Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 25


font
GREEK BIBLEBIBBIA TINTORI
1 Ελαβε δε ο Αβρααμ και αλλην γυναικα, ονομαζομενην Χεττουραν.1 Abramo prese poi un'altra moglie chiamata Cetura,
2 Και αυτη εγεννησεν εις αυτον τον Ζεμβραν και τον Ιοξαν και τον Μαδαν και τον Μαδιαμ και τον Ιεσβωκ και τον Σουα.2 Che gli partorì Zamran, Iecsan, Madan, Madian, lesboc e Sue.
3 και ο Ιοξαν εγεννησε τον Σεβα και τον Δαιδαν? οι δε υιοι του Δαιδαν ησαν Ασσουρειμ και Λετουσιειμ και Λαωμειμ.3 Iecsan poi generò Saba e Dadan. I figlioli di Dadan furono Assurim, Latusim e Loomirn.
4 Οι υιοι δε του Μαδιαμ ησαν Γεφα και Εφερ και Ανωχ και Αβειδα και Ελδαγα? παντες ουτοι υιοι της Χεττουρας.4 Da Madian poi nacquero Efa, Ofer, Enoc, Abida ed Eldaa: tutti questi furono figlioli di Cetura.
5 Εδωκε δε ο Αβρααμ παντα τα υπαρχοντα αυτου εις τον Ισαακ.5 E Abramo diede quanto possedeva a Isacco,
6 Εις δε τους υιους των παλλακων αυτου εδωκεν ο Αβρααμ χαρισματα, και εξαπεστειλεν αυτους, ετι ζων, μακραν απο του υιου αυτου Ισαακ προς ανατολας, εις την γην της Ανατολης.6 ma fece dei doni ai figlioli delle altre sue donne, e mentre era ancora in vita, li separò da Isacco suo figliolo, mandandoli verso l'oriente.
7 Και ταυτα ειναι τα ετη των ημερων της ζωης του Αβρααμ, οσα εζησεν, ετη εκατον εβδομηκοντα πεντε.7 Or la vita d'Abramo giunse a centosettantacinque anni.
8 Και εκπνευσας απεθανεν ο Αβρααμ εν γηρατι καλω, γερων και πληρης ημερων? και προσετεθη εις τον λαον αυτου.8 E Abramo venne meno e morì in buona vecchiezza, in età avanzata e pieno di giorni, e andò ad unirsi al suo popolo.
9 Και εθαψαν αυτον ο Ισαακ και ο Ισμαηλ οι υιοι αυτου εν τω σπηλαιω Μαχπελαχ, εν τω αγρω του Εφρων, υιου του Σωαρ του Χετταιου, τω απεναντι της Μαμβρη?9 E Isacco e Ismaele, suoi figlioli, lo seppellirono nella doppia spelonca del campo di Efron, figlio di Seor Eteo, dirimpetto a Mambre
10 τω αγρω, τον οποιον ηγορασεν ο Αβρααμ παρα των υιων του Χετ? εκει εταφη ο Αβρααμ και Σαρρα η γυνη αυτου.10 nel campo che Abramo aveva comprato dai figli di Het. Quivi fu sepolto egli e Sara sua moglie.
11 Και μετα τον θανατον του Αβρααμ, ευλογησεν ο Θεος Ισαακ τον υιον αυτου? και κατωκησεν ο Ισαακ πλησιον του φρεατος Λαχαι-ροι.11 E dopo la morte di Abramo, Dio benedisse Isacco di lui figliolo, il quale dimorò presso il pozzo detto « del Vivente che vede ».
12 Αυτη δε ειναι η γενεαλογια του Ισμαηλ, υιου του Αβρααμ, τον οποιον εγεννησεν εις τον Αβρααμ Αγαρ η Αιγυπτια, η δουλη της Σαρρας?12 Questi sono i discendenti d'Ismaele faglio di Abramo, partorito a lui dall'egiziana Agar, schiava di Sara.
