις με θαψει εν τω ταφω αυτων. Ο δε ειπεν, Εγω θελω καμει κατα τον λογον σου.30 ma che io riposerò coi miei padri, e mi porterai via da questa terra, e mi riporrai nel sepolcro dei miei maggiori». Giuseppe gli rispose: «Farò quanto m'hai comandato».
31 Ο δε ειπεν, Ομοσον μοι και ωμοσεν εις αυτον. Και προσεκυνησεν ο Ισραηλ επι το ακρον της ραβδου αυτου.31 Ed egli: «Dunque, giuramelo». Ed avendolo egli giurato, Israele adorò Dio, voltandosi verso il capo del letto.