Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Prima lettera ai Tessalonicesi - (מכתב ראשון לסלוניקים) 14


font
STUTTGARTENSIA-DELITZSCHGREEK BIBLE
1 וְאֶת־הֶחָלוּשׁ בָּאֱמוּנָה אוֹתוֹ קַבֵּלוּ וְלֹא לָדִין אֶת־הַמַּחֲשָׁבוֹת1 Τον δε ασθενουντα κατα την πιστιν προσδεχεσθε, ουχι εις φιλονεικιας διαλογισμων.
2 יֵשׁ מַאֲמִין כִּי נָכוֹן לֶאֱכֹל כָּל־דָּבָר וְהֶחָלוּשׁ יֹאכַל רַק אֶת־הַיָּרָק2 Αλλος μεν πιστευει οτι δυναται να τρωγη παντα, ο δε ασθενων τρωγει λαχανα.
3 הָאֹכֵל אַל־יִבֶז אֶת־אֲשֶׁר לֹא יֹאכֵל וַאֲשֶׁר לֹא יֹאכַל אַל־יָדִין אֶת־הָאֹכֵל כִּי־קִבֵּל אֹתוֹ הָאֱלֹהִים3 Ο τρωγων ας μη καταφρονη τον μη τρωγοντα, και ο μη τρωγων ας μη κρινη τον τρωγοντα? διοτι ο Θεος προσεδεχθη αυτον.
4 מִי אַתָּה כִּי תָדִין אֶת־עֶבֶד הָאַחֵר הֵן לַאדֹנָיו הוּא יָקוּם אוֹ יִפֹּל אֲבָל יוּקַם כִּי־יָכֹל הָאֱלֹהִים לַהֲקִימוֹ4 Συ τις εισαι οστις κρινεις ξενον δουλον; εις τον ιδιον αυτου κυριον ισταται η πιπτει? θελει ομως σταθη, διοτι ο Θεος ειναι δυνατος να στηση αυτον.
5 יֵשׁ מַבְדִּיל בֵּין־יוֹם לְיוֹם וְיֵשׁ אֲשֶׁר כָּל־הַיָּמִים שָׁוִים בְּעֵינָיו וִיהִי כָל־אִישׁ נָכוֹן בְּדַעְתּוֹ5 Αλλος μεν κρινει μιαν ημεραν αγιωτεραν παρα αλλην ημεραν, αλλος δε κρινει ισην πασαν ημεραν. Ας ηναι εκαστος πεπληροφορημενος εις τον ιδιον αυτου νουν.
6 הַשֹּׁמֵר אֶת־הַיּוֹם לָאָדוֹן שֹׁמֵר אֹתוֹ וַאֲשֶׁר אֵינֶנּוּ שֹׁמֵר אֶת־הַיּוֹם לָאָדוֹן אֵינֶנּוּ שֹׁמֵר הָאֹכֵל לָאָדוֹן הוּא אֹכֵל כִּי מוֹדֶה הוּא לֵאלֹהִים וַאֲשֶׁר אֵינֶנּוּ אֹכֵל לָאָדוֹן אֵינֶנּוּ אֹכֵל וּמוֹדֶה הוּא לֵאלֹהִים6 Ο παρατηρων την ημεραν παρατηρει αυτην δια τον Κυριον, και ο μη παρατηρων την ημεραν δια τον Κυριον δεν παρατηρει αυτην. Ο τρωγων δια τον Κυριον τρωγει? διοτι ευχαριστει εις τον Θεον. Και ο μη τρωγων δια τον Κυριον δεν τρωγει, και ευχαριστει εις τον Θεον.
7 כִּי אֵין־אִישׁ מֵאִתָּנוּ אֲשֶׁר יִחְיֶה לְנַפְשׁוֹ וְאֵין אִישׁ אֲשֶׁר יָמוּת לְנַפְשׁוֹ7 Διοτι ουδεις εξ ημων ζη δι' εαυτον και ουδεις αποθνησκει δι' εαυτον.
