Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Lettera ai Colossesi - מכתב לקולוסים 28


font
STUTTGARTENSIA-DELITZSCHGREEK BIBLE
1 וְכַאֲשֶׁר נִמְלַטְנוּ נוֹדַע לָנוּ כִּי־שֵׁם הָאִי מְלִיטִי1 Και αφου διεσωθησαν, τοτε εγνωρισαν οτι η νησος ονομαζεται Μελιτη.
2 וְהַנָּכְרִים לֹא הִמְעִיטוּ חַסְדָּם עִמָּנוּ כִּי־בִעֲרוּ אֵשׁ וַיַּאַסְפוּ אֶת־כֻּלָּנוּ אֲלֵיהֶם מִפְּנֵי הַגֶּשֶׁם הַיּוֹרֵד וּמִפְּנֵי הַקֹּר2 Οι δε βαρβαροι εδειξαν εις ημας ου την τυχουσαν φιλανθρωπιαν? διοτι αναψαντες πυραν, υπεδεχθησαν παντας ημας δια την επικειμενην βροχην και δια το ψυχος.
3 וּפוֹלוֹס אָסַף לוֹ עֲרֵמַת קֹצִים וַיָּשֶׂם עַל־הַמּוֹקֵד וּמִן־הַחֹם יָצָא אֶפְעֶה וַיֹּאחֶז בְּיָדוֹ3 Οτε δε ο Παυλος, συσσωρευσας πληθος φρυγανων, εβαλεν επι την πυραν, εχιδνα εξελθουσα εκ της θερμοτητος προσεκολληθη εις την χειρα αυτου.
4 וַיִּרְאוּ הַנָּכְרִים אֶת־הַחַיָּה תְּלוּיָה עַל־יָדוֹ וַיֹּאמְרוּ אִישׁ אֶל־רֵעֵהוּ אָכֵן רֹצֵחַ הָאִישׁ הַזֶּה אֲשֶׁר הַנְּקָמָה לֹא־הִנִּיחָה לּוֹ לִחְיוֹת אַף כִּי־נִמְלַט מִן־הַיָּם4 Ως δε ειδον οι βαρβαροι το θηριον κρεμαμενον εκ της χειρος αυτου, ελεγον προς αλληλους? Βεβαιως φονευς ειναι ο ανθρωπος ουτος, τον οποιον διασωθεντα εκ της θαλασσης η θεια δικη δεν αφηκε να ζη.
5 וְהוּא נִעֵר אֶת־הַחַיָּה מֵעַל יָדוֹ אֶל־תּוֹךְ הָאֵשׁ וְלֹא־הֵרֵעָה לּוֹ מְאוּמָה5 Και αυτος μεν απετιναξε το θηριον εις το πυρ και δεν επαθεν ουδεν κακον?
6 וְהֵם הוֹחִילוּ אֲשֶׁר יִצְבֶּה גוּפוֹ אוֹ־אֲשֶׁר יִפֹּל מֵת פִּתְאֹם וַיָּחִילוּ עַד־בּוֹשׁ וְהִנֵּה לֹא־קָרָהוּ כָל־אָסוֹן וַיֵּהָפֵךְ לִבָּם וַיֹּאמְרוּ כִּי אֱלֹהִים הוּא6 εκεινοι δε επροσμενον οτι εμελλε να πρησθη η εξαιφνης να πεση κατω νεκρος. Αφου ομως επροσμενον πολλην ωραν και εβλεπον οτι ουδεν κακον εγινετο εις αυτον, μεταβαλοντες στοχασμον ελεγον οτι ειναι Θεος.
7 וּבִסְבִיבֵי הַמָּקוֹם הַהוּא הָיוּ שָׂדוֹת אֲשֶׁר לְרֹאשׁ אַנְשֵׁי הָאִי וּשְׁמוֹ פוֹבְלִיּוֹס הוּא הֵבִיא אֹתָנוּ לְבֵיתוֹ וַיְכַלְכֵּל אֹתָנוּ בְּטוּבוֹ שְׁלשֶׁת יָמִים7 Εις τα περιξ δε του τοπου εκεινου ησαν κτηματα του πρωτου της νησου ονομαζομενου Ποπλιου, οστις αναδεχθεις ημας, εξενισε φιλοφρονως τρεις ημερας.
