1 וַיְהִי אַחֲרֵי־כֵן וַיֵּצֵא יֵשׁוּעַ אֶל־עֵבֶר יַם־הַגָּלִיל אֲשֶׁר לְטִיבַרְיָה | 1 Μετα ταυτα ανεχωρησεν ο Ιησους περαν της θαλασσης της Γαλιλαιας της Τιβεριαδος? |
2 וַיֵּלְכוּ אַחֲרָיו הֲמוֹן עַם־רָב כִּי רָאוּ אוֹתֹתָיו אֲשֶׁר עָשָׂה עִם־הַחוֹלִים | 2 και ηκολουθει αυτον οχλος πολυς, διοτι εβλεπον τα θαυματα αυτου, τα οποια εκαμνεν επι των ασθενουντων. |
3 וַיַּעַל יֵשׁוּעַ עַל־הָהָר וַיֵּשֶׁב־שָׁם הוּא וְתַלְמִידָיו | 3 Ανεβη δε εις το ορος ο Ιησους και εκει εκαθητο μετα των μαθητων αυτου. |
4 וִימֵי הַפֶּסַח חַג הַיְּהוּדִים קָרְבוּ לָבוֹא | 4 Επλησιαζε δε το πασχα, η εορτη των Ιουδαιων. |
5 וַיִּשָּׂא יֵשׁוּעַ אֶת־עֵינָיו וַיַּרְא עַם־רַב בָּא אֵלָיו וַיֹּאמֶר אֶל־פִילִפּוֹס מֵאַיִן נִקְנֶה־לָהֶם לֶחֶם לֶאֱכֹל | 5 Υψωσας λοιπον ο Ιησους τους οφθαλμους και ιδων οτι πολυς οχλος ερχεται προς αυτον, λεγει προς τον Φιλιππον? Ποθεν θελομεν αγορασει αρτους, δια να φαγωσιν ουτοι; |
6 וְאַךְ לְמַעַן נַסּוֹת אֹתוֹ דִּבֶּר־זֹאת כִּי הוּא יָדַע אֶת־אֲשֶׁר יַעֲשֶׂה | 6 Ελεγε δε τουτο δοκιμαζων αυτον? διοτι αυτος ηξευρε τι εμελλε να καμη. |
7 וַיַּעַן אֹתוֹ פִילִפּוֹס לֶחֶם מָאתַיִם דִּינָר לֹא־יִמְצָא לָהֶם לָקַחַת לוֹ אִישׁ אִישׁ מְעָט | 7 Απεκριθη προς αυτον ο Φιλιππος? Διακοσιων δηναριων αρτοι δεν αρκουσιν εις αυτους, δια να λαβη ολιγον τι εκαστος αυτων. |
8 וַיֹּאמֶר אֵלָיו אֶחָד מִתַּלְמִידָיו אַנְדְּרַי אֲחִי שִׁמְעוֹן פֶּטְרוֹס | 8 Λεγει προς αυτον εις εκ των μαθητων αυτου, Ανδρεας ο αδελφος Σιμωνος Πετρου? |
9 יֶשׁ־פֹּה נַעַר אֲשֶׁר־לוֹ חָמֵשׁ כִּכְּרוֹת־לֶחֶם שְׂעֹרִים וּשְׁנֵי דָגִים אַךְ־אֵלֶּה מָה־הֵמָּה לְעַם־רַב כָּזֶה | 9 Εδω ειναι εν παιδαριον, το οποιον εχει πεντε αρτους κριθινους και δυο οψαρια? αλλα ταυτα τι ειναι εις τοσουτους; |
10 וַיֹּאמֶר יֵשׁוּעַ צַוּוּ אֶת־הָעָם לָשֶׁבֶת אָרְצָה וִירַק דֶּשֶׁא לָרֹב הָיָה בַּמָּקוֹם הַהוּא וַיֵּשְׁבוּ לָאָרֶץ כַּחֲמֵשֶׁת אַלְפֵי־אִישׁ בְּמִסְפָּר | 10 Ειπε δε ο Ιησους? Καμετε τους ανθρωπους να καθησωσιν? ητο δε χορτος πολυς εν τω τοπω. Εκαθησαν λοιπον οι ανδρες τον αριθμον εως πεντακισχιλιοι. |