13 και ταυτα ειναι τα ονοματα των υιων του Ισμαηλ, κατα τα ονοματα αυτων, εις τας γενεας αυτων? πρωτοτοκος του Ισμαηλ Ναβαιωθ, επειτα Κηδαρ και Αβδεηλ και Μιβσαμ,13 E questi sono i nomi dei figli d'Ismaele, secondo i loro nomi, nelle loro generazioni: Nabaiot, il primogenito d'Ismaele, poi Cedar, Adbeel, Mabsam,
14 και Μισμα, και Δουμα και Μασσα14 Masma, Duma, Massa,
15 Χαδδαρ, και Θαιμα, Ιετουρ, Ναφις, και Κεδμα?15 Adar, Tema, IeturNafìs e Cedma.
16 ουτοι ειναι οι υιοι του Ισμαηλ, και ταυτα τα ονοματα αυτων κατα τας κωμας αυτων και κατα τας κατοικιας αυτων? δωδεκα αρχοντες κατα τα εθνη αυτων.16 Questi sono i figli d'Ismaele, e questi i loro nomi, secondo i loro villaggi e i loro accampamenti: essi furono dodici principi delle loro tribù.
17 Και ταυτα ειναι τα ετη της ζωης του Ισμαηλ, ετη εκατον τριακοντα επτα? και εκπνευσας απεθανε και προσετεθη εις τον λαον αυτου.17 Or gli anni della vita d'Ismaele furono centotrentasette, poi venne meno e morì, e andò a raggiungere il suo popolo.
18 Κατωκησαν δε απο Αβιλα εως Σουρ, της κατα προσωπον Αιγυπτου, καθως υπαγει τις προς την Ασσυριαν? ο Ισμαηλ κατωκησεν εμπροσθεν παντων των αδελφων αυτου.18 Egli abitò da Evila fino a Sur, che è dirimpetto all'Egitto, andando verso l'Assiria. Egli morì presenti tutti i suoi fratelli.
19 Και αυτη ειναι η γενεαλογια του Ισαακ, υιου του Αβρααμ? ο Αβρααμ εγεννησε τον Ισαακ?19 Questi sono i discendenti d'Isacco, figlio di Abramo. Abramo generò Isacco,
20 ητο δε ο Ισαακ ετων τεσσαρακοντα, οτε ελαβεν εις εαυτον γυναικα την Ρεβεκκαν, θυγατερα Βαθουηλ του Συρου απο Παδαν-αραμ, αδελφην Λαβαν του Συρου.20 e Isacco aveva quarantanni quando sposò Rebecca, figlia di Batuel Siro della Mesopotamia, e sorella di Labano.
21 Και εδεετο ο Ισαακ προς τον Κυριον περι της γυναικος αυτου, διοτι ητο στειρα? και επηκουσεν ο Κυριος αυτου, και συνελαβεν η Ρεβεκκα η γυνη αυτου.21 E Isacco fece preghiere al Signore per la sua moglie che era sterile; e il Signore lo esaudì e fece che Rebecca concepisse.
22 Και τα παιδια συνεκρουοντο εντος αυτης? και ειπεν, Αν μελλη ουτω να γεινη, δια τι εγω να συλλαβω; και υπηγε να ερωτηση τον Κυριον.22 Ma i bambini si urtavano nel suo seno, ed essa esclamò: « Se mi doveva accader questo non valeva la pena di concepire! E se ne andò a consultare il Signore.
23 Και ειπεν ο Κυριος προς αυτην, Δυο εθνη ειναι εν τη κοιλια σου? και δυο λαοι θελουσι διαχωρισθη απο των εντοσθιων σου? και ο εις λαος θελει εισθαι δυνατωτερος του αλλου λαου? και ο μεγαλητερος θελει δουλευσει εις τον μικροτερον.23 Il quale rispose e disse:« Due nazioni sono nel tuo seno, e due popoli saran separati fin dalle tue viscere: uno dei popoli sarà più forte dell'altro, e il maggiore servirà al minore ».
