Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Livre de Josué 8


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Yahvé dit à Josué: “Ne crains pas, n’aie pas peur! Prends avec toi tous les hommes de guerre, et allez attaquer Aï. Sache que j’ai livré entre tes mains le roi d’Aï et son peuple, sa ville et son territoire.1 Και ειπε Κυριος προς τον Ιησουν, Μη φοβηθης μηδε δειλιασης? λαβε μετα σου παντας τους πολεμικους ανδρας, και σηκωθεις αναβα εις Γαι? ιδου, εγω παρεδωκα εις την χειρα σου; τον βασιλεα της Γαι και τον λαον αυτου και την πολιν αυτου και την γην αυτου?
2 Tu traiteras Aï et son roi comme tu as traité Jéricho et son roi, mais vous pourrez prendre le butin: ses dépouilles et son bétail. Prépare donc maintenant une embuscade derrière la ville.”2 και θελεις καμει εις την Γαι και εις τον βασιλεα αυτης, καθως εκαμες εις την Ιεριχω και εις τον βασιλεα αυτης? μονον τα λαφυρα αυτης και τα κτηνη αυτης θελετε λαφυραγωγησει εις εαυτους? στησον ενεδραν κατα της πολεως οπισθεν αυτης.
3 Josué se leva avec tous les hommes de guerre pour attaquer Aï, Josué choisit 30 000 hommes, de courageux guerriers, et les envoya de nuit.3 Και εσηκωθη ο Ιησους και πας ο λαος ο πολεμιστης, δια να αναβωσιν εις την Γαι? και εξελεξεν ο Ιησους τριακοντα χιλιαδας ανδρας δυνατους εν ισχυι και εξαπεστειλεν αυτους δια νυκτος,
4 Il leur donna cet ordre: “Postez-vous en embuscade tout près de la ville, à l’arrière de celle-ci. Ne soyez pas trop loin et restez à l’affût.4 και προσεταξεν εις αυτους λεγων, Ιδου, σεις θελετε ενεδρευει κατα της πολεως οπισθεν αυτης? μη απομακρυνθητε πολυ απο της πολεως, και να ησθε παντες ετοιμοι?
5 Moi et tout le peuple qui est avec moi, nous nous approcherons de la ville et, quand ils sortiront à notre rencontre comme l’autre fois, nous fuirons devant eux.5 εγω δε και πας ο λαος ο μετ' εμου θελομεν πλησιασει εις την πολιν? και οταν εξελθωσιν εναντιον ημων, καθως προτερον, τοτε ημεις θελομεν φυγει απ' εμπροσθεν αυτων?
6 Ils sortiront donc derrière nous et nous les attirerons loin de la ville. Car ils se diront sûrement que nous fuyons devant eux comme l’autre fois.6 και θελουσιν εξελθει κατοπιν ημων, εωσου απομακρυνωμεν αυτους απο της πολεως, διοτι θελουσιν ειπει, Αυτοι φευγουσιν απ' εμπροσθεν ημων, καθως προτερον? και ημεις θελομεν φυγει απ' εμπροσθεν αυτων?
7 À ce moment-là vous sortirez de votre embuscade et vous occuperez la ville, puisque Yahvé votre Dieu la livre entre vos mains.7 τοτε σεις σηκωθεντες εκ της ενεδρας, θελετε κυριευσει την πολιν? διοτι Κυριος ο Θεος σας θελει παραδωσει αυτην εις την χειρα σας?
8 Lorsque vous aurez pris la ville, vous y mettrez le feu: voilà mes ordres!”8 και αφου κυριευσητε την πολιν, θελετε καυσει την πολιν εν πυρι? κατα την προσταγην του Κυριου θελετε καμει? ιδου, προσεταξα εις εσας.
9 Josué les envoya donc et ils partirent se poster en embuscade entre Béthel et Aï, à l’ouest d’Aï.9 Ο Ιησους λοιπον εξαπεστειλεν αυτους, και υπηγον εις ενεδραν και εκαθισαν μεταξυ Βαιθηλ και Γαι, προς το δυτικον μερος της Γαι? ο δε Ιησους εμεινε την νυκτα εκεινην εν τω μεσω του λαου.