11 וַיִּקַּח יֵשׁוּעַ אֶת־כִּכְּרוֹת הַלֶּחֶם וַיְבָרֶךְ וַיִּתֵּן לְתַלְמִידָיו וְהַתַּלְמִידִים אֶל־הַמְסֻבִּים וְכָכָה גַּם מִן־הַדָּגִים כְּאַוַּת נַפְשָׁם | 11 Και ελαβεν ο Ιησους τους αρτους και ευχαριστησας διεμοιρασεν εις τους μαθητας, οι δε μαθηται εις τους καθημενους? ομοιως και εκ των οψαριων οσον ηθελον. |
12 וַיְהִי כַּאֲשֶׁר שָׂבְעוּ וַיֹּאמֶר אֶל־תַּלְמִידָיו אִסְפוּ אֶת־פְּתוֹתֵי לֶחֶם הַנּוֹתָרִים לְמַעַן לֹא־יֹאבַד מְאוּמָה | 12 Αφου δε εχορτασθησαν, λεγει προς τους μαθητας αυτους? Συναξατε τα περισσευσαντα κλασματα, δια να μη χαθη τιποτε. |
13 וַיַּאַסְפוּ וַיְמַלְאוּ שְׁנֵים־עָשָׂר סַלִּים בִּפְתוֹתֵי חֲמֵשׁ כִּכְּרוֹת־לֶחֶם הַשְּׂעוֹרִים הַנּוֹתָרִים לְאֹכְלֵיהֶם | 13 Εσυναξαν λοιπον και εγεμισαν δωδεκα κοφινους κλασματων εκ των πεντε αρτων των κριθινων, τα οποια επερισσευσαν εις τους φαγοντας. |
14 וַיְהִי כִּרְאוֹת הָאֲנָשִׁים אֶת־הָאוֹת הַזֶּה אֲשֶׁר עָשָׂה יֵשׁוּעַ וַיֹּאמְרוּ הִנֵּה־זֶה הוּא בֶאֱמֶת הַנָּבִיא הַבָּא לָעוֹלָם | 14 Οι ανθρωποι λοιπον, ιδοντες το θαυμα, το οποιον εκαμεν ο Ιησους, ελεγον οτι Ουτος ειναι αληθως ο προφητης ο μελλων να ελθη εις τον κοσμον. |
15 וַיֵּדַע יֵשׁוּעַ כִּי־יָבֹאוּ וְיִתְפְּשֻׂהוּ לְהַמְלִיךְ אוֹתוֹ וַיִּמָּלֵט עוֹד הַפַּעַם אֶל־הָהָר הוּא לְבַדּוֹ | 15 Ο Ιησους λοιπον γνωρισας οτι μελλουσι να ελθωσι και να αρπασωσιν αυτον, δια να καμωσιν αυτον βασιλεα, ανεχωρησε παλιν εις το ορος αυτος μονος. |
16 וַיְהִי בָעֶרֶב וַיֵּרְדוּ תַלְמִידָיו אֶל־הַיָּם וַיָּבֹאוּ בָאֳנִיָּה וַיַּעַבְרוּ אֶל־עֵבֶר הַיָּם אֶל־כְּפַר נַחוּם | 16 Καθως δε εγεινεν εσπερα, κατεβησαν οι μαθηται αυτου εις την θαλασσαν, |
17 וַיְכַס אֹתָם הַחשֶׁךְ וְיֵשׁוּעַ לֹא־בָא אֲלֵיהֶם | 17 και εμβαντες εις το πλοιον, ηρχοντο περαν της θαλασσης εις Καπερναουμ. Και ειχεν ηδη γεινει σκοτος και ο Ιησους δεν ειχεν ελθει προς αυτους, |
18 וַיִּסָּעֵר הַיָּם כִּי־רוּחַ גְּדוֹלָה נוֹשָׁבֶת | 18 και η θαλασσα υψονετο, επειδη επνεε δυνατος ανεμος. |
19 וְהֵם חָתְרוּ בִּמְשׁוֹטֵיהֶם כְּדֶרֶךְ עֶשְׂרִים וְחָמֵשׁ אוֹ שְׁלשִׁים רִיס וַיִּרְאוּ אֶת־יֵשׁוּעַ מִתְהַלֵּךְ עַל־הַיָּם הָלוֹךְ וְקָרֵב אֶל־הָאֳנִיָּה וַיִּירָאוּ | 19 Αφου λοιπον εκωπηλατησαν ως εικοσιπεντε η τριακοντα σταδια βλεπουσι τον Ιησουν περιπατουντα επι της θαλασσης και πλησιαζοντα εις το πλοιον, και εφοβηθησαν. |
