Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

Premier livre des Chroniques 21


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Satan voulut jeter le trouble en Israël, aussi poussa-t-il David à recenser Israël.1 Αλλ' ο Σατανας ηγερθη κατα του Ισραηλ, και παρεκινησε τον Δαβιδ να απαριθμηση τον Ισραηλ.
2 David dit à Joab et aux chefs du peuple: “Allez recenser Israël depuis Bersabée jusqu’à Dan, puis revenez me faire connaître le nombre des habitants. “2 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ιωαβ και προς τους αρχοντας του λαου, Υπαγετε, απαριθμησατε τον Ισραηλ, απο Βηρ-σαβεε εως Δαν, και φερετε προς εμε, δια να μαθω, τον αριθμον αυτων.
3 Joab dit: “Que Yahvé multiplie son peuple par cent, mon seigneur le roi; ne sont-ils pas tous tes serviteurs? Mais pourquoi mon seigneur fait-il ce recensement? Pourquoi faire courir à Israël les risques d’une telle faute?”3 Ο δε Ιωαβ απεκριθη, Ο Κυριος να προσθεση επι τον λαον αυτου εκατονταπλασιον αφ' ο, τι ειναι αλλα, κυριε μου βασιλευ, δεν ειναι παντες δουλοι του κυριου μου; δια τι ο κυριος μου επιθυμει τουτο; δια τι να γεινη τουτο αμαρτημα εις τον Ισραηλ;
4 Cependant le roi imposa cet ordre à Joab, et Joab partit. Après avoir parcouru tout Israël, il rentra à Jérusalem.4 Ο λογος ομως του βασιλεως υπερισχυσεν επι τον Ιωαβ. Και ανεχωρησεν ο Ιωαβ, και περιελθων απαντα τον Ισραηλ επεστρεψεν εις Ιερουσαλημ.
5 Joab donna alors à David les chiffres du recensement de la population: dans tout Israël ils étaient 1 100 000 hommes capables de tirer l’épée, et Juda comptait 470 000 hommes capables de tirer l’épée.5 Και εδωκεν ο Ιωαβ το κεφαλαιον της απαριθμησεως του λαου εις τον Δαβιδ. Και πας ο Ισραηλ ησαν χιλιαι χιλιαδες και εκατον χιλιαδες ανδρων συροντων μαχαιραν? ο δε Ιουδας, τετρακοσιαι εβδομηκοντα χιλιαδες ανδρων συροντων μαχαιραν.
6 Comme Joab désapprouvait l’ordre donné par le roi, il n’avait recensé ni Lévi ni Benjamin.6 τους Λευιτας δε και Βενιαμιτας δεν ηριθμησε μεταξυ αυτων? διοτι ο λογος του βασιλεως ητο βδελυκτος εις τον Ιωαβ.
7 Mais Dieu frappa Israël, car tout cela lui avait déplu.7 Και εφανη κακον εις τους οφθαλμους του Θεου το πραγμα τουτο? οθεν επαταξε τον Ισραηλ.
8 Alors David dit à Dieu: “J’ai commis un grave péché en agissant ainsi, mais maintenant je te supplie de me pardonner cette faute, j’ai été vraiment insensé.”8 Τοτε ειπεν ο Δαβιδ προς τον Θεον, Ημαρτησα σφοδρα, πραξας το πραγμα τουτο? αλλα τωρα, δεομαι, αφαιρεσον την ανομιαν του δουλου σου? διοτι εμωρανθην σφοδρα.
9 À ce moment Yahvé parla à Gad, le voyant de David:9 Και ελαλησε Κυριος προς τον Γαδ τον βλεποντα του Δαβιδ, λεγων,
10 “Va dire à David cette parole de Yahvé: Je t’offre trois possibilités, choisis-en une et j’agirai ainsi avec toi.”10 Υπαγε και λαλησον προς τον Δαβιδ, λεγων, ουτω λεγει Κυριος? Τρια πραγματα εγω προβαλλω εις σε? εκλεξον εις σεαυτον εν εκ τουτων, και θελω σοι καμει αυτο.