24 Και οτε επληρωθησαν αι ημεραι αυτης δια να γεννηση, ιδου, ησαν διδυμα εν τη κοιλια αυτης.24 Allorché venne il tempo di partorire, nel suo seno furono trovati due gemelli.
25 Εξηλθε δε ο πρωτος ερυθρος και ολος ως δερμα δασυτριχος? και εκαλεσαν το ονομα αυτου, Ησαυ.25 Quello che venne fuori per il primo era rosso, e tutto peloso come una pelliccia, e fu chiamato Esaù. L'altro, che uscì immediatamente, teneva con una mano il calcagno del fratello, e per questo fu chiamato Giacobbe.
26 Και επειτα εξηλθεν ο αδελφος αυτου? και η χειρ αυτου εκρατει την πτερναν του Ησαυ? δια τουτο ωνομασθη Ιακωβ? ο δε Ισαακ ητο ετων εξηκοντα, οτε εγεννησεν αυτους.26 Isacco aveva sessanta anni quando gli nacquero questi bambini.
27 Ηυξησαν δε τα παιδια? και εγεινεν ο μεν Ησαυ ανθρωπος εμπειρος εις το κυνηγιον, ανθρωπος του αγρου? ο δε Ιακωβ, ανθρωπος απλους, κατοικων εν σκηναις.27 Quando furono adulti, Esaù divenne buon cacciatore e uomo dei campi; Giacobbe invece fu uomo tranquillo e abìtava sotto le tende.
28 Και ο μεν Ισαακ ηγαπα τον Ησαυ, διοτι το κυνηγιον ητο τροφη εις αυτον? η δε Ρεβεκκα ηγαπα τον Ιακωβ.28 Or Isacco amava Esaù, perchè gli piaceva molto la cacciagione: e Rebecca amava Giacobbe.
29 Εμαγειρευε δε ο Ιακωβ μαγειρευμα? και ηλθεν ο Ησαυ εκ του αγρου και ητο αποκαμωμενος?29 Aveva Giacobbe fatto cocere un minestra, quando Esaù affaticato giunse dalla campagna,
30 και ειπεν ο Ησαυ προς τον Ιακωβ, Δος μοι, παρακαλω, να φαγω απο το κοκκινον, το κοκκινον τουτο, διοτι ειμαι αποκαμωμενος? δια τουτο εκληθη το ονομα αυτου, Εδωμ.30 e gli disse: « Dammi un po' di cotesta rossa roba cotta, perchè son molto stanco ». Per questo appunto fu chiamato Edom.
31 Και ειπεν ο Ιακωβ, Πωλησον μοι σημερον τα πρωτοτοκια σου.31 Giacobbe gli rispose: «Vendimi la tua primogenitura ».
32 Και ο Ησαυ ειπεν, Ιδου, εγω υπαγω να αποθανω, και τι με ωφελουσι ταυτα τα πρωτοτοκια;32 L'altro replicò: « Ecco io sto per morire, e che mi gioverà la primogenitura? »
33 Και ειπεν ο Ιακωβ, Ομοσον μοι σημερον? και ωμοσεν εις αυτον? και επωλησε τα πρωτοτοκια αυτου εις τον Ιακωβ.33 Giacobbe disse: «Allora giuramelo». Esaù glielo giurò e vendette la primogenitura.
34 Τοτε ο Ιακωβ εδωκεν εις τον Ησαυ αρτον και μαγειρευμα της φακης? και εφαγε και επιε και σηκωθεις ανεχωρησεν? ουτως ο Ησαυ κατεφρονησε τα πρωτοτοκια.34 E così, avuto il pane e la minestra di lenticchie, Esaù mangiò e bevve e se ne andò, poco curando di aver venduta la primogenitura.