20 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם אֲנִי הוּא אַל־תִּירָאוּ | 20 Εκεινος δε λεγει προς αυτους? Εγω ειμαι? μη φοβεισθε. |
21 וַיּוֹאִילוּ לָקַחַת אֹתוֹ אֶל־הָאֳנִיָּה וְרֶגַע הִגִּיעָה הָאֳנִיָּה לָאָרֶץ אֲשֶׁר הֵם הֹלְכִים שָׁמָּה | 21 Ηθελον λοιπον να λαβωσιν αυτον εις το πλοιον, και παρευθυς το πλοιον εφθασεν εις την γην, εις την οποιαν υπηγαινον. |
22 וַיְהִי מִמָּחֳרָת וַיַּרְא הֲמוֹן הָעָם הָעֹמֵד מֵעֵבֶר לַיָּם כִּי לֹא הָיְתָה אֳנִיָּה בָּזֶה בִּלְתִּי אַחַת אֲשֶׁר יָרְדוּ־בָהּ תַּלְמִידָיו וְכִי יֵשׁוּעַ לֹא־בָא עִם־תַּלְמִידָיו אֶל־הָאֳנִיָּה אַךְ תַּלְמִידָיו לְבַדָּם נָסְעוּ מִזֶּה | 22 Τη επαυριον ο οχλος ο ισταμενος περαν της θαλασσης οτε ειδεν οτι πλοιαριον αλλο δεν ητο εκει ειμη εν, εκεινο εις το οποιον εισηλθον οι μαθηται αυτου, και οτι ο Ιησους δεν εισηλθε μετα των μαθητων αυτου εις το πλοιαριον, αλλα μονοι οι μαθηται αυτου ανεχωρησαν? |
23 וָאֳנִיּוֹת אֲחֵרוֹת בָּאוּ מִטִּיבַרְיָה קָרוֹב לַמָּקוֹם אֲשֶׁר אָכְלוּ־שָׁם אֶת־הַלֶּחֶם בְּבִרְכַּת הָאָדוֹן | 23 ηλθον δε αλλα πλοιαρια εκ της Τιβεριαδος πλησιον του τοπου, οπου εφαγον τον αρτον, αφου ο Κυριος ευχαριστησεν? |
24 וַיְהִי כִרְאוֹת הֲמוֹן הָעָם כִּי יֵשׁוּעַ אֵינֶנּוּ שָׁם אַף־לֹא תַּלְמִידָיו וַיֵּרְדוּ גַם־הֵם בָּאֳנִיּוֹת וַיָּבֹאוּ אֶל־כְּפַר נַחוּם לְבַקֵּשׁ אֶת־יֵשׁוּעַ | 24 οτε λοιπον ειδεν ο οχλος οτι ο Ιησους δεν ειναι εκει, ουδε οι μαθηται αυτου, εισηλθον και αυτοι εις τα πλοια και ηλθον εις Καπερναουμ ζητουντες τον Ιησουν. |
25 וְכַאֲשֶׁר מָצְאוּ אֹתוֹ מֵעֵבֶר הַיָּם וַיֹּאמְרוּ אֵלָיו רַבִּי מָתַי בָּאתָ הֲלֹם | 25 Και ευροντες αυτον περαν της θαλασσης, ειπον προς αυτον? Ραββι, ποτε ηλθες εδω; |
26 וַיַּעַן אֹתָם יֵשׁוּעַ וַיֹּאמַר אָמֵן אָמֵן אֲנִי אֹמֵר לָכֶם לֹא עַל־רְאוֹתְכֶם אֶת־הָאֹתוֹת תְּבַקְשׁוּנִי כִּי אִם־עַל־אֲשֶׁר אֲכַלְתֶּם מִן־הַלֶּחֶם וַתִּשְׂבָּעוּ | 26 Απεκριθη προς αυτους ο Ιησους και ειπεν? Αληθως, αληθως σας λεγω, με ζητειτε, ουχι διοτι ειδετε θαυματα, αλλα διοτι εφαγετε εκ των αρτων και εχορτασθητε. |