8 וַאֲבִי פוֹבְלִיּוֹס מוּטָל לְמִשְׁכָּב בַּקַּדַּחַת וּבְמַחֲלֵה הַמֵּעָיִם וַיָּבֹא אֵלָיו פּוֹלוֹס וַיִּתְפַּלֵּל וַיָּשֶׂם עָלָיו אֶת־יָדָיו וַיִּרְפָּאֵהוּ8 Συνεβη δε να ηναι κατακειτος ο πατηρ του Ποπλιου, πασχων πυρετον και δυσεντεριαν? προς τον οποιον εισελθων ο Παυλος και προσευχηθεις, επεθεσεν επ' αυτον τας χειρας και ιατρευσεν αυτον.
9 וְאַחֲרֵי הַמַּעֲשֶׂה הַזֶּה בָּאוּ גַּם־הַחֹלִים הָאֲחֵרִים אֲשֶׁר בָּאִי וַיֵּרָפֵאוּ9 Τουτου λοιπον γενομενου και οι λοιποι, οσοι ειχον ασθενειας εν τη νησω, προσηρχοντο και εθεραπευοντο?
10 וַיְכַבְּדֻנוּ כָּבוֹד גָּדוֹל וּבְלֶכְתֵּנוּ מִשָּׁם סִפְּקוּ לָנוּ דֵּי צָרְכֵּנוּ10 οιτινες και με τιμας πολλας ετιμησαν ημας και οτε εμελλομεν να αναχωρησωμεν, εφωδιασαν με τα χρειωδη.
11 וְאַחֲרֵי שְׁלשֶׁת חֳדָשִׁים עָבַרְנוּ מִשָּׁם בָּאֳנִיָּה אֲלֶכְסַנְדְּרִית אֲשֶׁר יָשְׁבָה בָאִי בִּימֵי הַסְּתָו וְאוֹת דִּגְלָהּ הַתְּאוֹמִים11 Μετα δε τρεις μηνας απεπλευσαμεν επι πλοιου Αλεξανδρινου, με σημαιαν των Διοσκουρων, το οποιον ειχε παραχειμασει εν τη νησω,
12 וַנָּבֹא אֶל־סַרְקוּסָא וַנֵּשֶׁב־שָׁם שְׁלשֶׁת יָמִים12 και φθασαντες εις τας Συρακουσας, εμειναμεν τρεις ημερας?
13 מִשָּׁם סַבֹּנוּ וַנָּבֹא אֶל־רֶגְיוֹן וּבִנְשֹׁב רוּחַ דְּרוֹמִית בְּיוֹם הַמָּחֳרָת בָּאנוּ בַּיּוֹם הַשֵּׁנִי אֶל־פּוֹטִיּוֹלִי13 εκειθεν δε περιπλευσαντες κατηντησαμεν εις Ρηγιον, και μετα μιαν ημεραν, πνευσαντος νοτου, την δευτεραν ημεραν ηλθομεν εις Ποτιολους?
14 וְשָׁם מָצָאנוּ אַחִים וַיְבַקְשׁוּ מִמֶּנּוּ לָשֶׁבֶת אִתָּם שִׁבְעַת יָמִים וּבְכֵן הָלַכְנוּ אֶל־רוֹמִי14 οπου ευροντες αδελφους, παρεκαλεσθημεν να μεινωμεν παρ' αυτοις επτα ημερας, και ουτως ηλθομεν εις την Ρωμην.
15 וַיִּשְׁמְעוּ הָאַחִים אֶת־בּוֹאֵנוּ וַיֵּצְאוּ מִשָּׁם לִקְרָאתֵנוּ עַד לְשׁוּק אַפִּיּוֹס וְעַד לִשְׁלשֶׁת הַחֲנֻיּוֹת וַיַּרְא אֹתָם פּוֹלוֹס וַיּוֹדֶה לֵאלֹהִים וַיִּתְחַזָּק15 Εκειθεν δε ακουσαντες οι αδελφοι τα περι ημων, εξηλθον εις απαντησιν ημων εως του Αππιου Φορου και των Τριων Ταβερνων, τους οποιους ιδων ο Παυλος, ηυχαριστησε τον Θεον και ελαβε θαρρος.
16 וְאַחַר בֹּאֵנוּ אֶל־רוֹמִי הֶעֱבִיר שַׂר הַמֵּאָה אֶת־הָאֲסִירִים אֶל־שַׂר הַצָּבָא וּלְפוֹלוֹס הִנִּיחוּ לָשֶׁבֶת לְבַדּוֹ עִם־אִישׁ הַצָּבָא הַשֹּׁמֵר אוֹתוֹ16 Οτε δε ηλθομεν εις Ρωμην, ο εκατονταρχος παρεδωκε τους δεσμιους εις τον στρατοπεδαρχην? εις τον Παυλον ομως συνεχωρηθη να μενη καθ' εαυτον μετα του στρατιωτου, οστις εφυλαττεν αυτον.
