Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

Seconda lettera ai Corinzi (מכתב שני לקורינתים) 20


font
STUTTGARTENSIA-DELITZSCHGREEK BIBLE
1 כִּי דוֹמָה מַלְכוּת הַשָּׁמַיִם לְאָדָם בַּעַל־בָּיִת אֲשֶׁר הִשְׁכִּים לָצֵאת בַּבֹּקֶר לִשְׂכֹּר פֹּעֲלִים לְכַרְמוֹ1 Διοτι η βασιλεια των ουρανων ειναι ομοια με ανθρωπον οικοδεσποτην, οστις εξηλθεν αμα τω πρωι δια να μισθωση εργατας δια τον αμπελωνα αυτου.
2 וְהִתְנָה עִם־הַפֹּעֲלִים שְׂכַר דִּינָר לַיּוֹם וַיִּשְׁלָחֵם אֶל־כַּרְמוֹ2 Αφου δε συνεφωνησε μετα των εργατων προς εν δηναριον την ημεραν, απεστειλεν αυτους εις τον αμπελωνα αυτου.
3 וַיֵּצֵא בַּשָּׁעָה הַשְּׁלִישִׁית וַיַּרְא אֲחֵרִים עֹמְדִים בְּטֵלִים בַּשּׁוּק3 Και εξελθων περι την τριτην ωραν, ειδεν αλλους ισταμενους εν τη αγορα αργους,
4 וַיֹּאמֶר לָהֶם לְכוּ גַם־אַתֶּם אֶל־כַּרְמִי וְכַיּשֶׁר אֶתֵּן לָכֶם וַיֵּלֵכוּ4 και προς εκεινους ειπεν? Υπαγετε και σεις εις τον αμπελωνα, και ο, τι ειναι δικαιον θελω σας δωσει. Και εκεινοι υπηγον.
5 וַיֵּצֵא גַּם בַּשָּׁעָה הַשִּׁשִּׁית גַּם בַּתְּשִׁיעִית וַיַּעַשׂ כַּדָּבָר הַזֶּה5 Παλιν εξελθων περι την εκτην και ενατην ωραν, εκαμεν ωσαυτως.
6 וַיֵּצֵא בִּשְׁעַת אַחַת עֶשְׂרֵה וַיִּמְצָא אֲחֵרִים עֹמְדִים וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם לָמָה אַתֶּם עֹמְדִים פֹּה בְּטֵלִים כָּל־הַיּוֹם6 Περι δε την ενδεκατην ωραν εξελθων ευρεν αλλους ισταμενους αργους, και λεγει προς αυτους? Δια τι ιστασθε εδω ολην την ημεραν αργοι;
7 וַיֹּאמְרוּ לוֹ כִּי לֹא־שָׂכַר אוֹתָנוּ אִישׁ וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם לְכוּ גַם־אַתֶּם אֶל־הַכֶּרֶם וְכַיּשֶׁר יֻתַּן לָכֶם7 Λεγουσι προς αυτον? Διοτι ουδεις εμισθωσεν ημας. Λεγει προς αυτους? Υπαγετε και σεις εις τον αμπελωνα, και ο, τι ειναι δικαιον θελετε λαβει.
8 וַיְהִי בָעֶרֶב וַיֹּאמֶר בַּעַל הַכֶּרֶם אֶל־פְּקִידוֹ קְרָא אֶת־הַפֹּעֲלִים וְשַׁלֵּם לָהֶם אֶת־שְׂכָרָם הָחֵל בָּאַחֲרוֹנִים וְכַלֵּה בָּרִאשׁוֹנִים8 Αφου δε εγεινεν εσπερα, λεγει ο κυριος του αμπελωνος προς τον επιτροπον αυτου? Καλεσον τους εργατας και αποδος εις αυτους τον μισθον, αρχισας απο των εσχατων εως των πρωτων.
