1 אֶחָי חֵפֶץ לְבָבִי וּתְפִלָּתִי לֵאלֹהִים בְּעַד יִשְׂרָאֵל אֲשֶׁר יִוָּשֵׁעוּ | 1 Αδελφοι, η επιθυμια της καρδιας μου και η δεησις η προς τον Θεον υπερ του Ισραηλ ειναι δια την σωτηριαν αυτων? |
2 כִּי מֵעִיד אֲנִי עֲלֵיהֶם שֶׁיֵּשׁ לָהֶם קִנְאָה לֵאלֹהִים אַךְ לֹא־בְדָעַת | 2 διοτι μαρτυρω περι αυτων οτι εχουσι ζηλον Θεου, αλλ' ουχι κατ' επιγνωσιν. |
3 כִּי אֶת־צִדְקַת אֱלֹהִים לֹא יָדָעוּ וַיְבַקְשׁוּ לְהָקִים אֶת־צִדְקָתָם וּבַעֲבוּר זֹאת לְצִדְקַת אֱלֹהִים לֹא נִכְנָעוּ | 3 Επειδη μη γνωριζοντες την δικαιοσυνην του Θεου, και ζητουντες να συστησωσι την ιδιαν αυτων δικαιοσυνην, δεν υπεταχθησαν εις την δικαιοσυνην του Θεου. |
4 כִּי הַמָּשִׁיחַ הוּא תַּכְלִית הַתּוֹרָה לִצְדָקָה לְכָל־הַמַּאֲמִין בּוֹ | 4 Επειδη το τελος του νομου ειναι ο Χριστος προς δικαιοσυνην εις παντα τον πιστευοντα. |
5 כִּי־משֶׁה כָּתַב עַל־דְּבַר הַצְּדָקָה מִתּוֹךְ הַתּוֹרָה אֲשֶׁר יַעֲשֶׂה אֹתָם הָאָדָם וָחַי בָּהֶם | 5 Διοτι ο Μωυσης γραφει την δικαιοσυνην την εκ του νομου, λεγων οτι ο ανθρωπος ο καμνων ταυτα θελει ζησει δι' αυτων? |
6 וְהַצְּדָקָה אֲשֶׁר מִתּוֹךְ הָאֱמוּנָה כֹּה אֹמֶרֶת אַל־תֹּאמַר בִּלְבָבְךָ מִי־יַעֲלֶה הַשָּׁמָיְמָה הֲלֹא זֹאת הִיא לְהוֹרִיד אֶת־הַמָּשִׁיחַ | 6 η εκ πιστεως ομως δικαιοσυνη λεγει ουτω? Μη ειπης εν τη καρδια σου, Τις θελει αναβη εις τον ουρανον; τουτεστι δια να καταβιβαση τον Χριστον. |
7 אוֹ מִי יֵרֵד לַתְּהוֹם זֹאת הִיא לְהַעֲלוֹת אֶת־הַמָּשִׁיחַ מִן־הַמֵּתִים | 7 η, Τις θελει καταβη εις την αβυσσον; τουτεστι δια να αναβιβαση τον Χριστον εκ νεκρων. |
8 אֲבָל מַה־הִיא אֹמֶרֶת קָרוֹב אֵלֶיךָ הַדָּבָר בְּפִיךָ וּבִלְבָבֶךָ הוּא דְּבַר הָאֱמוּנָה אֲשֶׁר אֲנַחְנוּ מְבַשְּׂרִים | 8 Αλλα τι λεγει; Πλησιον σου ειναι ο λογος, εν τω στοματι σου και εν τη καρδια σου? τουτεστιν ο λογος της πιστεως, τον οποιον κηρυττομεν. |
9 כִּי אִם־תּוֹדֶה בְּפִיךָ אֲשֶׁר יֵשׁוּעַ הוּא הָאָדוֹן וְתַאֲמִין בִּלְבָבְךָ אֲשֶׁר הָאֱלֹהִים הֱעִירוֹ מִן־הַמֵּתִים אָז תִּוָּשֵׁעַ | 9 Οτι εαν ομολογησης δια του στοματος σου τον Κυριον Ιησουν, και πιστευσης εν τη καρδια σου οτι ο Θεος ανεστησεν αυτον εκ νεκρων, θελεις σωθη? |
10 כִּי בִלְבָבוֹ יַאֲמִין הָאָדָם וְהָיְתָה לּוֹ לִצְדָקָה וּבְפִיהוּ יוֹדֶה וְהָיְתָה־לּוֹ לִישׁוּעָה | 10 διοτι με την καρδιαν πιστευει τις προς δικαιοσυνην, και με το στομα γινεται ομολογια προς σωτηριαν. |
11 כִּי הַכָּתוּב אֹמֵר כָּל־הַמַּאֲמִין בּוֹ לֹא יֵבוֹשׁ | 11 Διοτι λεγει η γραφη? Πας ο πιστευων επ' αυτον δεν θελει καταισχυνθη. |
