Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Lettera di Giuda - (מכתב יהודה) 11


font
STUTTGARTENSIA-DELITZSCHGREEK BIBLE
1 כִּי הָאֱמוּנָה הִיא חֹסֶן הַבִּטָּחוֹן בַּמְקֻוֶּה וְהוֹכָחַת דְּבָרִים לֹא נִרְאִים1 Ειναι δε η πιστις ελπιζομενων πεποιθησις, βεβαιωσις πραγματων μη βλεπομενων.
2 וּבָהּ נָחֲלוּ הָאָבוֹת עֵדוּת2 Διοτι δια ταυτης ελαβον καλην μαρτυριαν οι πρεσβυτεροι.
3 בָּאֱמוּנָה נָבִין כִּי־הָעוֹלָמוֹת נַעֲשֹוּ בִּדְבַר הָאֱלֹהִים לְמַעַן אֲשֶׁר יֵצֵא הַנִּרְאֶה מִן־הַנֶּעְלָם3 Δια πιστεως εννοουμεν οτι οι αιωνες εκτιθησαν με τον λογον του Θεου, ωστε τα βλεπομενα δεν εγειναν εκ φαινομενων.
4 בָּאֱמוּנָה הִקְרִיב הֶבֶל לֵאלֹהִים זֶבַח טוֹב מִקָּיִן אֲשֶׁר הָיָה־לוֹ לְעֵדוּת כִּי צַדִּיק הוּא בְּהָעִיד אֱלֹהִים עַל־מִנְחֹתָיו וּבָהּ עוֹדֶנּוּ מְדַבֵּר אַחֲרֵי מוֹתוֹ4 Δια πιστεως ο Αβελ προσεφερε προς τον Θεον καλητεραν θυσιαν παρα τον Καιν, δια της οποιας εμαρτυρηθη οτι ητο δικαιος, επειδη ο Θεος εδωκε μαρτυριαν περι των δωρων αυτου, και δι ' αυτης καιτοι αποθανων ετι λαλει.
5 בָּאֱמוּנָה לֻקַּח חֲנוֹךְ לְבִלְתִּי רְאוֹתוֹ הַמָּוֶת וְאֵינֶנּוּ כִּי־לָקַח אֹתוֹ אֱלֹהִים וְהוּעַד עָלָיו לִפְנֵי הִלָּקְחוֹ כִּי אֶת־הָאֱלֹהִים הִתְהַלָּךְ5 Δια πιστεως μετετεθη ο Ενωχ, δια να μη ιδη θανατον, και δεν ευρισκετο, διοτι μετεθεσεν αυτον ο Θεος? επειδη προ της μεταθεσεως αυτου εμαρτυρηθη οτι ευηρεστησεν εις τον Θεον?
6 וּבְלִי אֱמוּנָה לֹא־יוּכַל אִישׁ לִהְיוֹת רָצוּי אֶל־הָאֱלֹהִים כִּי כָל־הַקָּרֵב אֵלָיו צָרִיךְ לְהַאֲמִין כִּי־יֵשׁ אֱלֹהִים וּגְמוּל הוּא מֵשִׁיב לְדֹרְשָׁיו6 χωρις δε πιστεως αδυνατον ειναι να ευαρεστηση τις εις αυτον? διοτι ο προσερχομενος εις τον Θεον πρεπει να πιστευη οτι ειναι και γινεται μισθαποδοτης εις τους εκζητουντας αυτον.
7 בָּאֱמוּנָה בָּנָה נֹחַ בְּיִרְאַת יְהוָֹה אֶת־הַתֵּבָה לְהַצָּלַת בֵּיתוֹ אַחֲרֵי אֲשֶׁר־צֻוָּה עַל־דְּבָרִים לֹא־נִרְאִים עֲדַיִן וַיַּרְשַׁע בָּהּ אֶת־הָעוֹלָם וַיְהִי לְיֹרֵשׁ הַצְּדָקָה עֵקֶב הָאֱמוּנָה7 Δια πιστεως ο Νωε, ειδοποιηθεις θεοθεν περι των μη βλεπομενων ετι, εφοβηθη και κατεσκευασε κιβωτον προς σωτηριαν του οικου αυτου, δι' ης κατεκρινε τον κοσμον και εγεινε κληρονομος της δια πιστεως δικαιοσυνης.
