Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Lettera agli Efesini - מכתב לאפסים 15


font
STUTTGARTENSIA-DELITZSCHGREEK BIBLE
1 וַיְהִי בִּקְרֹב אֵלָיו כָּל־הַמּוֹכְסִים וְהַחַטָּאִים לִשְׁמֹעַ אוֹתוֹ1 Επλησιαζον δε εις αυτον παντες οι τελωναι και οι αμαρτωλοι, δια να ακουωσιν αυτον.
2 וַיִּלּוֹנוּ הַפְּרוּשִׁים וְהַסּוֹפְרִים לֵאמֹר הִנֵּה־זֶה מְקַבֵּל אֶת־הַחַטָּאִים וְאֹכֵל אִתָּם2 Και διεγογγυζον οι Φαρισαιοι και οι γραμματεις, λεγοντες οτι ουτος αμαρτωλους δεχεται και συντρωγει μετ' αυτων.
3 וַיְדַבֵּר אֲלֵיהֶם אֶת־הַמָּשָׁל הַזֶּה לֵאמֹר3 Ειπε δε προς αυτους την παραβολην ταυτην, λεγων?
4 מִי זֶה הָאִישׁ מִכֶּם אֲשֶׁר־לוֹ מֵאָה כְבָשִׂים וְאָבַד לוֹ אֶחָד מֵהֶם וְלֹא יִטּוֹשׁ אֶת־הַתִּשְׁעִים וְתִשְׁעָה בַּמִּדְבָּר וְהָלַךְ אַחֲרֵי הָאֹבֵד עַד כִּי־יִמְצָאֵהוּ4 Τις ανθρωπος εξ υμων εαν εχη εκατον προβατα και χαση εν εξ αυτων, δεν αφινει τα ενενηκοντα εννεα εν τη ερημω και υπαγει ζητων το απολωλος, εωσου ευρη αυτο;
5 וְהָיָה כְּמָצְאוֹ אֹתוֹ יְשִׂימֶנּוּ עַל־כְּתֵפָיו בְּשִׂמְחָה5 Και ευρων αυτο, βαλλει επι τους ωμους αυτου χαιρων.
6 וּבָא אֶל־בֵּיתוֹ וְקָרָא לְאֹהֲבָיו וְלִשְׁכֵנָיו יַחַד לֵאמֹר שִׂמְחוּ אִתִּי כִּי מָצָאתִי אֶת־שֵׂיִי הָאֹבֵד6 Και ελθων εις τον οικον, συγκαλει τους φιλους και τους γειτονας, λεγων προς αυτους? Συγχαρητε μοι, διοτι ευρον το προβατον μου το απολωλος.
7 אֲנִי אֹמֵר לָכֶם כִּי־כֵן תִּהְיֶה שִׂמְחָה בַּשָּׁמַיִם עַל־חוֹטֵא אֶחָד הַשָּׁב יוֹתֵר מֵעַל־תִּשְׁעִים וְתִשְׁעָה צַדִּיקִים אֲשֶׁר לֹא־יִצְטָרְכוּ לִתְשׁוּבָה7 Σας λεγω οτι ουτω θελει εισθαι χαρα εν τω ουρανω δια ενα αμαρτωλον μετανοουντα μαλλον παρα δια ενενηκοντα εννεα δικαιους, οιτινες δεν εχουσι χρειαν μετανοιας.
8 אוֹ מִי הָאִשָּׁה אֲשֶׁר־לָהּ עֲשָׂרָה דַרְכְּמוֹנִים וְאָבַד לָהּ דַּרְכְּמוֹן אֶחָד וְלֹא־תַדְלִיק נֵר וּתְטַאטֵא אֶת־הַבַּיִת וּתְחַפֵּשׂ הֵיטֵב עַד כִּי־תִמְצָאֵהוּ8 Η τις γυνη εχουσα δεκα δραχμας, εαν χαση δραχμην μιαν, δεν αναπτει λυχνον και σαρονει την οικιαν και ζητει επιμελως, εως οτου ευρη αυτην;
9 וְהָיָה כְּמָצְאָהּ אוֹתוֹ תִּקְרָא לְרֵעוֹתֶיהָ וְלִשְׁכֵנוֹתֶיהָ לֵאמֹר שְׂמַחְנָה אִתִּי כִּי מָצָאתִי אֵת הַדַּרְכְּמוֹן אֲשֶׁר אָבַד לִי9 και αφου ευρη, συγκαλει τας φιλας και τας γειτονας, λεγουσα? Συγχαρητε μοι, διοτι ευρον την δραχμην την οποιαν εχασα.
10 כֵּן אֲנִי אֹמֵר לָכֶם תִּהְיֶה שִׂמְחָה לִפְנֵי מַלְאֲכֵי אֱלֹהִים עַל־חוֹטֵא אֶחָד אֲשֶׁר־שָׁב מֵחֶטְאוֹ10 Ουτω, σας λεγω, χαρα γινεται ενωπιον των αγγελων του Θεου δια ενα αμαρτωλον μετανοουντα.