8 כִּי כַּאֲשֶׁר נִחְיֶה נִחְיֶה לָאָדוֹן וְכַאֲשֶׁר נָמוּת נָמוּת לָאָדוֹן לָכֵן אִם־נִחְיֶה וְאִם נָמוּת לָאָדוֹן הִנֵּנוּ8 Επειδη εαν τε ζωμεν, δια τον Κυριον ζωμεν? εαν τε αποθνησκωμεν, δια τον Κυριον αποθνησκομεν. Εαν τε λοιπον ζωμεν, εαν τε αποθνησκωμεν, του Κυριου ειμεθα.
9 כִּי לָזֹאת מֵת הַמָּשִׁיחַ וַיָּקָם וַיֶּחִי לְמַעַן יִהְיֶה אָדוֹן גַּם עַל־הַמֵּתִים גַּם עַל־הַחַיִּים9 Επειδη δια τουτο ο Χριστος και απεθανε και ανεστη και ανεζησε, δια να ηναι Κυριος και νεκρων και ζωντων.
10 וְאַתָּה לָמָּה־זֶּה תָדִין אֶת־אָחִיךָ אוֹ אַתָּה לָמָּה תָבוּז לְאָחִיךָ הֲלֹא כֻלָּנוּ עֲתִידִים לַעֲמֹד לִפְנֵי כִסֵּא דִּין הַמָּשִׁיחַ10 Συ δε δια τι κρινεις τον αδελφον σου; η και συ δια τι εξουθενεις τον αδελφον σου; επειδη παντες ημεις θελομεν παρασταθη εις το βημα του Χριστου.
11 כִּי כָתוּב חַי־אָנִי נְאֻם יְהוָֹה כִּי לִי תִכְרַע כָּל־בֶּרֶךְ וְכָל־לָשׁוֹן תּוֹדֶה לֵאלֹהִים11 Διοτι ειναι γεγραμμενον? Ζω εγω, λεγει Κυριος, οτι εις εμε θελει καμψει παν γονυ, και πασα γλωσσα θελει δοξολογησει τον Θεον.
12 הִנֵּה־נָא כָּל־אֶחָד מִמֶּנּוּ עַל־נַפְשׁוֹ יִתֵּן חֶשְׁבּוֹן לֵאלֹהִים12 Αρα λοιπον εκαστος ημων περι εαυτου θελει δωσει λογον εις τον Θεον.
13 לָכֵן אַל־נָדִין עוֹד אִישׁ אֶת־רֵעֵהוּ כִּי אִם־זֶה יְהִי דִינְכֶם שֶׁלֹּא־יִתֵּן אִישׁ לִפְנֵי אָחִיו מִכְשׁוֹל אוֹ מוֹקֵשׁ13 Λοιπον ας μη κρινωμεν πλεον αλληλους, αλλα τουτο κρινατε μαλλον, το να μη βαλλητε προσκομμα εις τον αδελφον η σκανδαλον.
14 יָדַעְתִּי וּמֻבְטָח אֲנִי בָּאָדוֹן יֵשׁוּעַ כִּי־אֵין דָּבָר טָמֵא בִּפְנֵי עַצְמוֹ וְרַק־טָמֵא הוּא לְמִי שֶׁיַּחְשְׁבֶנּוּ לוֹ לְטָמֵא14 Εξευρω και ειμαι πεπεισμενος εν Κυριω Ιησου οτι ουδεν υπαρχει ακαθαρτον αφ' εαυτου ειμη εις τον οστις στοχαζεται τι οτι ειναι ακαθαρτον, εις εκεινον ειναι ακαθαρτον.
15 וְאִם־יֵעָצֵב אָחִיךָ עַל־דְּבַר הָאֹכֶל אֵינְךָ מִתְהַלֵּךְ עוֹד בְּדֶרֶךְ הָאַהֲבָה אַל־נָא תְאַבֵּד בְּאָכְלְךָ אֶת־אֲשֶׁר בַּעֲדוֹ מֵת הַמָּשִׁיחַ15 Εαν ομως ο αδελφος σου λυπηται δια φαγητον, δεν περιπατεις πλεον κατα αγαπην? μη φερε εις απωλειαν με το φαγητον σου εκεινον, υπερ του οποιου ο Χριστος απεθανεν.