8 בָּאֱמוּנָה שָׁמַע אַבְרָהָם כַּאֲשֶׁר נִקְרָא לָלֶכֶת אֶל־הָאָרֶץ אֲשֶׁר יִירָשֶׁנָּה וַיֵּצֵא וְלֹא־יָדַע אָנָה יָבוֹא8 Δια πιστεως υπηκουσεν ο Αβρααμ, οτε εκαλειτο να εξελθη εις τον τοπον τον οποιον εμελλε να λαβη εις κληρονομιαν, και εξηλθε μη εξευρων που υπαγει.
9 בָּאֱמוּנָה הָיָה גֵר בְּאֶרֶץ הַהַבְטָחָה כְּמוֹ בְנָכְרִיָּה וַיֵּשֶׁב בְּאֹהָלִים הוּא וְיִצְחָק וְיַעֲקֹב אֲשֶׁר־יָרְשׁוּ עִמּוֹ הַהַבְטָחָה הַהִיא9 Δια πιστεως παρωκησεν εις την γην της επαγγελιας ως ξενην, κατοικησας εν σκηναις μετα Ισαακ και Ιακωβ των συγκληρονομων της αυτης επαγγελιας?
10 כִּי־חִכָּה לָעִיר אֲשֶׁר יְסוֹדָהּ נֶאֱמָן וּבוֹנָהּ וּמְכוֹנְנָהּ הָאֱלֹהִים10 διοτι περιεμενε την πολιν την εχουσαν τα θεμελια, της οποιας τεχνιτης και δημιουργος ειναι ο Θεος.
11 בָּאֱמוּנָה שָׂרָה גַם־הִיא קִבְּלָה הַכֹּחַ לְהַזְרִיעַ וַתֵּלֶד אַחֲרֵי בְלֹתָהּ כִּי־חָשְׁבָה לְנֶאֱמָן אֶת־הַמַּבְטִיחַ11 Δια πιστεως και αυτη η Σαρρα ελαβε δυναμιν εις το να συλλαβη σπερμα και παρα καιρον ηλικιας εγεννησεν, επειδη εστοχασθη πιστον τον υποσχεθεντα.
12 עַל־כֵּן מֵאֶחָד אֲשֶׁר כִּמְעַט מֵת גּוּפוֹ יָצְאוּ כְּכוֹכְבֵי הַשָּׁמַיִם לָרֹב וְכַחוֹל אֲשֶׁר עַל־שְׂפַת הַיָּם אֲשֶׁר לֹא יִסָּפֵר12 Δια τουτο και εξ ενος, μαλιστα νενεκρωμενου, εγεννηθησαν καθως τα αστρα του ουρανου κατα το πληθος, και ως η αμμος η παρα το χειλος της θαλασσης, ητις δεν δυναται να αριθμηθη.
13 כְּפִי אֱמוּנָה מֵתוּ כָל־אֵלֶּה וְלֹא הִשִּׂיגוּ אֶת־הַהַבְטָחוֹת רַק מֵרָחוֹק רָאוּ אוֹתָן וַיִּבְטְחוּ וַיִּשְׂמְחוּ לִקְרָאתָן וַיּוֹדוּ כִּי־גֵרִים הֵם וְתוֹשָׁבִים בָּאָרֶץ13 Εν πιστει απεθανον ουτοι παντες, μη λαβοντες τας επαγγελιας, αλλα μακροθεν ιδοντες αυτας και πεισθεντες και εγκολπωθεντες και ομολογησαντες οτι ειναι ξενοι και παρεπιδημοι επι της γης.
14 הֲלֹא הַמְדַבְּרִים כָּזֹאת יוֹדִיעוּ כִּי־הֵם מְבַקְשֵׁי אֶרֶץ מוֹשָׁב14 Διοτι οι λεγοντες τοιαυτα δεικνυουσιν οτι ζητουσι πατριδα.