10 De bon matin Josué se leva et passa le peuple en revue. Puis, avec les anciens d’Israël, il s’avança contre Aï, à la tête du peuple.10 Και εξεγερθεις ο Ιησους το πρωι, επεσκεφθη τον λαον, και ανεβη αυτος και οι πρεσβυτεροι του Ισραηλ, εμπροσθεν του λαου προς Γαι.
11 Tous les hommes de guerre qui étaient avec lui firent la montée, s’approchèrent et arrivèrent face à Aï. Ils campèrent au nord de la ville, laissant la vallée entre eux et Aï.11 Και πας ο λαος ο πολεμιστης, ο μετ' αυτου, ανεβη και επλησιασε και ηλθε κατεναντι της πολεως και εστρατοπεδευσε κατα το βορειον μερος της Γαι? ητο δε κοιλας μεταξυ αυτων και της Γαι.
12 Josué prit alors 5 000 hommes et les posta en embuscade entre Béthel et Aï, à l’ouest de la ville.12 Και λαβων εως πεντε χιλιαδας ανδρων, εκαθισεν αυτους εις ενεδραν μεταξυ Βαιθηλ και Γαι, προς το δυτικον μερος της πολεως.
13 Le peuple avait établi son camp au nord de la ville, et l’embuscade était à l’ouest d’Aï. Josué passa la nuit avec le peuple.13 Και αφου διεταξαν τον λαον, απαν το στρατευμα το προς βορραν της πολεως και την ενεδραν αυτου προς δυσμας της πολεως, υπηγεν ο Ιησους εκεινην την νυκτα εις το μεσον της κοιλαδος.
14 Voyant cela, le roi d’Aï se leva de bon matin et sortit avec tout son peuple à la rencontre d’Israël pour l’attaquer dans la descente qui mène à la Araba. Ils ne savaient pas qu’une embuscade était préparée contre eux derrière la ville.14 Και ως ειδεν ο βασιλευς της Γαι, αυτος και πας ο λαος αυτου, οι ανδρες της πολεως, εσπευσαν και εξηγερθησαν πρωι και εξηλθον εις συναντησιν του Ισραηλ προς μαχην, εις ωρισμενην ωραν, επι την πεδιαδα? πλην αυτος δεν ηξευρεν οτι ητο ενεδρα κατ' αυτου οπισθεν της πολεως.
15 Josué et tout Israël se laissèrent enfoncer par eux, et ils battirent en retraite par la route du désert.15 Και ο Ιησους και πας ο Ισραηλ προσεποιηθησαν οτι κατετροπωθησαν εμπροσθεν αυτων, και εφευγον δια της οδου της ερημου.
16 Alors tous les gens qui étaient dans la ville se rassemblèrent pour les poursuivre; ils poursuivirent Josué et se laissèrent attirer loin de la ville.16 Και συνεκαλεσθησαν πας ο λαος ο εν Γαι, δια να καταδιωξωσιν αυτους? και κατεδιωξαν τον Ιησουν και απεμακρυνθησαν απο της πολεως.
17 Finalement il ne resta plus personne dans Aï; tout le monde poursuivait Israël. On avait même laissé la ville ouverte quand on s’était lancé à la poursuite d’Israël.17 Και δεν απεμεινεν ανθρωπος εν Γαι και εν Βαιθηλ, οστις δεν εξηλθε κατοπιν του Ισραηλ? και αφηκαν ανοικτην την πολιν, και κατεδιωκον τον Ισραηλ.
18 Yahvé dit alors à Josué: “Brandis vers Aï le javelot que tu as dans la main, et je vais la livrer entre tes mains.” Josué tendit donc vers la ville le javelot qu’il portait à la main,18 Και ειπε Κυριος προς τον Ιησουν, Εκτεινον την λογχην, την εν τη χειρι σου, προς την Γαι? διοτι θελω παραδωσει αυτην εις την χειρα σου. Και εξετεινεν ο Ιησους την λογχην, την εν τη χειρι αυτου, προς την πολιν.
