Salmi 104
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
BIBBIA VOLGARE | LXX |
---|---|
1 Al Signore confessate, e invocate il nome suo; raccontate tra le genti l'opere sue. | 1 αλληλουια εξομολογεισθε τω κυριω και επικαλεισθε το ονομα αυτου απαγγειλατε εν τοις εθνεσιν τα εργα αυτου |
2 Cantatelo e laudatelo; narrate tutte le maraviglie sue. | 2 ασατε αυτω και ψαλατε αυτω διηγησασθε παντα τα θαυμασια αυτου |
3 Laudatevi nel nome santo suo; rallegrisi il cuore delli cercanti il Signore. | 3 επαινεισθε εν τω ονοματι τω αγιω αυτου ευφρανθητω καρδια ζητουντων τον κυριον |
4 Cercate il Signore e confessateli; sempre cercate la faccia sua. | 4 ζητησατε τον κυριον και κραταιωθητε ζητησατε το προσωπον αυτου δια παντος |
5 Ricordatevi delle sue maraviglie, che ha fatto; li suoi segnali e gli giudicii della bocca sua. | 5 μνησθητε των θαυμασιων αυτου ων εποιησεν τα τερατα αυτου και τα κριματα του στοματος αυτου |
6 Del seme di Abraam, servo suo; del figliuolo di Iacob, eletto suo. | 6 σπερμα αβρααμ δουλοι αυτου υιοι ιακωβ εκλεκτοι αυτου |
7 Egli è il Signore Iddio nostro; in tutta la terra sono li giudicii suoi. | 7 αυτος κυριος ο θεος ημων εν παση τη γη τα κριματα αυτου |
8 Sempre si ha ricordato del testamento suo; della parola che lui ha comandato in mille generazioni; | 8 εμνησθη εις τον αιωνα διαθηκης αυτου λογου ου ενετειλατο εις χιλιας γενεας |
9 il quale ordinò ad Abraam; e del giuramento fece ad Isaac. | 9 ον διεθετο τω αβρααμ και του ορκου αυτου τω ισαακ |
10 E quello ordinò a Iacob in comandamento, e a Israel in promissione eterna, | 10 και εστησεν αυτην τω ιακωβ εις προσταγμα και τω ισραηλ διαθηκην αιωνιον |
11 dicendo: darotti la terra di Canaan, in divisione della vostra eredità. | 11 λεγων σοι δωσω την γην χανααν σχοινισμα κληρονομιας υμων |
12 Essendo gli suoi abitatori di piccolo numero, e pochissimi, | 12 εν τω ειναι αυτους αριθμω βραχεις ολιγοστους και παροικους εν αυτη |
13 e' passorono di gente in gente, e dal regno a uno altro popolo. | 13 και διηλθον εξ εθνους εις εθνος εκ βασιλειας εις λαον ετερον |
14 Non lasciò nocerli all' uomo; e per loro castigò li re. | 14 ουκ αφηκεν ανθρωπον αδικησαι αυτους και ηλεγξεν υπερ αυτων βασιλεις |
15 Non vogliate toccare li cristi miei; e nei miei profeti non vogliate malignare. | 15 μη απτεσθε των χριστων μου και εν τοις προφηταις μου μη πονηρευεσθε |
16 E chiamò la fame sopra la terra; e spezzò ogni firmamento di pane. | 16 και εκαλεσεν λιμον επι την γην παν στηριγμα αρτου συνετριψεν |
17 Mandò dinanzi a loro l'uomo; in servo fu venduto Iosef. | 17 απεστειλεν εμπροσθεν αυτων ανθρωπον εις δουλον επραθη ιωσηφ |
18 Isbassorono li suoi piedi ne' ceppi; il ferro trapassò l'anima sua, | 18 εταπεινωσαν εν πεδαις τους ποδας αυτου σιδηρον διηλθεν η ψυχη αυτου |
19 insino che venisse la parola sua. Il parlare del Signore infiammò quello; | 19 μεχρι του ελθειν τον λογον αυτου το λογιον κυριου επυρωσεν αυτον |
20 mandò il re, e sciolselo; il principe de' popoli, e lasciò lui. | 20 απεστειλεν βασιλευς και ελυσεν αυτον αρχων λαων και αφηκεν αυτον |
21 Ordinollo in signore della casa sua; e principe di tutta la possessione sua; | 21 κατεστησεν αυτον κυριον του οικου αυτου και αρχοντα πασης της κτησεως αυτου |
22 acciò che ammaestrasse gli suoi principi come sè stesso; e alli suoi vecchi insegnasse prudenza. | 22 του παιδευσαι τους αρχοντας αυτου ως εαυτον και τους πρεσβυτερους αυτου σοφισαι |