27 אַל־תַּעַמְלוּ בְּמַאֲכָל אֲשֶׁר יֹאבַד כִּי אִם־בַּמַּאֲכָל הַקַּיָּם לְחַיֵּי עוֹלָמִים אֲשֶׁר בֶּן־הָאָדָם יִתְּנֶנּוּ לָכֶם כִּי־בוֹ חָתַם חוֹתָמוֹ אָבִיו הָאֱלֹהִים | 27 Εργαζεσθε μη δια την τροφην την φθειρομενην, αλλα δια την τροφην την μενουσαν εις ζωην αιωνιον, την οποιαν ο Υιος του ανθρωπου θελει σας δωσει? διοτι τουτον εσφραγισεν ο Πατηρ ο Θεος. |
28 וַיֹּאמְרוּ אֵלָיו מַה־נַּעֲשֶׂה לִפְעֹל פְּעֻלּוֹת אֱלֹהִים | 28 Ειπον λοιπον προς αυτον? Τι να καμωμεν, δια να εργαζωμεθα τα εργα του Θεου; |
29 וַיַּעַן יֵשׁוּעַ וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם זֹאת פְּעֻלַּת אֱלֹהִים כִּי־תַאֲמִינוּ בָזֶה אֲשֶׁר הוּא שְׁלָחוֹ | 29 Απεκριθη ο Ιησους και ειπε προς αυτους? Τουτο ειναι το εργον του Θεου, να πιστευσητε εις τουτον, τον οποιον εκεινος απεστειλε. |
30 וַיֹּאמְרוּ אֵלָיו מָה־אֵפוֹא הָאוֹת אֲשֶׁר תַּעֲשֶׂה לְמַעַן נִרְאֶה וְנַאֲמִין בָּךְ מַה־תִּפְעָל | 30 Τοτε ειπον προς αυτον? Τι σημειον λοιπον καμνεις συ, δια να ιδωμεν και πιστευσωμεν εις σε; τι εργαζεσαι; |
31 אֲבוֹתֵינוּ אָכְלוּ אֶת־הַמָּן בַּמִּדְבָּר כַּאֲשֶׁר כָּתוּב לֶחֶם מִן־הַשָּׁמַיִם נָתַן־לָמוֹ לֶאֱכֹל | 31 οι πατερες ημων εφαγον το μαννα εν τη ερημω, καθως ειναι γεγραμμενον? Αρτον εκ του ουρανου εδωκεν εις αυτους να φαγωσιν. |
32 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם יֵשׁוּעַ אָמֵן אָמֵן אֲנִי אֹמֵר לָכֶם לֹא משֶׁה נָתַן לָכֶם אֶת־הַלֶּחֶם מִן־הַשָּׁמָיִם כִּי אִם־אָבִי נֹתֵן לָכֶם אֶת־הַלֶּחֶם מִן־הַשָּׁמַיִם הָאֲמִתִּי | 32 Ειπε λοιπον προς αυτους ο Ιησους? Αληθως, αληθως σας λεγω, δεν εδωκεν εις εσας τον αρτον εκ του ουρανου ο Μωυσης, αλλ' ο Πατηρ μου σας διδει τον αρτον εκ του ουρανου τον αληθινον. |
33 כִּי־לֶחֶם אֱלֹהִים הוּא הַיּוֹרֵד מִן־הַשָּׁמַיִם וְנֹתֵן חַיִּים לָעוֹלָם | 33 Διοτι ο αρτος του Θεου ειναι ο καταβαινων εκ του ουρανου και διδων ζωην εις τον κοσμον. |
34 וַיֹּאמְרוּ אֵלָיו אֲדֹנִי תְּנָה־לָּנוּ תָמִיד אֶת־הַלֶּחֶם הַזֶּה | 34 Ειπον λοιπον προς αυτον? Κυριε, παντοτε δος εις ημας τον αρτον τουτον. |