19 et dès qu’il eut fait le geste, ceux qui étaient en embuscade surgirent du lieu où ils se trouvaient. Ils coururent, entrèrent dans la ville et la prirent, puis ils mirent le feu à la ville.19 Και η ενεδρα εσηκωθη μετα σπουδης απο της θεσεως αυτης, και ωρμησαν ευθυς οτε εξετεινε την χειρα αυτου? και εισηλθον εις την πολιν και εκυριευσαν αυτην, και σπευσαντες εκαυσαν την πολιν εκ πυρι.
20 En se retournant, les hommes d’Aï virent la fumée qui montait de la ville vers le ciel. Ils ne savaient plus par où s’échapper, car le peuple qui tout à l’heure fuyait vers le désert, se retournait maintenant contre eux et les poursuivait.20 Και οτε περιεβλεψαν εις τα οπισω αυτων οι ανδρες της Γαι, ειδον, και ιδου, ανεβαινεν ο καπνος της πολεως προς τον ουρανον, και δεν ηδυναντο να φυγωσιν εδω και εκει? επειδη ο λαος ο φευγων προς την ερημον εστραφησαν οπισω εναντιον των καταδιωκοντων.
21 Josué et tout Israël avaient vu que ceux qui étaient en embuscade s’étaient emparés de la ville, car la fumée montait de la ville. Ils revinrent donc et écrasèrent les hommes d’Aï.21 Ο δε Ιησους και πας ο Ισραηλ, ιδοντες οτι η ενεδρα ειχε κυριευσει την πολιν και οτι ανεβαινεν ο καπνος της πολεως, εστραφησαν οπισω και επαταξαν τους ανδρας της Γαι.
22 Ceux-ci se retrouvèrent avec des Israélites des deux côtés, car ceux de l’embuscade sortaient maintenant de la ville à leur rencontre. On les écrasa sans leur laisser un survivant, ni un fuyard.22 Και οι αλλοι εξηλθον εκ της πολεως εναντιον αυτων, ωστε ησαν εν τω μεσω του Ισραηλ εντευθεν και εκειθεν? και επαταξαν αυτους, ωστε δεν αφηκαν ουδενα εξ αυτων μειναντα η διαφυγοντα.
23 Les Israélites prirent vivant le roi d’Aï et le conduisirent à Josué.23 Τον δε βασιλεα της Γαι συνελαβον ζωντα και εφεραν αυτον προς τον Ιησουν.
24 Israël acheva de massacrer tous les habitants d’Aï qu’il poursuivait dans la campagne ou dans le désert: tous périrent par l’épée, jusqu’au dernier. Ensuite Israël revint vers Aï et passa la ville au fil de l’épée.24 Και αφου ο Ισραηλ ετελειωσε φονευων παντας τους κατοικους της Γαι εν τη πεδιαδι εκ τη ερημω, οπου κατεδιωκον αυτους, και επεσον παντες εν στοματι μαχαιρας, εωσου εξωλοθρευθησαν, επεστρεψε πας ο Ισραηλ εις την Γαι και επαταξαν αυτην εν στοματι μαχαιρας.
25 Le total de ceux qui tombèrent ce jour-là, hommes ou femmes, fut de 12 000, tous habitants d’Aï.25 Και παντες οι πεσοντες εν τη ημερα εκεινη, ανδρες τε και γυναικες, ησαν δωδεκα χιλιαδες, παντες οι ανθρωποι της Γαι.
26 Josué ne ramena sa main qui brandissait le javelot que lorsque tous les habitants d’Aï eurent été voués à l’anathème.26 Και δεν εσυρεν ο Ιησους οπισω την χειρα αυτου, την οποιαν εξετεινε με την λογχην, εωσου εξωλοθρευσε παντας τους κατοικους της Γαι.
27 Alors les Israélites prirent pour eux le bétail et le butin de la ville, comme Yahvé l’avait ordonné à Josué.27 Μονον τα κτηνη και τα λαφυρα της πολεως εκεινης ελαφυραγωγησεν ο Ισραηλ εις εαυτον, κατα τον λογον του Κυριου, τον οποιον προσεταξεν εις τον Ιησουν.
28 Josué brûla Aï et il en fit pour toujours un tas de ruines, comme on le voit encore aujourd’hui.28 Και κατεκαυσεν ο Ιησους την Γαι, και κατεστησεν αυτην σωρον παντοτεινον αοικητον εως της ημερας ταυτης.
