Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Lettera ai Galati - האיגרת אל הגלטים 16


font
STUTTGARTENSIA-DELITZSCHGREEK BIBLE
1 וַיְהִי כַּאֲשֶׁר עָבַר יוֹם הַשַּׁבָּת וַתִּקְנֶינָה מִרְיָם הַמַּגְדָּלִית וּמִרְיָם אֵם יַעֲקֹב וּשְׁלֹמִית בְּשָׂמִּים לָבוֹא וְלָסוּךְ אֹתוֹ בָּהֶם1 Και αφου επερασε το σαββατον, Μαρια η Μαγδαληνη και Μαρια η μητηρ του Ιακωβου και η Σαλωμη ηγορασαν αρωματα, δια να ελθωσι και αλειψωσιν αυτον.
2 וּבְאֶחָד בַּשַּׁבָּת בַּבֹּקֶר הַשְׁכֵּם בָּאוּ אֶל־הַקָּבֶר כִּזְרוֹחַ הַשָּׁמֶשׁ2 Και πολλα πρωι της πρωτης ημερας της εβδομαδος ερχονται εις το μνημειον, οτε ανετειλεν ο ηλιος.
3 וַתֹּאמַרְנָה אִשָּׁה אֶל־אֲחוֹתָהּ מִי יָגֶל־לָנוּ אֶת־הָאֶבֶן מֵעַל פֶּתַח הַקָּבֶר3 Και ελεγον προς εαυτας? Τις θελει αποκυλισει εις ημας τον λιθον εκ της θυρας του μνημειου;
4 וּבְהַבִּיטָן רָאוּ וְהִנֵּה נִגְלְלָה הָאָבֶן כִּי הָיְתָה גְּדֹלָה מְאֹד4 Και αναβλεψασαι θεωρουσιν οτι ο λιθος ητο αποκεκυλισμενος? διοτι ητο μεγας σφοδρα.
5 וַתָּבֹאנָה אֶל־תּוֹךְ הַקָּבֶר וַתִּרְאֶינָה בָּחוּר אֶחָד ישֵׁב מִיָּמִין וְהוּא עוֹטֶה שִׂמְלָה לְבָנָה וַתִּשְׁתּוֹמַמְנָה5 Και εισελθουσαι εις το μνημειον ειδον νεανισκον καθημενον εις τα δεξια, ενδεδυμενον στολην λευκην, και ετρομαξαν.
6 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶן אַל־תִּשְׁתּוֹמַמְנָה אֶת־יֵשׁוּעַ הַנָּצְרִי אַתֶּן מְבַקְשׁוֹת אֵת הַנִּצְלָב הוּא קָם אֵינֶנּוּ פֹה הִנֵּה־זֶה הַמָּקוֹם אֲשֶׁר הִשְׁכִּיבֻהוּ בוֹ6 Ο δε λεγει προς αυτας? Μη τρομαζετε? Ιησουν ζητειτε τον Ναζαρηνον τον εσταυρωμενον? ανεστη, δεν ειναι εδω? ιδου ο τοπος, οπου εθεσαν αυτον.
7 אַךְ־לֵכְנָה וַאֲמַרְתֶּן אֶל־תַּלְמִידָיו וְאֶל־פֶּטְרוֹס כִּי הוֹלֵךְ הוּא לִפְנֵיכֶם הַגָּלִילָה וְשָׁם תִּרְאֻהוּ כַּאֲשֶׁר אָמַר לָכֶם7 Αλλ' υπαγετε, ειπατε προς τους μαθητας αυτου και προς τον Πετρον οτι υπαγει προτερον υμων εις την Γαλιλαιαν? εκει θελετε ιδει αυτον, καθως ειπε προς εσας.
8 וַתְּמַהֵרְנָה לָצֵאת וַתִּבְרַחְנָה מִן־הַקֶּבֶר כִּי אֲחָזָתַן רְעָדָה וְתִמָּהוֹן וְלֹא־הִגִּידוּ דָבָר לְאִישׁ כִּי יָרֵאוּ8 Και εξελθουσαι ταχεως, εφυγον απο του μνημειου? ειχε δε αυτας τρομος και εκστασις, και δεν ειπον ουδεν προς ουδενα? διοτι εφοβουντο.
9 וְהוּא כַּאֲשֶׁר קָם מִן־הַמֵּתִים בְּאֶחָד בַּשַּׁבָּת נִרְאָה בָרִאשֹׁנָה אֶל־מִרְיָם הַמַּגְדָּלִית אֲשֶׁר גֵּרַשׁ מִמֶּנָּה שִׁבְעָה שֵׁדִים9 Αφου δε ανεστη το πρωι της πρωτης της εβδομαδος, εφανη πρωτον εις την Μαριαν την Μαγδαληνην, εξ ης ειχεν εκβαλει επτα δαιμονια.