35 וַיֹּאמֶר לָהֶם יֵשׁוּעַ אָנֹכִי הוּא לֶחֶם הַחַיִּים כָּל־הַבָּא אֵלַי לֹא יִרְעַב וַאֲשֶׁר יַאֲמִין בִּי לֹא יִצְמָא עוֹד | 35 Και ειπε προς αυτους ο Ιησους? Εγω ειμαι ο αρτος της ζωης? οστις ερχεται προς εμε, δεν θελει πεινασει, και οστις πιστευει εις εμε, δεν θελει διψησει πωποτε. |
36 וַאֲנִי הִנֵּה אָמַרְתִּי לָכֶם כִּי גַם־חֲזִיתֶם אֹתִי וְלֹא תַאֲמִינוּ | 36 Πλην σας ειπον οτι και με ειδετε και δεν πιστευετε. |
37 כֹּל אֲשֶׁר יִתְּנֶנּוּ־לִי אָבִי יָבוֹא אֵלָי וְהַבָּא אֵלַי לֹא אֶהְדֳּפֶנּוּ הַחוּצָה | 37 Παν ο, τι μοι διδει ο Πατηρ, προς εμε θελει ελθει, και τον ερχομενον προς εμε δεν θελω εκβαλει εξω? |
38 כִּי יָרַדְתִּי מִן־הַשָּׁמַיִם לֹא לַעֲשׂוֹת רְצוֹנִי כִּי אִם־רְצוֹן שֹׁלְחִי | 38 διοτι κατεβην εκ του ουρανου, ουχι δια να καμω το θελημα το εμον, αλλα το θελημα του πεμψαντος με. |
39 וְזֶה רְצוֹן הָאָב אֲשֶׁר שְׁלָחָנִי כִּי כָל־אֲשֶׁר נָתַן לִי לֹא־יֹאבַד לִי כִּי אִם־אֲקִימֶנּוּ בַּיּוֹם הָאַחֲרוֹן | 39 Τουτο δε ειναι το θελημα του πεμψαντος με Πατρος, παν ο, τι μοι εδωκε να μη απολεσω ουδεν εξ αυτου, αλλα να αναστησω αυτο εν τη εσχατη ημερα. |
40 וְזֶה רְצוֹן שֹׁלְחִי אֲשֶׁר כָּל־הָרֹאֶה אֶת־הַבֵּן וּמַאֲמִין בּוֹ יִהְיוּ־לוֹ חַיֵּי עוֹלָמִים וַאֲנִי אֲקִימֶנּוּ בַּיּוֹם הָאַחֲרוֹן | 40 Και τουτο ειναι το θελημα του πεμψαντος με, πας οστις βλεπει τον Υιον και πιστευει εις αυτον να εχη ζωην αιωνιον, και εγω θελω αναστησει αυτον εν τη εσχατη ημερα. |
41 וַיִּלֹּנוּ עָלָיו הַיְּהוּדִים עַל־אָמְרוֹ אָנֹכִי הוּא הַלֶּחֶם הַיֹּרֵד מִן־הַשָּׁמָיִם | 41 Εγογγυζον λοιπον οι Ιουδαιοι περι αυτου οτι ειπεν, Εγω ειμαι ο αρτος ο καταβας εκ του ουρανου, |
42 וַיֹּאמְרוּ הֲלֹא זֶה הוּא יֵשׁוּעַ בֶּן־יוֹסֵף אֲשֶׁר־אֲנַחְנוּ יֹדְעִים אֶת־אָבִיו וְאֶת־אִמּוֹ וְאֵיךְ יֹאמַר מִן־הַשָּׁמַיִם בָּאתִי | 42 και ελεγον? δεν ειναι ουτος Ιησους ο υιος του Ιωσηφ, του οποιου ημεις γνωριζομεν τον πατερα και την μητερα; πως λοιπον λεγει ουτος οτι εκ του ουρανου κατεβην; |
43 וַיַּעַן יֵשׁוּעַ וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם אַל־תַּלִּינוּ אִישׁ אֶל־רֵעֵהוּ | 43 Απεκριθη λοιπον ο Ιησους και ειπε προς αυτους? Μη γογγυζετε μεταξυ σας. |