17 וַיְהִי אַחֲרֵי שְׁלשֶׁת יָמִים וַיִּקְרָא פוֹלוֹס אֵלָיו אֶת־רָאשֵׁי הַיְּהוּדִים וַיִּקָּהֲלוּ אֵלָיו וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם אֲנָשִׁים אַחִים אַף כִּי־לֹא מָעַלְתִּי מַעַל בְּעַמֵּנוּ וּבְחֻקּוֹת אֲבוֹתֵינוּ אֲסָרוּנִי בִירוּשָׁלַיִם וַיִּמְסְרוּנִי לִידֵי הָרוֹמִיִּים17 Μετα δε τρεις ημερας συνεκαλεσεν ο Παυλος τους οντας των Ιουδαιων πρωτους? και αφου συνηλθον, ελεγε προς αυτους? Ανδρες αδελφοι, εγω ουδεν εναντιον πραξας εις τον λαον η εις τα εθιμα τα πατρωα, παρεδοθην εξ Ιεροσολυμων δεσμιος εις τας χειρας των Ρωμαιων?
18 וְהֵם אַחֲרֵי חָקְרָם אֹתִי אָמְרוּ לְפָטְרֵנִי כִּי לֹא־נִמְצָא בִי מִשְׁפַּט־מָוֶת18 οιτινες αφου με ανεκριναν, ηθελον να με απολυσωσι, διοτι ουδεμια αιτια θανατου υπηρχεν εν εμοι.
19 וְהַיְּהוּדִים קָמוּ־בִי וָאֵאָנֵס לִקְרֹא אֶת־הַקֵּיסַר לְדִינִי אַךְ אֵין־נַפְשִׁי לִשְׂטוֹן אֶת־עַמִּי בְּדָבָר19 Επειδη δε αντελεγον οι Ιουδαιοι, ηναγκασθην να επικαλεσθω τον Καισαρα, ουχι ως εχων να κατηγορησω κατα τι το εθνος μου.
20 וּבַעֲבוּר זֹאת קָרָאתִי לָכֶם לִרְאוֹתְכֶם וּלְדַבֵּר עִמָּכֶם כִּי בִּגְלַל תִּקְוַת יִשְׂרָאֵל אָסוּר אֲנִי בַּכֶּבֶל הַזֶּה20 Δια ταυτην λοιπον την αιτιαν σας εκαλεσα, δια να σας ιδω και ομιλησω? διοτι ενεκα της ελπιδος του Ισραηλ φορω ταυτην την αλυσιν.
21 וַיֹּאמְרוּ אֵלָיו לֹא קִבַּלְנוּ עַל־אֹדוֹתֶיךָ אִגְּרוֹת מֵאֶרֶץ יְהוּדָה וְלֹא־בָא הֵנָּה אֶחָד מִן־הָאַחִים אֲשֶׁר הִגִּיד אוֹ־דִבֶּר עָלֶיךָ דָּבָר רָע21 Οι δε ειπον προς αυτον? ημεις ουτε γραμματα ελαβομεν περι σου απο της Ιουδαιας, ουτε ελθων τις εκ των αδελφων απηγγειλεν η ελαλησε τι κακον περι σου.
22 אָמְנָם חֲפֵצִים אֲנַחְנוּ לִשְׁמֹעַ אֶת־אֲשֶׁר בִּלְבָבֶךָ כִּי נוֹדַע לָנוּ אֲשֶׁר בְּכָל מָקוֹם יָרִיבוּ אֶל־הַכַּת הַזֹּאת22 Επιθυμουμεν δε να ακουσωμεν παρα σου τι φρονεις διοτι περι της αιρεσεως ταυτης ειναι γνωστον εις ημας οτι πανταχου αντιλεγεται.