10 וַתֵּלֶךְ וַתַּגֵּד לָאֲנָשִׁים אֲשֶׁר הָיוּ עִמּוֹ וְהֵם מִתְאַבְּלִים וּבֹכִים10 Εκεινη υπηγε και απηγγειλε προς εκεινους, οιτινες ειχον σταθη μετ' αυτου, ενω επενθουν και εκλαιον.
11 וְכַאֲשֶׁר שָׁמְעוּ כִּי חַי וְנִרְאָה אֵלֶיהָ לֹא הֶאֱמִינוּ לָהּ11 Και εκεινοι, ακουσαντες οτι ζη και εθεαθη υπ' αυτης, δεν επιστευσαν.
12 וְאַחֲרֵי־כֵן נִרְאָה בִּדְמוּת אַחֶרֶת לִשְׁנַיִם מֵהֶם בִּהְיֹתָם מִתְהַלְּכִים בְּצֵאתָם הַשָּׂדֶה12 Μετα δε ταυτα εφανερωθη εν αλλη μορφη εις δυο εξ αυτων, ενω περιεπατουν και επορευοντο εις τον αγρον.
13 וְהֵם הָלְכוּ וַיַּגִּידוּ לָאֲחֵרִים וְגַם־לָהֶם לֹא הֶאֱמִינוּ13 Και εκεινοι υπηγαν και απηγγειλαν προς τους λοιπους? αλλ' ουδε εις εκεινους επιστευσαν.
14 וּבָאַחֲרֹנָה נִרְאָה לְאַחַד הֶעָשָׂר בִּהְיוֹתָם מְסֻבִּים וַיְחָרֵף חֶסְרוֹן אֱמוּנָתָם וּקְשִׁי לְבָבָם אֲשֶׁר לֹא־הֶאֱמִינוּ לָרֹאִים אֹתוֹ נֵעוֹר מִן־הַמֵּתִים14 Υστερον εφανη εις τους ενδεκα, ενω εκαθηντο εις την τραπεζαν, και ωνειδισε την απιστιαν αυτων και σκληροκαρδιαν, διοτι δεν επιστευσαν εις τους ιδοντας αυτον ανασταντα.
15 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם לְכוּ אֶל־כָּל־הָעוֹלָם וְקִרְאוּ אֶת־הַבְּשׂוֹרָה לְכָל־הַבְּרִיאָה15 Και ειπε προς αυτους? Υπαγετε εις ολον τον κοσμον και κηρυξατε το ευαγγελιον εις ολην την κτισιν.
16 הַמַּאֲמִין וְנִטְבָּל הוּא יִוָּשֵׁעַ וַאֲשֶׁר לֹא־יַאֲמִין יֶאְשָׁם16 Οστις πιστευση και βαπτισθη θελει σωθη, οστις ομως απιστηση θελει κατακριθη.
17 וְאֵלֶּה הָאֹתוֹת אֲשֶׁר יִלָּווּ אֶל־הַמַּאֲמִינִים יְגָרְשׁוּ שֵׁדִים בִּשְׁמִי וּבִלְשֹׁנוֹת חֲדָשׁוֹת יְדַבֵּרוּ17 Σημεια δε εις τους πιστευσαντας θελουσι παρακολουθει ταυτα, Εν τω ονοματι μου θελουσιν εκβαλλει δαιμονια? θελουσι λαλει νεας γλωσσας?
18 נְחָשִׁים יִשְׂאוּ בִּידֵיהֶם וְאִם־יִשְׁתּוּ סַם־הַמָּוֶת לֹא יַזִּיקֵם עַל־חוֹלִים יָשִׂימוּ אֶת־יְדֵיהֶם וְיִיטַב לָהֶם18 οφεις θελουσι πιανει? και εαν θανασιμον τι πιωσι, δεν θελει βλαψει αυτους? επι αρρωστους θελουσιν επιθεσει τας χειρας, και θελουσιν ιατρευεσθαι.
19 וַיְהִי אַחֲרֵי אֲשֶׁר־דִּבֶּר אִתָּם הָאָדוֹן וַיִּנָּשֵׂא הַשָּׁמָיְמָה וַיֵּשֶׁב לִימִין הָאֱלֹהִים19 Ο μεν λοιπον Κυριος, αφου ελαλησεν προς αυτους, ανεληφθη εις τον ουρανον και εκαθισεν εκ δεξιων του Θεου.
20 וְהֵמָּה יָצְאוּ וַיִּקְרְאוּ אֶת־הַבְּשׂוֹרָה בְּכָל־הַמְּקֹמוֹת וְהָאָדוֹן עֲזָרָם וַיְחַזֵּק אֶת־הַדָּבָר בָּאֹתוֹת הַבָּאוֹת אַחֲרֵי דְבָרָם אָמֵן20 Εκεινοι δε εξελθοντες εκηρυξαν πανταχου, συνεργουντος του Κυριου και βεβαιουντος το κηρυγμα δια των επακολουθουντων θαυματων. Αμην.