9 וַיָּבֹאוּ הַנִּשְׂכָּרִים בִּשְׁעַת אַחַת עֶשְׂרֵה וַיִּקְחוּ אִישׁ אִישׁ דִּינָר אֶחָד9 Και ελθοντες οι περι την ενδεκατην ωραν μισθωθεντες, ελαβον ανα εν δηναριον.
10 וּבְבֹא הָרִאשׁוֹנִים דִּמּוּ בְנַפְשָׁם כִּי יִקְחוּ יוֹתֵר וַיִּקְחוּ גַּם־הֵם אִישׁ אִישׁ דִּינָר אֶחָד10 Ελθοντες δε οι πρωτοι, ενομισαν οτι θελουσι λαβει πλειοτερα, ελαβον ομως και αυτοι ανα εν δηναριον.
11 וַיְהִי בְקַחְתָּם וַיִּלּוֹנוּ עַל־בַּעַל הַבַּיִת לֵאמֹר11 Και λαβοντες εγογγυζον κατα του οικοδεσποτου,
12 אֵלֶּה הָאַחֲרוֹנִים לֹא עָשֹוּ כִּי אִם־שָׁעָה אֶחָת וְאַתָּה הִשְׁוִיתָם אֵלֵינוּ אֲשֶׁר סָבַלְנוּ אֶת־כֹּבֶד הַיּוֹם וְאֶת־חֻמּוֹ12 λεγοντες οτι, Ουτοι οι εσχατοι μιαν ωραν εκαμον, και εκαμες αυτους ισους με ημας, οιτινες εβαστασαμεν το βαρος της ημερας και τον καυσωνα.
13 וַיַּעַן וַיֹּאמֶר אֶל־אֶחָד מֵהֶם רֵעִי לֹא עֲשַׁקְתִּיךָ הֲלֹא שְׂכַר דִּינָר הִתְנֵיתָ עִמִּי13 Ο δε αποκριθεις ειπε προς ενα εξ αυτων? Φιλε, δεν σε αδικω? δεν συνεφωνησας εν δηναριον μετ' εμου;
14 קַח אֶת־שֶׁלְּךָ וָלֵךְ וַאֲנִי רְצוֹנִי לָתֵת גַּם־לָזֶה הָאַחֲרוֹן כְּמוֹ־לָךְ14 λαβε το σον και υπαγε? θελω δε να δωσω εις τουτον τον εσχατον ως και εις σε.
15 הֲלֹא אוּכַל לַעֲשׂוֹת בְּשֶׁלִּי כִּרְצוֹנִי הַאִם־תֵּרַע עֵינְךָ עַל־אֲשֶׁר טוֹב אָנֹכִי15 Η δεν εχω την εξουσιαν να καμω ο, τι θελω εις τα εμα; η ο οφθαλμος σου ειναι πονηρος διοτι εγω ειμαι αγαθος;
16 כָּכָה יִהְיוּ הָאַחֲרוֹנִים רִאשׁוֹנִים וְהָרִאשׁוֹנִים יִהְיוּ אַחֲרוֹנִים כִּי־רַבִּים הֵם הַקְּרוּאִים וּמְעַטִּים הַנִּבְחָרִים16 Ουτω θελουσιν εισθαι οι εσχατοι πρωτοι και οι πρωτοι εσχατοι? διοτι πολλοι ειναι οι κεκλημενοι, ολιγοι δε οι εκλεκτοι.
17 וַיְהִי כַּעֲלוֹת יֵשׁוּעַ יְרוּשָׁלַיִם וַיִּקַּח אֵלָיו אֶת־שְׁנֵים הֶעָשָׂר לְבַדָּם וַיֹּאמֶר לָהֶם בַּדָּרֶךְ17 Και αναβαινων ο Ιησους εις Ιεροσολυμα, παρελαβε τους δωδεκα μαθητας κατ' ιδιαν εν τη οδω και ειπε προς αυτους.