23 וַיָּשִׂימוּ לוֹ יוֹם מוּעָד וַיָּבֹאוּ אֵלָיו רַבִּים אֶל־מְלוֹנוֹ וַיָּעַד בָּהֶם וַיְבָאֵר אֶת־מַלְכוּת אֱלֹהִים וַיוֹכַח לָהֶם עִנְיְנֵי יֵשׁוּעַ מִתּוֹרַת משֶׁה וּמִן־הַנְּבִיאִים מִבֹּקֶר עַד־עָרֶב23 Και αφου διωρισαν εις αυτον ημεραν, ηλθον προς αυτον πολλοι εις το καταλυμα, εις τους οποιους εξεθεσε δια μαρτυριων την βασιλειαν του Θεου και επειθεν αυτους εις τα περι του Ιησου απο τε του νομου του Μωυσεως και των προφητων απο πρωι εως εσπερας.
24 וְיֵשׁ אֲשֶׁר שָׁמְעוּ אֶל־דְּבָרָיו וְיֵשׁ אֲשֶׁר לֹא הֶאֱמִינוּ24 Και αλλοι μεν επειθοντο εις τα λεγομενα, αλλοι δε ηπιστουν.
25 וַיֵּחָלְקוּ בְדַעְתָּם וַיָּסוּרוּ לָלֶכֶת לְדַרְכָּם בְּדַבֵּר פּוֹלוֹס הַדָּבָר הָאֶחָד הַזֶּה הֵיטֵב דִּבֶּר רוּחַ הַקֹּדֶשׁ לַאֲבוֹתֵינוּ בְּפִי יְשַׁעְיָהוּ הַנָּבִיא לֵאמֹר25 Ασυμφωνοι δε οντες προς αλληλους ανεχωρουν, αφου ο Παυλος ειπεν ενα λογον, οτι καλως ελαλησε το Πνευμα το Αγιον προς τους πατερας ημων δια Ησαιου του προφητου,
26 לֵךְ וְאָמַרְתָּ לָעָם הַזֶּה שִׁמְעוּ שָׁמוֹעַ וְאַל־תָּבִינוּ וּרְאוּ רָאוֹ וְאַל־תֵּדָעוּ26 λεγον? Υπαγε προς τον λαον τουτον και ειπε? Με την ακοην θελετε ακουσει και δεν θελετε εννοησει, και βλεποντες θελετε ιδει και δεν θελετε καταλαβει?
27 כִּי שָׁמֵן לֵב הָעָם הַזֶּה וְאָזְנָיו כָּבְדוּ וְאֶת־עֵינָיו הֵשַׁע פֶּן־יִרְאֶה בְעֵינָיו וּבְאָזְנָיו יִשְׁמַע וּלְבָבוֹ יָבִין וְשָׁב וּרְפָאתִיו27 διοτι επαχυνθη η καρδια του λαου τουτου, και με τα ωτα βαρεως ηκουσαν και τους οφθαλμους αυτων εκλεισαν, μηποτε ιδωσι με τους οφθαλμους και ακουσωσι με τα ωτα και νοησωσι με την καρδιαν και επιστρεψωσι, και ιατρευσω αυτους.
28 לָכֵן דְּעוּ כִּי לַגּוֹיִם נִשְׁלְחָה תְּשׁוּעַת אֱלֹהִים וְהֵמָּה יִשְׁמָעוּ28 Γνωστον λοιπον εστω εις εσας οτι εις τα εθνη απεσταλη το σωτηριον του Θεου, αυτοι και θελουσιν ακουσει.
29 וַיְהִי בְּדַבְּרוֹ זֹאת הָלְכוּ מֵאִתּוֹ הַיְּהוּדִים וַיִּתְוַכְּחוּ הַרְבֵּה אִישׁ עִם־רֵעֵהוּ29 Και αφου ειπε ταυτα ανεχωρησαν οι Ιουδαιοι εχοντες πολλην συζητησιν προς αλληλους.
30 וּפוֹלוֹס יָשַׁב שְׁנָתַיִם יָמִים בְּבֵיתוֹ אֲשֶׁר שָׂכַר־לוֹ וַיְקַבֵּל אֵת כָּל־הַבָּאִים אֵלָיו30 Εμεινε δε ο Παυλος δυο ολοκληρα ετη εν ιδιαιτερα μισθωτη οικια και εδεχετο παντας τους ερχομενους προς αυτον,
31 וַיִּקְרָא אֶת־מַלְכוּת הָאֱלֹהִים וַיְלַמֵּד אֶת־דַּרְכֵי יֵשׁוּעַ הַמָּשִׁיחַ אֲדֹנֵינוּ בְּכָל־בִּטְחוֹן לִבּוֹ וְאֵין מֹנֵעַ31 κηρυττων την βασιλειαν του Θεου και διδασκων μετα πασης παρρησιας ακωλυτως τα περι του Κυριου Ιησου Χριστου.