23 E Israel entrò in Egitto; e Iacob fu peregrino nella terra di Cam. | 23 και εισηλθεν ισραηλ εις αιγυπτον και ιακωβ παρωκησεν εν γη χαμ |
24 E accrescette il popolo suo molto; e quello firmò sopra li suoi nemici. | 24 και ηυξησεν τον λαον αυτου σφοδρα και εκραταιωσεν αυτον υπερ τους εχθρους αυτου |
25 Convertì loro cuore, per che odiasse il popolo suo, e facesse inganno ne' servi suoi. | 25 μετεστρεψεν την καρδιαν αυτων του μισησαι τον λαον αυτου του δολιουσθαι εν τοις δουλοις αυτου |
26 Mandò Moisè servo suo; Aaron che ha eletto. | 26 εξαπεστειλεν μωυσην τον δουλον αυτου ααρων ον εξελεξατο αυτον |
27 Ne' quali puose le parole de' segni suoi, e delle maraviglie nella terra di Cam. | 27 εθετο εν αυτοις τους λογους των σημειων αυτου και των τερατων εν γη χαμ |
28 Mandò le tenebre, e scurogli; e non adempì li suoi parlari. | 28 εξαπεστειλεν σκοτος και εσκοτασεν και παρεπικραναν τους λογους αυτου |
29 Loro acque convertì in sangue; e uccise loro pesci. | 29 μετεστρεψεν τα υδατα αυτων εις αιμα και απεκτεινεν τους ιχθυας αυτων |
30 E loro terra dette le rane nelle camere secrete delli re loro. | 30 εξηρψεν η γη αυτων βατραχους εν τοις ταμιειοις των βασιλεων αυτων |
31 Disse, e venne la mosca canina; e le mosche piccoline in tutti li suoi confini. | 31 ειπεν και ηλθεν κυνομυια και σκνιπες εν πασι τοις οριοις αυτων |
32 Puose loro pioggie in tempesta; nella loro terra il fuoco ardente. | 32 εθετο τας βροχας αυτων χαλαζαν πυρ καταφλεγον εν τη γη αυτων |
33 E percosse loro vigne e loro fichi; e spezzò il legno de' suoi confini. | 33 και επαταξεν τας αμπελους αυτων και τας συκας αυτων και συνετριψεν παν ξυλον οριου αυτων |
34 Disse, e venne la locusta, e loro figliuoli, de' quali non era numero. | 34 ειπεν και ηλθεν ακρις και βρουχος ου ουκ ην αριθμος |
35 Egli mangiò il fieno nella loro terra; e mangid ogni frutto della loro terra. | 35 και κατεφαγεν παντα τον χορτον εν τη γη αυτων και κατεφαγεν τον καρπον της γης αυτων |
36 E percosse ogni primogenito nella loro terra; le primizie di [ogni] loro fatica. | 36 και επαταξεν παν πρωτοτοκον εν τη γη αυτων απαρχην παντος πονου αυτων |
37 E menolli fuori con argento e auro; e nelle loro tribù non era infermo. | 37 και εξηγαγεν αυτους εν αργυριω και χρυσιω και ουκ ην εν ταις φυλαις αυτων ασθενων |
38 Rallegrossi l'Egitto nel loro partimento; per che sopra loro giacque il loro timore. | 38 ευφρανθη αιγυπτος εν τη εξοδω αυτων οτι επεπεσεν ο φοβος αυτων επ' αυτους |
39 Spargette la nube in loro defensione, e il fuoco acciò a loro lucesse nella notte. | 39 διεπετασεν νεφελην εις σκεπην αυτοις και πυρ του φωτισαι αυτοις την νυκτα |
40 Addimandorono, e venne la coturnice; e satollolli del pane del cielo. | 40 ητησαν και ηλθεν ορτυγομητρα και αρτον ουρανου ενεπλησεν αυτους |
41 Spezzò la pietra, e corsero le acque; andarono li fiumi per il secco. | 41 διερρηξεν πετραν και ερρυησαν υδατα επορευθησαν εν ανυδροις ποταμοι |
42 Però che si arricordò della parola santa sua, ch' ebbe con Abraam servo suo. | 42 οτι εμνησθη του λογου του αγιου αυτου του προς αβρααμ τον δουλον αυτου |
43 E menò il suo popolo con allegrezza, e' suoi eletti con letizia. | 43 και εξηγαγεν τον λαον αυτου εν αγαλλιασει και τους εκλεκτους αυτου εν ευφροσυνη |
44 E a loro dètte le regioni delle genti; e possedettero le fatiche de' popoli; | 44 και εδωκεν αυτοις χωρας εθνων και πονους λαων εκληρονομησαν |
45 acciò osservino le giustificazioni sue, e cerchino la legge sua. | 45 οπως αν φυλαξωσιν τα δικαιωματα αυτου και τον νομον αυτου εκζητησωσιν |