18 הִנְנוּ עֹלִים יְרוּשָׁלָיְמָה וּבֶן־הָאָדָם יִמָּסֵר לְרָאשֵׁי הַכֹּהֲנִים וְלַסּוֹפְרִים וְהִרְשִׁיעֻהוּ לָמוּת18 Ιδου, αναβαινομεν εις Ιεροσολυμα, και ο Υιος του ανθρωπου θελει παραδοθη εις τους αρχιερεις και γραμματεις και θελουσι καταδικασει αυτον εις θανατον,
19 וּמָסְרוּ אוֹתוֹ לַגּוֹיִם לְהָתֵל בּוֹ וּלְהַכּוֹת אוֹתוֹ בַּשּׁוֹטִים וְלִצְלֹב אוֹתוֹ וּבַיּוֹם הַשְּׁלִישִׁי קוֹם יָקוּם19 και θελουσι παραδωσει αυτον εις τα εθνη δια να εμπαιξωσι και μαστιγωσωσι και σταυρωσωσι, και τη τριτη ημερα θελει αναστηθη.
20 אָז נִגְּשָׁה אֵלָיו אֵם בְּנֵי זַבְדַּי עִם־בָּנֶיהָ וַתִּשְׁתַּחוּ לוֹ לְבַקֵּשׁ מִמֶּנּוּ דָּבָר20 Τοτε προσηλθε προς αυτον η μητηρ των υιων του Ζεβεδαιου μετα των υιων αυτης, προσκυνουσα και ζητουσα τι παρ' αυτου.
21 וַיֹּאמֶר אֵלֶיהָ מַה־בַּקָּשָׁתֵךְ וַתֹּאמֶר אֵלָיו אֱמָר־נָא כִּי יֵשְׁבוּ שְׁנֵי־בָנַי אֵלֶּה אֶחָד לִימִינְךָ וְאֶחָד לִשְׂמֹאלְךָ בְּמַלְכוּתֶךָ21 Ο δε ειπε προς αυτην? Τι θελεις; Λεγει προς αυτον? Ειπε να καθησωσιν ουτοι οι δυο υιοι μου εις εκ δεξιων σου και εις εξ αριστερων εν τη βασιλεια σου.
22 וַיַּעַן יֵשׁוּעַ וַיֹּאמֶר לֹא יְדַעְתֶּם אֵת אֲשֶׁר שְׁאֶלְתֶּם הֲיָכֹל תּוּכְלוּ שְׁתוֹת אֶת־הַכּוֹס אֲשֶׁר אֲנִי עָתִיד לִשְׁתּוֹתָהּ וְהִטָּבֵל בַּטְּבִילָה אֲשֶׁר אֲנִי נִטְבָּל בָּהּ וַיֹּאמְרוּ אֵלָיו נוּכָל22 Αποκριθεις δε ο Ιησους ειπε? Δεν εξευρετε τι ζητειτε. Δυνασθε να πιητε το ποτηριον, το οποιον εγω μελλω να πιω, και να βαπτισθητε το βαπτισμα, το οποιον εγω βαπτιζομαι; Λεγουσι προς αυτον? Δυναμεθα.
23 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם הֵן אֶת־כּוֹסִי תִשְׁתּוּ וּבַטְּבִילָה אֲשֶׁר אֲנִי נִטְבָּל בָּהּ תִּטָּבֵלוּ אַךְ שֶׁבֶת לִימִינִי וְלִשְׂמֹאלִי אֵין בְּיָדִי לְתִתָּהּ בִּלְתִּי לַאֲשֶׁר הוּכַן לָהֶם מֵאֵת אָבִי23 Και λεγει προς αυτους? το μεν ποτηριον μου θελετε πιει; και το βαπτισμα το οποιον εγω βαπτιζομαι θελετε βαπτισθη? το να καθησητε ομως εκ δεξιων μου και εξ αριστερων μου δεν ειναι εμου να δωσω, ειμη εις οσους ειναι ητοιμασμενον υπο του Πατρος μου.
24 וַיְהִי כַּאֲשֶׁר שָׁמְעוּ־זֹאת הָעֲשָׂרָה וַיִּכְעֲסוּ עַל־שְׁנֵי הָאַחִים24 Και ακουσαντες οι δεκα ηγανακτησαν περι των δυο αδελφων.