29 Il fit pendre à un arbre le roi d’Aï et le laissa là jusqu’au soir. Au coucher du soleil Josué commanda de descendre le cadavre de l’arbre; on le jeta à l’entrée de la porte de la ville et on éleva sur lui un grand tas de pierres qui se voit encore aujourd’hui.29 Τον δε βασιλεα της Γαι εκρεμασεν επι ξυλου εως εσπερας? και ως εδυσεν ο ηλιος, προσεταξεν ο Ιησους και κατεβιβασαν το πτωμα αυτου απο του ξυλου, και ερριψαν αυτο εις την εισοδον της πυλης της πολεως, και υψωσαν επ' αυτου σωρον λιθων μεγαν, οστις μενει εως της σημερον.
30 Josué dressa alors sur le mont Ébal, un autel en l’honneur de Yahvé, le Dieu d’Israël,30 Τοτε ωκοδομησεν ο Ιησους θυσιαστηριον εις Κυριον τον Θεον του Ισραηλ επι το ορος Εβαλ,
31 C’était un autel de pierres brutes qui n’avaient pas été taillées par le fer, comme Moïse le serviteur de Yahvé l’avait ordonné aux Israélites, et comme il est écrit dans le livre de la Loi de Moïse. On disposa sur l’autel des holocaustes en l’honneur de Yahvé et l’on offrit des sacrifices de communion.31 καθως ο Μωυσης ο δουλος του Κυριου προσεταξε τους υιους Ισραηλ, κατα το γεγραμμενον εν τω βιβλιω του νομου του Μωυσεως, θυσιαστηριον εκ λιθων ολοκληρων, επι των οποιων σιδηρος δεν επεβληθη? και προσεφεραν επ' αυτο ολοκαυτωματα προς τον Κυριον και εθυσιασαν ειρηνικας προσφορας.
32 Josué écrivit là sur les pierres une copie de la Loi que Moïse avait écrite en présence des Israélites.32 Και εγραψεν εκει επι τους λιθους το αντιγραφον του νομου του Μωυσεως, τον οποιον ειχε γραψει ενωπιον των υιων Ισραηλ.
33 Tout Israël, avec ses anciens, ses scribes et ses juges, était là rangé sur les deux côtés de l’Arche, faisant face aux prêtres lévites qui portaient l’Arche de l’Alliance de Yahvé. L’étranger s’y mêlait avec l’homme du pays. Une moitié se tenait du côté du mont Garizim, l’autre moitié du côté du mont Ébal, selon l’ordre que Moïse, le serviteur de Yahvé, avait donné autrefois pour la bénédiction du peuple d’Israël.33 Και πας ο Ισραηλ και οι πρεσβυτεροι αυτων και οι αρχοντες και οι κριται αυτων εσταθησαν εντευθεν και εντευθεν της κιβωτου απεναντι των ιερεων των Λευιτων, των βασταζοντων την κιβωτον της διαθηκης του Κυριου, και ο ξενος και ο αυτοχθων? το ημισυ αυτων προς το ορος Γαριζιν και το ημισυ αυτων προς το ορος Εβαλ? καθως προτερον προσεταξεν ο Μωυσης ο δουλος του Κυριου, δια να ευλογησωσι τον λαον του Ισραηλ.
34 Josué lut toutes les paroles de la Loi, la bénédiction et la malédiction, comme il est écrit dans le livre de la Loi.34 Και μετα ταυτα ανεγνωσε παντας τους λογους του νομου, τας ευλογιας και τας καταρας, κατα παντα τα γεγραμμενα εν τω βιβλιω του νομου.
35 Josué lut les instructions de Moïse, sans aucune exception, en présence de la communauté d’Israël, en présence des femmes, des enfants et des étrangers qui vivaient au milieu d’eux.35 Δεν ητο λογος εκ παντων οσα προσεταξεν ο Μωυσης, τον οποιον ο Ιησους δεν ανεγνωσεν ενωπιον πασης της συναγωγης του Ισραηλ, μετα των γυναικων και των παιδιων και των ξενων των παρευρισκομενων μεταξυ αυτων.