11 Gad alla trouver David et lui dit: “Yahvé te donne à choisir:11 Ηλθε λοιπον ο Γαδ προς τον Δαβιδ και ειπε προς αυτον, Ουτω λεγει Κυριος? Εκλεξον εις σεαυτον,
12 trois années de famine, ou trois mois durant lesquels tu fuiras devant l’adversaire et l’ennemi te poursuivra, ou trois jours durant lesquels l’épée de Yahvé, la peste, ravagera ta terre et l’ange destructeur de Yahvé répandra la mort sur tout Israël. Maintenant décide: Quelle réponse dois-je porter à Celui qui m’a envoyé.”12 η τρια ετη πεινης, η τρεις μηνας να φθειρησαι εμπροσθεν των πολεμιων σου και να σε προφθανη η μαχαιρα των εχθρων σου, η τρεις ημερας την ρομφαιαν του Κυριου και το θανατικον εν τη γη, και τον αγγελον του Κυριου εξολοθρευοντα εις παντα τα ορια του Ισραηλ. Τωρα λοιπον ιδε ποιον λογον θελω αναφερει προς τον αποστειλαντα με.
13 David dit à Gad: “Le choix est difficile, mais mieux vaut tomber dans les mains de Yahvé que dans les mains des hommes, car grande est sa miséricorde.”13 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Γαδ, Στενα μοι πανταχοθεν σφοδρα? ας πεσω λοιπον εις την χειρα του Κυριου, διοτι οι οικτιρμοι αυτου ειναι πολλοι σφοδρα? εις χειρα δε ανθρωπου ας μη πεσω.
14 Alors Yahvé envoya la peste sur Israël et 70 000 hommes d’Israël moururent.14 Εδωκε λοιπον ο Κυριος θανατικον επι τον Ισραηλ? και επεσον εκ του Ισραηλ εβδομηκοντα χιλιαδες ανδρων.
15 Dieu envoya l’Ange sur Jérusalem pour la détruire, mais au moment où il allait la détruire, Yahvé regarda et revint sur sa décision; il dit à l’Ange destructeur: “Assez! Maintenant retire ta main!” L’ange de Yahvé se tenait près de l’aire d’Ornan le Jébusite.15 Και απεστειλεν ο Θεος αγγελον εις Ιερουσαλημ, δια να εξολοθρευση αυτην? και ενω εξωλοθρευεν, ειδεν ο Κυριος και μετεμεληθη περι του κακου, και ειπε προς τον αγγελον τον εξολοθρευοντα, Αρκει ηδη? συρε την χειρα σου. Ιστατο δε ο αγγελος του Κυριου πλησιον του αλωνιου του Ορναν του Ιεβουσαιου.
16 David leva les yeux et vit l’ange de Yahvé qui se tenait entre ciel et terre, brandissant une épée nue à la main, prêt à détruire Jérusalem. Alors David et les anciens vêtus de sacs tombèrent la face contre terre.16 Και υψωσας ο Δαβιδ τους οφθαλμους αυτου, ειδε τον αγγελον του Κυριου ισταμενον αναμεσον της γης και του ουρανου, εχοντα εν τη χειρι αυτου την ρομφαιαν αυτου γεγυμνωμενην, εκτεταμενην επι Ιερουσαλημ? και επεσεν ο Δαβιδ και οι πρεσβυτεροι, ενδεδυμενοι σακκους, κατα προσωπον αυτων.
17 David dit à Dieu: “N’est-ce pas moi qui ai commandé de recenser le peuple? C’est moi qui ai péché et qui ai commis le mal; mais ceux-là ne sont que le troupeau, qu’ont-ils fait? Yahvé, mon Dieu, que ta main tombe sur moi et sur ma famille, mais épargne à ton peuple cette souffrance!”17 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Θεον, Δεν ειμαι εγω ο προσταξας να απαριθμησωσι τον λαον; εγω βεβαιως ειμαι ο αμαρτησας και πραξας την κακιαν? ταυτα δε τα προβατα τι επραξαν; επ' εμε λοιπον, Κυριε Θεε μου, και επι τον οικον του πατρος μου εστω η χειρ σου, και μη επι τον λαον σου προς απωλειαν.
18 L’ange de Yahvé dit alors à Gad: “David doit monter construire un autel à Yahvé sur l’aire d’Ornan le Jébusite.”18 Τοτε ο αγγελος του Κυριου προσεταξε τον Γαδ να ειπη προς τον Δαβιδ, να αναβη ο Δαβιδ και να στηση θυσιαστηριον εις τον Κυριον εν τω αλωνιω του Ορναν του Ιεβουσαιου.
19 David monta donc selon l’ordre que lui avait donné Gad de la part de Yahvé.19 Και ανεβη ο Δαβιδ, κατα τον λογον του Γαδ, τον οποιον ελαλησεν εν ονοματι Κυριου.