11 וַיֹּאמַר אִישׁ אֶחָד הָיוּ לוֹ שְׁנֵי בָנִים11 Ειπε δε? Ανθρωπος τις ειχε δυο υιους.
12 וַיֹּאמֶר הַצָּעִיר אֶל־אָבִיו אָבִי תְּנָה־לִּי אֶת־חֵלֶק הָרְכוּשׁ אֲשֶׁר יִפֹּל לִי וַיְחַלֵּק לָהֶם אֶת־הַנַּחֲלָה12 Και ειπεν ο νεωτερος αυτων προς τον πατερα? Πατερ, δος μοι το ανηκον μερος της περιουσιας. Και διεμοιρασεν εις αυτους τα υπαρχοντα αυτου.
13 וַיְהִי מִקֵּץ יָמִים וַיֶּאֱסֹף הַבֵּן הַצָּעִיר אֶת־הַכֹּל וַיֵּלֶךְ אֶל־אֶרֶץ רְחוֹקָה וְשָׁם פִּזַּר אֶת־רְכֻשׁוֹ וַיֵּלֶךְ בְּדֶרֶךְ סוֹבְאִים וְזוֹלְלִים13 Και μετ' ολιγας ημερας συναξας παντα ο νεωτερος υιος, απεδημησεν εις χωραν μακραν και εκει διεσκορπισε την περιουσιαν αυτου ζων ασωτως.
14 וְאַחֲרֵי כַלּוֹתוֹ אֶת־הַכֹּל הָיָה רָעָב חָזָק בָּאָרֶץ הַהִיא וַיָּחֶל לִהְיוֹת חֲסַר־לָחֶם14 Αφου δε εδαπανησε παντα, εγεινε πεινα μεγαλη εν τη χωρα εκεινη, και αυτος ηρχισε να στερηται.
15 וַיֵּלֶךְ וַיִּדְבַּק בְּאֶחָד מִבְּנֵי הַמְּדִינָה בָּאָרֶץ הַהִיא וַיִּשְׁלַח אוֹתוֹ אֶל־שְׂדוֹתָיו לִרְעוֹת חֲזִירִים15 Τοτε υπηγε και προσεκολληθη εις ενα των πολιτων της χωρας εκεινης, οστις επεμψεν αυτον εις τους αγρους αυτου δια να βοσκη χοιρους.
16 וַיִּתְאַו לְמַלֵּא אֶת־בִּטְנוֹ בַּחֲרוּבִים אֲשֶׁר יֹאכְלוּ הַחֲזִירִים וְאֵין נוֹתֵן לוֹ16 Και επεθυμει να γεμιση την κοιλιαν αυτου απο των ξυλοκερατων, τα οποια ετρωγον οι χοιροι, και ουδεις εδιδεν εις αυτον.
17 וַיָּשֶׁב אֶל־לִבּוֹ וַיֹּאמַר מָה־רַבּוּ שְׂכִירֵי אָבִי וְיֵשׁ לָהֶם לֶחֶם לָשׂבַע וַאֲנִי אֹבֵד בָּרָעָב17 Ελθων δε εις εαυτον, ειπε? Ποσοι μισθωτοι του πατρος μου περισσευουσιν αρτον, και εγω χανομαι υπο της πεινης.
18 אָקוּמָה־נָּא וְאֵלְכָה אֶל־אָבִי וְאֹמַר אֵלָיו אָבִי חָטָאתִי לַשָּׁמַיִם וּלְפָנֶיךָ18 Σηκωθεις θελω υπαγει προς τον πατερα μου και θελω ειπει προς αυτον? Πατερ, ημαρτον εις τον ουρανον και ενωπιον σου?
19 וּנְקַלֹּתִי מֵהִקָּרֵא עוֹד בְּנֶךָ שִׂימֵנִי כְּאַחַד שְׂכִירֶיךָ19 και δεν ειμαι πλεον αξιος να ονομασθω υιος σου? καμε με ως ενα των μισθωτων σου.
20 וַיָּקָם וַיָּבֹא אֶל־אָבִיו עוֹדֶנּוּ מֵרָחוֹק וְאָבִיו רָאָהוּ וַיֶּהֱמוּ מֵעָיו וַיָּרָץ וַיִּפֹּל עַל־צַוָּארָיו וַיִּשָּׁקֵהוּ20 Και σηκωθεις ηλθε προς τον πατερα αυτου. Ενω, δε απειχεν ετι μακραν, ειδεν αυτον ο πατηρ αυτου και εσπλαγχνισθη, και δραμων επεπεσεν επι τον τραχηλον αυτου και κατεφιλησεν αυτον.
21 וַיֹּאמֶר אֵלָיו הַבֵּן אָבִי חָטָאתִי לַשָּׁמַיִם וּלְפָנֶיךָ וַאֲנִי נְקַלֹּתִי מֵהִקָּרֵא עוֹד בְּנֶךָ21 ειπε δε προς αυτον ο υιος? Πατερ, ημαρτον εις τον ουρανον και ενωπιον σου, και δεν ειμαι πλεον αξιος να ονομασθω υιος σου.