16 לָכֵן הִזָּהֵרוּ פֶּן־יִהְיֶה טוּבְכֶם לְגִדּוּפִים16 Ας μη βλασφημηται λοιπον το αγαθον σας.
17 כִּי־מַלְכוּת הָאֱלֹהִים אֵינֶנָּה אֲכִילָה וּשְׁתִיָּה כִּי־צְדָקָה הִיא וְשָׁלוֹם וְשִׂמְחָה בְּרוּחַ הַקֹּדֶשׁ17 Διοτι η βασιλεια του Θεου δεν ειναι βρωσις και ποσις, αλλα δικαιοσυνη και ειρηνη και χαρα εν Πνευματι Αγιω?
18 וְהָעֹבֵד בָּאֵלֶּה אֶת־הַמָּשִׁיחַ רָצוּי הוּא לֵאלֹהִים וּבָחוּן לָאֲנָשִׁים18 επειδη ο δουλευων εν τουτοις τον Χριστον ευαρεστει εις τον Θεον και ευδοκιμει παρα τοις ανθρωποις.
19 וְעַתָּה נִרְדְּפָה דֶּרֶךְ הַשָּׁלוֹם וְדֶרֶךְ הִבָּנוֹת יַחַד אִישׁ מֵרֵעֵהוּ19 Αρα λοιπον ας ζητωμεν τα προς την ειρηνην και τα προς την οικοδομην αλληλων.
20 אַל־תַּהֲרוֹס אֶת־מַעֲשֵׂה אֱלֹהִים עַל־דְּבַר מַאֲכָל הֵן הַכֹּל טָהוֹר הוּא אֲבָל רַע לָאָדָם אֲשֶׁר יֹאכְלֶנּוּ בְּמִכְשֹׁל לִבּוֹ20 Μη καταστρεφε το εργον του Θεου δια φαγητον. Παντα μεν ειναι καθαρα, κακον ομως ειναι εις τον ανθρωπον οστις τρωγει με σκανδαλον.
21 טוֹב שֶׁלֹּא־תֹאכַל בָּשָׂר וְלֹא־תִשְׁתֶּה יָיִן וְלֹא־תַעֲשֶׂה דָבָר אֲשֶׁר יִתְנַגֶּף־בּוֹ אָחִיךָ אוֹ יִכָּשֵׁל אוֹ יֶחֱלָשׁ21 Καλον ειναι το να μη φαγης κρεας μηδε να πιης οινον μηδε να πραξης τι, εις το οποιον ο αδελφος σου προσκοπτει η σκανδαλιζεται η ασθενει.
22 יֵשׁ לְךָ אֱמוּנָה תְּהִי־לְךָ לְבַדְּךָ לִפְנֵי הָאֱלֹהִים אַשְׁרֵי מִי שֶׁלֹּא יָדִין אֶת־נַפְשׁוֹ בַּדָּבָר אֲשֶׁר כָּשֵׁר בְּעֵינָיו22 Συ πιστιν εχεις; εχε αυτην εντος σου ενωπιον του Θεου? μακαριος οστις δεν κατακρινει εαυτον εις εκεινο, το οποιον αποδεχεται.
23 וַאֲשֶׁר לוֹ סָפֵק בְּאָכְלוֹ נֶאְשָׁם כִּי לֹא עָשָׂה מֵאֱמוּנָה וְכָל־אֲשֶׁר נַעֲשָׂה מִבְּלִי אֱמוּנָה חֵטְא הוּא23 Οστις ομως αμφιβαλλει, κατακρινεται, εαν φαγη, διοτι δεν τρωγει εκ πιστεως? και παν ο, τι δεν γινεται εκ πιστεως, ειναι αμαρτια.