15 וְאִם־הָיְתָה דַעְתָּם עַל־הָאָרֶץ הַהִיא אֲשֶׁר יָצְאוּ מִמֶּנָּה הֲלֹא־הָיָה בְיָדָם לָשׁוּב אֵלֶיהָ15 Και εαν μεν ενεθυμουντο εκεινην, εξ ης εξηλθον, ηθελον ευρει καιρον να επιστρεψωσι?
16 אָכֵן נִכְסְפוּ לְמוֹשָׁב טוֹב מִמֶּנּוּ וְהוּא בַּשָּׁמָיִם וְעַל־כֵּן לֹא בוֹשׁ הָאֱלֹהִים לְהִקָּרֵא אֱלֹהֵיהֶם כִּי־הֵכִין לָהֶם עִיר16 τωρα ομως επιθυμουσι καλητεραν, τουτεστιν επουρανιον. Δια τουτο ο Θεος δεν επαισχυνεται αυτους να λεγηται Θεος αυτων, διοτι ητοιμασε δι' αυτους πολιν.
17 בָּאֱמוּנָה הֶעֱלָה אַבְרָהָם אֶת־יִצְחָק כַּאֲשֶׁר נֻסָּה וְאֶת־יְחִידוֹ הִקְרִיב הַמְקַבֵּל אֶת־הַהַבְטָחוֹת17 Δια πιστεως ο Αβρααμ, οτε εδοκιμαζετο, προσεφερε τον Ισαακ, και τον μονογενη αυτου προσεφερεν εκεινος οστις ανεδεχθη τας επαγγελιας,
18 אֲשֶׁר נֶאֱמַר־לוֹ כִּי בְיִצְחָק יִקָּרֵא לְךָ זָרַע18 προς τον οποιον ελαληθη οτι εν Ισαακ θελει κληθη εις σε σπερμα,
19 וַיַּחֲשֹׁב בְּלִבּוֹ כִּי יָכוֹל יוּכַל אֱלֹהִים לְהַחֲיוֹת גַּם אֶת־הַמֵּתִים עַל־כֵּן גַּם־הוּשַׁב אֵלָיו לִהְיוֹת לְמָשָׁל19 συλλογισθεις οτι ο Θεος δυναται και εκ νεκρων να ανεγειρη? εξ ων και ελαβεν αυτον οπισω παραβολικως.
20 בָּאֱמוּנָה בֵּרַךְ יִצְחָק אֶת־יַעֲקֹב וְאֶת־עֵשָׂו וַיְדַבֵּר עַל־הָעֲתִידוֹת20 Δια πιστεως ο Ισαακ ηυλογησε τον Ιακωβ και τον Ησαυ περι των μελλοντων.
21 בָּאֱמוּנָה בֵּרַךְ יַעֲקֹב אֶת־שְׁנֵי בְנֵי־יוֹסֵף לִפְנֵי מוֹתוֹ וַיִּשְׁתַּחוּ עַל־רֹאשׁ הַמַּטֶּה21 Δια πιστεως ο Ιακωβ αποθνησκων ηυλογησεν εκαστον των υιων του Ιωσηφ και προσεκυνησεν επιστηριζομενος επι το ακρον της ραβδου αυτου.
22 בָּאֱמוּנָה הִזְכִּיר יוֹסֵף בִּקְרָב־קִצּוֹ אֶת־יְצִיאַת בְּנֵי יִשְׂרָאֵל וַיְצַו עַל־אֹדוֹת עַצְמוֹתָיו22 Δια πιστεως ο Ιωσηφ αποθνησκων προανηγγειλε περι της εξοδου των υιων Ισραηλ και παρηγγειλε περι των οστεων αυτου.
23 בָּאֱמוּנָה הִצְפִּינוּ אֶת־משֶׁה אֲבוֹתָיו שְׁלשָׁה יְרָחִים אַחֲרֵי הִוָּלְדוֹ כִּרְאֹתָם אֶת־הַיֶּלֶד כִּי־טוֹב הוּא וְלֹא יָרְאוּ אֶת־מִצְוַת הַמֶּלֶךְ23 Δια πιστεως ο Μωυσης, αφου εγεννηθη, εκρυφθη τρεις μηνας υπο των γονεων αυτου, διοτι ειδον κεχαριτωμενον το παιδιον, και δεν εφοβηθησαν το διαταγμα του βασιλεως.