44 לֹא־יוּכַל אִישׁ לָבוֹא אֵלַי בִּלְתִּי אִם־יִמְשְׁכֵהוּ אָבִי אֲשֶׁר שְׁלָחָנִי וַאֲנִי אֲקִימֶנּוּ בַּיּוֹם הָאַחֲרוֹן | 44 Ουδεις δυναται να ελθη προς εμε, εαν δεν ελκυση αυτον ο Πατηρ ο πεμψας με, και εγω θελω αναστησει αυτον εν τη εσχατη ημερα. |
45 הֲלֹא כָתוּב בַּנְּבִיאִים וְכָל־בָּנַיִךְ לִמּוּדֵי יְהוָֹה לָכֵן כֹּל אֲשֶׁר שָׁמַע מִן־הָאָב וְלָמַד יָבֹא אֵלָי | 45 Ειναι γεγραμμενον εν τοις προφηταις? Και παντες θελουσιν εισθαι διδακτοι του Θεου. Πας λοιπον, οστις ακουση παρα του Πατρος και μαθη, ερχεται προς εμε? |
46 לֹא כְאִלּוּ רָאָה אִישׁ אֶת־הָאָב בִּלְתִּי הַבָּא מֵאֵת הָאֱלֹהִים הוּא רָאָה אֶת־הָאֱלֹהִים | 46 ουχι οτι ειδε τις τον Πατερα, ειμη εκεινος οστις ειναι παρα του Θεου, ουτος ειδε τον Πατερα. |
47 אָמֵן אָמֵן אֲנִי אֹמֵר לָכֶם הַמַּאֲמִין בִּי לוֹ חַיֵּי עוֹלָמִים | 47 Αληθως αληθως, σας λεγω, Ο πιστευων εις εμε εχει ζωην αιωνιον. |
48 אָנֹכִי הוּא לֶחֶם הַחַיִּים | 48 Εγω ειμαι ο αρτος της ζωης. |
49 אֲבוֹתֵיכֶם אָכְלוּ אֶת־הַמָּן בַּמִּדְבָּר וַיָּמֻתוּ | 49 Οι πατερες σας εφαγον το μαννα εν τη ερημω και απεθανον? |
50 זֶה הוּא הַלֶּחֶם הַיֹּרֵד מִן־הַשָּׁמָיִם לְמַעַן יֹאכַל־אִישׁ מִמֶּנּוּ וְלֹא יָמוּת | 50 ουτος ειναι ο αρτος ο καταβαινων εκ του ουρανου, δια να φαγη τις εξ αυτου και να μη αποθανη. |
51 אָנֹכִי הַלֶּחֶם הַחַי הַיֹּרֵד מִן־הַשָּׁמַיִם אִישׁ כִּי־יֹאכַל מִן־הַלֶּחֶם הַזֶּה יִחְיֶה לְעוֹלָם וְהַלֶּחֶם אֲשֶׁר אֶתְּנֶנּוּ הוּא בְשָׂרִי אֲשֶׁר אֲנִי נֹתֵן בְּעַד הַחַיִּים בָּעוֹלָם | 51 Εγω ειμαι ο αρτος ο ζων, ο καταβας εκ του ουρανου. Εαν τις φαγη εκ τουτου του αρτου, θελει ζησει εις τον αιωνα. Και ο αρτος δε τον οποιον εγω θελω δωσει, ειναι η σαρξ μου την οποιαν εγω θελω δωσει υπερ της ζωης του κοσμου. |
52 וַיִּתְוַכְּחוּ הַיְּהוּדִים אִישׁ עִם־רֵעֵהוּ לֵאמֹר אֵיכָה יוּכַל זֶה לָתֶת־לָנוּ אֶת־בְּשָׂרוֹ לֶאֱכֹל | 52 Εμαχοντο λοιπον προς αλληλους Ιουδαιοι, λεγοντες? Πως δυναται ουτος να δωση εις ημας να φαγωμεν την σαρκα αυτου; |