20 C’est alors qu’Ornan aperçut l’ange en se retournant; il se cacha avec ses quatre fils. Ornan était en train de battre le blé20 Και στραφεις ο Ορναν ειδε τον αγγελον? και εκρυφθησαν οι τεσσαρες υιοι αυτου μετ' αυτου. Ο δε Ορναν ηλωνιζε σιτον.
21 quand David s’approcha de lui. Ornan leva les yeux et vit David venir vers lui, il laissa l’aire et, le visage contre terre, il rendit hommage à David.21 Και καθως ηλθεν ο Δαβιδ προς τον Ορναν, αναβλεψας ο Ορναν και ιδων τον Δαβιδ, εξηλθεν εκ του αλωνιου και προσεκυνησε τον Δαβιδ κατα προσωπον εως εδαφους.
22 David dit alors à Ornan: “Vends-moi ton aire à battre pour y construire un autel à Yahvé. Vends-la moi à son vrai prix, afin que la peste se détourne du peuple.”22 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ορναν, Δος μοι τον τοπον του αλωνιου, δια να οικοδομησω εν αυτω θυσιαστηριον εις τον Κυριον? δος μοι αυτον εις την αξιαν τιμην? δια να σταθη η πληγη απο του λαου.
23 Ornan dit à David: “Prends-la et que mon seigneur le roi fasse comme il lui semble juste. Regarde, je donne les bœufs pour les holocaustes, les herses pour le bois et le blé pour l’oblation. Tout cela, je le donne.”23 Και ειπεν ο Ορναν προς τον Δαβιδ, Λαβε αυτο εις σεαυτον, και ας καμη ο κυριος μου ο βασιλευς το αρεστον εις τους οφθαλμους αυτου? Ιδου, διδω τους βοας δια ολοκαυτωμα και τα αλωνικα εργαλεια δια ξυλα και τον σιτον δια προσφοραν εξ αλφιτων? τα παντα διδω.
24 Mais le roi David dit à Ornan: “Non, je dois te l’acheter à son vrai prix. Je ne vais pas prendre pour Yahvé ce qui est à toi et faire des holocaustes qui ne me coûtent rien!”24 Ο δε βασιλευς Δαβιδ ειπε προς τον Ορναν, Ουχι? αλλ' εξαπαντος θελω αγορασει αυτο εις την αξιαν τιμην? διοτι δεν θελω λαβει το σον δια τον Κυριον, ουδε θελω προσφερει ολοκαυτωμα δωρεαν.
25 Aussi David donna donc à Ornan 600 sicles d’or pour l’aire à battre.25 Και εδωκεν ο Δαβιδ εις τον Ορναν, δια τον τοπον, εξακοσιους σικλους χρυσιου κατα βαρος.
26 David fit construire un autel à cet endroit pour Yahvé; il y fit monter la fumée des holocaustes et des sacrifices de communion. Il invoqua Yahvé qui lui répondit par le feu du ciel sur l’autel où se trouvait l’holocauste.26 Και ωκοδομησεν εκει ο Δαβιδ θυσιαστηριον εις τον Κυριον, και προσεφερεν ολοκαυτωματα και ειρηνικας προσφορας και επεκαλεσθη τον Κυριον? και επηκουσεν αυτου, αποστειλας εξ ουρανου πυρ επι το θυσιαστηριον της ολοκαυτωσεως.
27 Après quoi Yahvé ordonna à l’ange de remettre son épée au fourreau.27 Και προσεταξε Κυριος τον αγγελον, και εστρεψε την ρομφαιαν αυτου εις την θηκην αυτης.
28 Voyant que Yahvé lui avait répondu à cet endroit, David continua d’y offrir des sacrifices.28 Κατ' εκεινον τον καιρον, οτε ο Δαβιδ ειδεν οτι ο Κυριος επηκουσεν αυτου εν τω αλωνιω του Ορναν του Ιεβουσαιου, εθυσιασεν εκει.
29 La Demeure de Yahvé que Moïse avait faite dans le désert était alors avec l’autel des holocaustes dans le Haut-Lieu de Gabaon,29 Διοτι η σκηνη του Κυριου, την οποιαν εκαμεν ο Μωυσης εν τη ερημω, και το θυσιαστηριον της ολοκαυτωσεως ησαν κατα τον καιρον εκεινον εν τω υψηλω τοπω εν Γαβαων.
30 mais David avait été tellement effrayé par l’épée de l’ange de Yahvé, qu’il n’y était pas allé pour consulter Dieu.30 Και δεν ηδυνατο ο Δαβιδ να υπαγη ενωπιον αυτης δια να ερωτηση τον Θεον, επειδη εφοβειτο εξ αιτιας της ρομφαιας του αγγελου του Κυριου.