22 וַיֹּאמֶר הָאָב אֶל־עֲבָדָיו הוֹצִיאוּ אֶת־הַשִּׂמְלָה הַטּוֹבָה מִכֻּלָּן וְהַלְבִּישֻׁהוּ וּתְנוּ טַבַּעַת עַל־יָדוֹ וּנְעָלִים בְּרַגְלָיו22 Και ο πατηρ ειπε προς τους δουλους αυτου? Φερετε εξω την στολην την πρωτην και ενδυσατε αυτον, και δοτε δακτυλιδιον εις την χειρα αυτου και υποδηματα εις τους ποδας,
23 וְהָבִיאוּ אֶת־עֵגֶל הַמַּרְבֵּק וְטִבְחוּ אֹתוֹ וְנֹאכְלָה וְנִשְׂמָח23 και φεροντες τον μοσχον τον σιτευτον σφαξατε, και φαγοντες ας ευφρανθωμεν,
24 כִּי זֶה־בְּנִי הָיָה מֵת וַיֶּחִי וְאוֹבֵד הָיָה וַיִּמָּצֵא וַיָּחֵלּוּ לִשְׂמֹחַ24 διοτι ουτος ο υιος μου νεκρος ητο και ανεζησε, και απολωλως ητο και ευρεθη. Και ηρχισαν να ευφραινωνται.
25 וּבְנוֹ הַגָּדוֹל הָיָה בַשָּׂדֶה וַיְהִי כַּאֲשֶׁר בָּא וַיִּקְרַב אֶל־הַבַּיִת וַיִּשְׁמַע קוֹל זִמְרָה וּמְחֹלוֹת25 Ητο δε ο πρεσβυτερος αυτου υιος εν τω αγρω? και καθως ερχομενος επλησιασεν εις την οικιαν, ηκουσε συμφωνιαν και χορους,
26 וַיִּקְרָא אֶל־אַחַד הַנְּעָרִים וַיִּשְׁאַל מַה־זֹּאת26 και προσκαλεσας ενα των δουλων, ηρωτα τι ειναι ταυτα.
27 וַיֹּאמֶר אֵלָיו כִּי־בָא אָחִיךָ וַיִּטְבַּח אָבִיךָ אֶת־עֵגֶל הַמַּרְבֵּק עַל־אֲשֶׁר הוּשַׁב־לוֹ שָׁלֵם27 Ο δε ειπε προς αυτον οτι ο αδελφος σου ηλθε? και εσφαξεν ο πατηρ σου τον μοσχον τον σιτευτον, διοτι απηλαυσεν αυτον υγιαινοντα.
28 וַיִּחַר לוֹ וְלֹא אָבָה לָבוֹא הַבָּיְתָה וַיֵּצֵא אָבִיו וַיְדַבֵּר עַל־לִבּוֹ28 Και ωργισθη και δεν ηθελε να εισελθη. Εξηλθε λοιπον ο πατηρ αυτου και παρεκαλει αυτον.
29 וַיַּעַן וַיֹּאמֶר אֶל־אָבִיו הִנֵּה זֶה שָׁנִים רַבּוֹת אֲנִי עֹבֵד אֹתְךָ וּמִיָּמַי לֹא עָבַרְתִּי אֶת־מִצְוָתֶךָ וּמִיָּמַי לֹא־נָתַתָּ לִּי גְּדִי לְמַעַן אָשִׂישׂ עִם־רֵעָי29 Ο δε αποκριθεις ειπε προς τον πατερα? Ιδου, τοσα ετη σε δουλευω, και ποτε εντολην σου δεν παρεβην, και εις εμε ουδε εριφιον εδωκας ποτε δια να ευφρανθω μετα των φιλων μου.
30 וַיָּבֹא בִּנְךָ זֶה אֲשֶׁר בִּלַּע אֶת־נַחֲלָתְךָ עִם־הַזֹּנוֹת וַתִּזְבַּח־לוֹ אֶת־עֵגֶל הַמַּרְבֵּק30 Οτε δε ο υιος σου ουτος, ο καταφαγων σου τον βιον μετα πορνων, ηλθεν, εσφαξας δι' αυτον τον μοσχον τον σιτευτον.
31 וַיֹּאמֶר אֵלָיו בְּנִי אַתָּה תָּמִיד עִמָּדִי וְכֹל אֲשֶׁר־לִי לְךָ הוּא31 Ο δε ειπε προς αυτον? Τεκνον, συ παντοτε μετ' εμου εισαι, και παντα τα εμα σα ειναι?
32 אֲבָל נָכוֹן לָשֹוּשׂ וְלִשְׂמֹחַ כִּי אָחִיךָ זֶה הָיָה מֵת וַיֶּחִי וְאֹבֵד הָיָה וַיִּמָּצֵא32 επρεπε δε να ευφρανθωμεν και να χαρωμεν, διοτι ο αδελφος σου ουτος νεκρος ητο και ανεζησε, και απολωλως ητο και ευρεθη.