53 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם יֵשׁוּעַ אָמֵן אָמֵן אֲנִי אֹמֵר לָכֶם אִם־לֹא תֹאכְלוּ אֶת־בְּשַׂר בֶּן־הָאָדָם וּשְׁתִיתֶם אֶת־דָּמוֹ אֵין־לָכֶם חַיִּים בְּקִרְבְּכֶם | 53 Ειπε λοιπον εις αυτους ο Ιησους? Αληθως, αληθως σας λεγω, Εαν δεν φαγητε την σαρκα του υιου του ανθρωπου και πιητε το αιμα αυτου, δεν εχετε ζωην εν εαυτοις. |
54 הָאֹכֵל אֶת־בְּשָׂרִי וְהַשֹּׁתֶה אֶת־דָּמִי יֶשׁ־לוֹ חַיֵּי עוֹלָמִים וַאֲנִי אֲקִימֶנּוּ בַּיּוֹם הָאַחֲרוֹן | 54 Οστις τρωγει την σαρκα μου και πινει το αιμα μου, εχει ζωην αιωνιον, και εγω θελω αναστησει αυτον εν τη εσχατη ημερα. |
55 כִּי בְשָׂרִי בֶּאֱמֶת הוּא מַאֲכָל וְדָמִי בֶּאֱמֶת הוּא מַשְׁקֶה | 55 Διοτι η σαρξ μου αληθως ειναι τροφη, και το αιμα μου αληθως ειναι ποσις. |
56 הָאֹכֵל אֶת־בְּשָׂרִי וְשֹׁתֶה אֶת־דָּמִי הוּא יָלִין בִּי וַאֲנִי בוֹ | 56 Οστις τρωγει την σαρκα μου και πινει το αιμα μου εν εμοι μενει, και εγω εν αυτω. |
57 כַּאֲשֶׁר שְׁלָחַנִי הָאָב הַחַי וְאָנֹכִי חַי בִּגְלַל אָבִי כֵּן הָאֹכֵל אֹתִי גַּם־הוּא יִחְיֶה בִּגְלָלִי | 57 Καθως με απεστειλεν ο ζων Πατηρ και εγω ζω δια τον Πατερα, ουτω και οστις με τρωγει θελει ζησει και εκεινος δι' εμε. |
58 זֶה הוּא הַלֶּחֶם הַיֹּרֵד מִן־הַשָּׁמָיִם לֹא כַּאֲשֶׁר אָכְלוּ אֲבוֹתֵיכֶם אֶת־הַמָּן וַיָּמֻתוּ הָאֹכֵל אֶת־הַלֶּחֶם הַזֶּה יִחְיֶה לְעוֹלָם | 58 Ουτος ειναι ο αρτος ο καταβας εκ του ουρανου, ουχι καθως οι πατερες σας εφαγον το μαννα και απεθανον? οστις τρωγει τουτον τον αρτον θελει ζησει εις τον αιωνα. |
59 כָּזֹאת דִּבֶּר בְּבֵית הַכְּנֵסֶת בְּלַמְּדוֹ בִּכְפַר־נַחוּם | 59 Ταυτα ειπεν εν τη συναγωγη, διδασκων εν Καπερναουμ. |
60 וְרַבִּים מִתַּלְמִידָיו כְּשָׁמְעָם אָמְרוּ קָשֶׁה הַדָּבָר הַזֶּה מִי יוּכַל לִשְׁמֹעַ אֹתוֹ | 60 Πολλοι λοιπον εκ των μαθητων αυτου ακουσαντες, ειπον? Σκληρος ειναι ουτος ο λογος? τις δυναται να ακουη αυτον; |
61 וַיָּבֶן יֵשׁוּעַ בְּלִבּוֹ כִּי תַלְמִידָיו מַלִּינִים עַל־זֹאת וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם הֲזֹאת לָכֶם לְמִכְשׁוֹל | 61 Νοησας δε ο Ιησους εν εαυτω οτι γογγυζουσι περι τουτου οι μαθηται αυτου, ειπε προς αυτους? Τουτο σας σκανδαλιζει; |
62 מָה־אֵפוֹא אִם־תִּרְאוּ אֶת־בֶּן־הָאָדָם עֹלֶה אֶל־אֲשֶׁר הָיָה־שָׁם לְפָנִים | 62 εαν λοιπον θεωρητε τον Υιον του ανθρωπου αναβαινοντα οπου ητο το προτερον; |