24 בָּאֱמוּנָה מֵאֵן משֶׁה כַּאֲשֶׁר גָּדֵל לְהִקָּרֵא בֵן לְבַת־פַּרְעֹה24 Δια πιστεως ο Μωυσης, αφου εμεγαλωσεν, ηρνηθη να λεγηται υιος της θυγατρος του Φαραω,
25 וַיִּבְחַר לִסְבֹּל אֶת־עֳנִי עַם־אֱלֹהִים מִלְּהִתְעַנֵּג לְשָׁעָה בְּתַעֲנוּגֵי הַחֵטְא25 προκρινας μαλλον να κακουχηται με τον λαον του Θεου παρα να εχη προσκαιρον απολαυσιν αμαρτιας,
26 בְּחָשְׁבוֹ אֶת־חֶרְפַּת הַמָּשִׁיחַ לְעשֶׁר גָּדוֹל מֵאֹצְרוֹת מִצְרָיִם כִּי הִבִּיט אֶל־הַגְּמוּל26 κρινας τον υπερ του Χριστου ονειδισμον μεγαλητερον πλουτον παρα τους εν Αιγυπτω θησαυρους? διοτι απεβλεπεν εις την μισθαποδοσιαν.
27 בָּאֱמוּנָה עָזַב אֶת־אֶרֶץ מִצְרַיִם וְלֹא יָרֵא מֵחֲמַת הַמֶּלֶךְ כִּי הָיָה כְּרֹאֶה אֲשֶׁר־אֵינֶנּוּ נִרְאֶה וַיִּתְחַזָּק27 Δια πιστεως αφηκε την Αιγυπτον, μη φοβηθεις τον θυμον του βασιλεως? διοτι ως βλεπων τον αορατον ενεκαρτερησε.
28 בָּאֱמוּנָה עָשָׂה אֶת־הַפֶּסַח וּנְתִינַת הַדָּם לְמַעַן אֲשֶׁר לֹא־יִגַּע הַמַּשְׁחִית בִּבְכוֹרֵיהֶם28 Δια πιστεως εκαμε το πασχα και την προσχυσιν του αιματος, δια να μη εγγιση αυτους ο εξολοθρευων τα πρωτοτοκα.
29 בָּאֱמוּנָה עָבְרוּ אֶת־יַם־סוּף בַּיַּבָּשָׁה אֲשֶׁר נִסּוּ מִצְרַיִם גַּם־הֵמָּה לַעֲבָר־בּוֹ וַיְטֻבָּעוּ29 Δια πιστεως διεβησαν την Ερυθραν θαλασσαν ως δια ξηρας, την οποιαν δοκιμασαντες οι Αιγυπτιοι κατεποντισθησαν.
30 בָּאֱמוּנָה נָפְלוּ חוֹמוֹת יְרִיחוֹ אַחֲרֵי הִקִּיפוּ אוֹתָן שִׁבְעַת יָמִים30 Δια πιστεως επεσον τα τειχη της Ιεριχω, αφου εκυκλωθησαν επι επτα ημερας.
31 בָּאֱמוּנָה לֹא אָבְדָה רָחָב הַזּוֹנָה עִם־הַסּוֹרְרִים כִּי־אָסְפָה אֶת־הַמְרַגְּלִים אֶל־בֵּיתָהּ בְּשָׁלוֹם31 Δια πιστεως η πορνη Ρααβ δεν συναπωλεσθη με τους απειθησαντας, δεχθεισα τους κατασκοπους με ειρηνην.