12 וְאֵין הַבְדֵּל בָּזֶה בֵּין הַיְּהוּדִי לַיְּוָנִי כִּי אָדוֹן אֶחָד לְכֻלָּם וְהוּא עָשִׁיר לְכָל־קֹרְאָיו | 12 Επειδη δεν ειναι διαφορα Ιουδαιου τε και Ελληνος? διοτι ο αυτος Κυριος ειναι παντων, πλουσιος προς παντας τους επικαλουμενους αυτον? |
13 כִּי־כֹל אֲשֶׁר־יִקְרָא בְּשֵׁם־יְהוָֹה יִמָּלֵט | 13 διοτι Πας οστις επικαλεσθη το ονομα του Κυριου θελει σωθη. |
14 וְעַתָּה אֵיךְ יִקְרְאוּ אֶל־אֲשֶׁר לֹא־הֶאֱמִינוּ בוֹ וְאֵיךְ יַאֲמִינוּ בַּאֲשֶׁר לֹא שָׁמְעוּ אֶת־שִׁמְעוֹ וְאֵיךְ יִשְׁמְעוּ בְּאֵין מַגִּיד | 14 Πως λοιπον θελουσιν επικαλεσθη εκεινον, εις τον οποιον δεν επιστευσαν; και πως θελουσι πιστευσει εις εκεινον, περι του οποιου δεν ηκουσαν; και πως θελουσιν ακουσει χωρις να υπαρχη ο κηρυττων; |
15 וְאֵיךְ יַגִּידוּ אִם־אֵינָם שְׁלוּחִים כַּכָּתוּב מַה־נָּאווּ רַגְלֵי מְבַשֵּׂר שָׁלוֹם מְבַשֵּׂר טוֹב | 15 Και πως θελουσι κηρυξει, εαν δεν αποσταλωσι; Καθως ειναι γεγραμμενον? Ποσον ωραιοι οι ποδες των ευαγγελιζομενων ειρηνην, των ευαγγελιζομενων τα αγαθα. |
16 אַךְ לֹא־כֻלָּם שָׁמְעוּ לְקוֹל הַבְּשׂוֹרָה כִּי יְשַׁעְיָהוּ אָמַר יְהוָֹה מִי הֶאֱמִין לִשְׁמֻעָתֵנוּ | 16 Αλλα δεν υπηκουσαν παντες εις το ευαγγελιον. Διοτι ο Ησαιας λεγει? Κυριε, τις επιστευσεν εις το κηρυγμα ημων; |
17 לָכֵן הָאֱמוּנָה בָאָה מִתּוֹךְ הַשְּׁמוּעָה וְהַשְּׁמוּעָה עַל־יְדֵי דְבַר־אֱלֹהִים | 17 Αρα η πιστις ειναι εξ ακοης, η δε ακοη δια του λογου του Θεου. |
18 וְאֹמַר הֲכִי לֹא שָׁמָעוּ אָמְנָם בְּכָל־הָאָרֶץ יָצָא קַוָּם וּבִקְצֵה תֵבֵל מִלֵּיהֶם | 18 Λεγω ομως, Μη δεν ηκουσαν; Μαλιστα εις πασαν την γην εξηλθεν ο φθογγος αυτων, Και εις τα περατα της οικουμενης οι λογοι αυτων. |
19 וְאֹמַר הֲכִי יִשְׂרָאֵל לֹא יָדָע הִנֵּה־כְבָר משֶׁה אָמַר אֲנִי אַקְנִיאֲכֶם בְּלֹא־עָם בְּגוֹי נָבָל אַכְעִיסְכֶם | 19 Αλλα λεγω, Μη δεν εγνωρισεν ο Ισραηλ; Πρωτος ο Μωυσης λεγει? Εγω θελω σας παροξυνει εις ζηλοτυπιαν με τους μη εθνος, Θελω σας παροργισει με εθνος ασυνετον. |
20 וִישַׁעְיָהוּ מְלָאוֹ לִבּוֹ לֵאמֹר נִמְצֵאתִי לְלֹא בִקְשֻׁנִי נִדְרַשְׁתִּי לְלוֹא שָׁאָלוּ | 20 Ο δε Ησαιας αποτολμα και λεγει? Ευρεθην παρα των μη ζητουντων με, εφανερωθην εις τους μη ερωτωντας περι εμου. |
21 וְעַל־יִשְׂרָאֵל הוּא אֹמֵר פֵּרַשְׂתִּי יָדַי כָּל־הַיּוֹם אֶל־עַם סוֹרֵר וּמֹרֶה | 21 Προς δε τον Ισραηλ λεγει? Ολην την ημεραν εξετεινα τας χειρας μου προς λαον απειθουντα και αντιλεγοντα. |