63 הָרוּחַ הוּא הַנֹּתֵן חַיִּים וְהַבָּשָׂר אֵין־בּוֹ מוֹעִיל הַדְּבָרִים אֲשֶׁר אֲנִי דִּבַּרְתִּי אֲלֵיכֶם רוּחַ הֵמָּה וְחַיִּים הֵמָּה | 63 το πνευμα ειναι εκεινο το οποιον ζωοποιει, η σαρξ δεν ωφελει ουδεν? οι λογοι, τους οποιους εγω λαλω προς εσας, πνευμα ειναι και ζωη ειναι. |
64 אַךְ־יֵשׁ מִכֶּם אֲשֶׁר לֹא יַאֲמִינוּ כִּי יֵשׁוּעַ יָדַע מֵרֹאשׁ מִי הֵם אֲשֶׁר אֵינָם מַאֲמִינִים וּמִי הַמּוֹסֵר אֹתוֹ | 64 Πλην ειναι τινες απο σας, οιτινες δεν πιστευουσι. Διοτι ηξευρεν εξ αρχης ο Ιησους, τινες ειναι οι μη πιστευοντες και τις ειναι ο μελλων να παραδωση αυτον. |
65 וַיֹּאמַר עַל־כֵּן אָמַרְתִּי לָכֶם כִּי לֹא־יוּכַל אִישׁ לָבוֹא אֵלַי בִּלְתִּי אִם־נִתַּן־לוֹ מֵאֵת אָבִי | 65 Και ελεγε? Δια τουτο σας ειπον οτι ουδεις δυναται να ελθη προς εμε, εαν δεν ειναι δεδομενον εις αυτον εκ του Πατρος μου. |
66 מִן־הָעֵת הַזֹּאת רַבִּים מִתַּלְמִידָיו נָסֹגוּ אָחוֹר וְלֹא יָסְפוּ לְהִתְהַלֵּךְ אִתּוֹ | 66 Εκτοτε πολλοι των μαθητων αυτου εστραφησαν εις τα οπισω και δεν περιεπατουν πλεον μετ' αυτου. |
67 וַיֹּאמֶר יֵשׁוּעַ אֶל־שְׁנֵים הֶעָשָׂר הֲיֵשׁ אֶת־נַפְשְׁכֶם גַּם־אַתֶּם לָסוּר מִמֶּנִּי | 67 Ειπε λοιπον ο Ιησους προς τους δωδεκα? Μηπως και σεις θελετε να υπαγητε; |
68 וַיַּעַן אֹתוֹ שִׁמְעוֹן פֶּטְרוֹס אֲדֹנִי אֶל־מִי נֵלֵךְ דִּבְרֵי חַיֵּי עוֹלָמִים עִמָּךְ | 68 Απεκριθη λοιπον προς αυτον ο Σιμων Πετρος? Κυριε, προς τινα θελομεν υπαγει; λογους ζωης αιωνιου εχεις? |
69 וַאֲנַחְנוּ הֶאֱמַנּוּ וַנֵּדַע כִּי אַתָּה הַמָּשִׁיחַ בֶּן־אֵל חָי | 69 και ημεις επιστευσαμεν και εγνωρισαμεν οτι συ εισαι ο Χριστος ο Υιος του Θεου του ζωντος. |
70 וַיַּעַן אֹתָם יֵשׁוּעַ הֲלֹא בָחַרְתִּי אֲנִי בָכֶם שְׁנֵים הֶעָשָׂר וְאֶחָד מִכֶּם שָׂטָן הוּא | 70 Απεκριθη προς αυτους ο Ιησους? Δεν εξελεξα εγω εσας τους δωδεκα και εις απο σας ειναι διαβολος; |
71 זֹאת אָמַר עַל־יְהוּדָה בֶּן־שִׁמְעוֹן אִישׁ קְרִיּוֹת כִּי־עָתִיד הָיָה לְמָסְרוֹ וְהוּא אֶחָד מִשְּׁנֵים הֶעָשָׂר | 71 Ελεγε δε τον Ιουδαν του Σιμωνος τον Ισκαριωτην? διοτι ουτος, εις ων εκ των δωδεκα, εμελλε να παραδωση αυτον. |