32 וּמָה אֹמַר עוֹד הֵן תִּקְצַר־לִי הָעֵת אִם־אֲסַפֵּר מַעֲשֵׂי גִדְעוֹן וּבָרָק וְשִׁמְשׁוֹן וְיִפְתָּח וְדָוִד וּשְׁמוּאֵל וְהַנְּבִיאִים32 Και τι ετι να λεγω; Διοτι θελει με λειψει ο καιρος διηγουμενον περι Γεδεων, Βαρακ τε και Σαμψων και Ιεφθαε, Δαβιδ τε και Σαμουηλ και των προφητων,
33 אֲשֶׁר בָּאֱמוּנָה כִּבְּשׁוּ מַמְלָכוֹת וּפָעֲלוּ צֶדֶק וְהִשִּׂיגוּ הַבְטָחוֹת וְסָכְרוּ פִּי אֲרָיוֹת33 οιτινες δια της πιστεως κατεπολεμησαν βασιλειας, ειργασθησαν δικαιοσυνην, επετυχον τας επαγγελιας, εφραξαν στοματα λεοντων,
34 וְכִבּוּ גְּבוּרַת הָאֵשׁ וְנִמְלְטוּ מִפִּי הַחֶרֶב וְהִתְחַזְּקוּ מֵחָלְיָם וְעָשֹוּ חַיִל בַּמִּלְחָמָה וְהִפִּילוּ מַחֲנוֹת זָרִים34 εσβεσαν δυναμιν πυρος, εφυγον στοματα μαχαιρας, ενεδυναμωθησαν απο ασθενειας, εγειναν ισχυροι εν πολεμω, ετρεψαν εις φυγην στρατευματα αλλοτριων.
35 נָשִׁים לָקְחוּ אֶת־מֵתֵיהֶן כִּי קָמוּ מִן הַמֵּתִים וַאֲחֵרִים רֻטְּשׁוּ בְעִנּוּיִם וְלֹא אָבוּ לְהִנָּצֵל לְמַעַן יִזְכּוּ לִתְחִיָּה טוֹבָה מִמֶּנָּה35 Ελαβον γυναικες τους νεκρους αυτων αναστηθεντας? αλλοι δε εβασανισθησαν, μη δεχθεντες την απολυτρωσιν, δια να αξιωθωσι καλητερας αναστασεως?
36 מֵהֶם נֻסּוּ בְּלַעַג וָקֶלֶס וּבְמַכּוֹת וְגַם־נִמְסְרוּ לְכֶבֶל וּמַסְגֵּר36 αλλοι δε εδοκιμασαν εμπαιγμους και μαστιγας, ετι δε και δεσμα και φυλακην?
37 נִסְקְלוּ בָאֲבָנִים נֻסְּרוּ בַמְּגֵרָה נִבְחֲנוּ בְיִסּוּרִים מֵתוּ לְפִי־חָרֶב וַיָּנֻעוּ עֲטוּפֵי עוֹרֹת כְּבָשִׂים וְעִזִּים בְּחֹסֶר וּבְעֹצֶר רָעָה וְיָגוֹן37 ελιθοβοληθησαν, επριονισθησαν, επειρασθησαν, με σφαγην μαχαιρας απεθανον, περιεπλανηθησαν με δερματα προβατων, με δερματα αιγων? υστερουμενοι, θλιβομενοι, κακουχουμενοι,
38 אֲשֶׁר הָעוֹלָם לֹא־הָיָה כְדַאי לָהֶם הֵם תָּעוּ בַּמִּדְבָּר וּבֶהָרִים וּבַמְּעָרוֹת וּבִנְקִיקֵי הָאָרֶץ38 των οποιων δεν ητο αξιος ο κοσμος, πλανωμενοι εν ερημιαις και ορεσι και σπηλαιοις και ταις τρυπαις της γης.
39 וְכָל־אֵלֶּה אַף כִּי־הָיְתָה לָהֶם הָעֵדוּת בִּגְלַל אֱמוּנָתָם לֹא קִבְּלוּ אֶת־הַהַבְטָחָה39 Και ουτοι παντες αν και ελαβον καλην μαρτυριαν δια της πιστεως, δεν απηλαυσαν την επαγγελιαν,
40 לְמַעַן אֲשֶׁר לֹא־יֻשְׁלְמוּ בִּלְעָדֵינוּ כִּי צָפָה לָנוּ אֱלֹהִים מִקֶּדֶם טוֹבָה יְתֵרָה40 διοτι ο Θεος προεβλεψε καλυτερον τι περι ημων, δια να μη λαβωσι την τελειοτητα χωρις ημων.