25 וְיֵשׁוּעַ קָרָא לָהֶם וַיֹּאמַר אַתֶּם יְדַעְתֶּם כִּי־שָׂרֵי הַגּוֹיִם רֹדִים בָּהֶם וְהַגְּדוֹלִים שֹׁלְטִים עֲלֵיהֶם25 Ο δε Ιησους προσκαλεσας αυτους, ειπεν? Εξευρετε οτι οι αρχοντες των εθνων κατακυριευουσιν αυτα και οι μεγαλοι κατεξουσιαζουσιν αυτα.
26 וְאַתֶּם אַל־יְהִי כֵן בֵּינֵיכֶם כִּי אִם־הֶחָפֵץ לִהְיוֹת גָּדוֹל בָּכֶם יְהִי לָכֶם לִמְשָׁרֵת26 Ουτως ομως δεν θελει εισθαι εν υμιν, αλλ' οστις θελει να γεινη μεγας εν υμιν, ας ηναι υπηρετης υμων,
27 וְהֶחָפֵץ לִהְיוֹת בָּכֶם לְרֹאשׁ יְהִי לָכֶם עָבֶד27 και οστις θελη να ηναι πρωτος εν υμιν, ας ηναι δουλος υμων?
28 כַּאֲשֶׁר בֶּן־הָאָדָם לֹא בָא לְמַעַן יְשָׁרְתוּהוּ כִּי אִם־לְשָׁרֵת וְלָתֵת אֶת־נַפְשׁוֹ כֹּפֶר תַּחַת רַבִּים28 καθως ο Υιος του ανθρωπου δεν ηλθε δια να υπηρετηθη, αλλα δια να υπηρετηση και να δωση την ζωην αυτου λυτρον αντι πολλων.
29 וַיְהִי כְּצֵאתָם מִירִיחוֹ וַיֵּלֵךְ אַחֲרָיו הֲמוֹן עַם־רָב29 Και ενω εξηρχοντο απο της Ιεριχω, ηκολουθησεν αυτον οχλος πολυς.
30 וְהִנֵּה שְׁנֵי־עִוְרִים ישְׁבִים עַל־יַד הַדָּרֶךְ וַיִּשְׁמְעוּ כִּי יֵשׁוּעַ עֹבֵר וַיִּצְעֲקוּ לֵאמֹר חָנֵּנוּ־נָא אֲדֹנֵינוּ בֶּן־דָּוִד30 Και ιδου, δυο τυφλοι καθημενοι παρα την οδον, ακουσαντες οτι ο Ιησους διαβαινει, εκραξαν λεγοντες? Ελεησον ημας, Κυριε, υιε του Δαβιδ.
31 וַיִּגְעַר־בָּם הָעָם לְהַשְׁתִּיקָם וְהֵם הִרְבּוּ לִצְעֹק וַיֹּאמְרוּ אֲדֹנֵינוּ חָנֵּנוּ־נָא בֶּן־דָּוִד31 Ο δε οχλος επεπληξεν αυτους δια να σιωπησωσιν? αλλ' εκεινοι εκραζον δυνατωτερα, λεγοντες? Ελεησον ημας, Κυριε, υιε του Δαβιδ.
32 וַיַּעֲמֹד יֵשׁוּעַ וַיִּקְרָא לָהֶם וַיֹּאמַר מַה־תַּחְפְּצוּ וְאֶעֱשֶׂה לָכֶם32 Και σταθεις ο Ιησους, εκραξεν αυτους και ειπε? Τι θελετε να σας καμω;
33 וַיֹּאמְרוּ אֵלָיו אֲדֹנֵינוּ עֲשֵׂה שֶׁתִּפָּקַחְנָה עֵינֵינוּ33 Λεγουσι προς αυτον? Κυριε, να ανοιχθωσιν οι οφθαλμοι ημων.
34 וְרַחֲמֵי יֵשׁוּעַ נִכְמָרוּ וַיִּגַּע בְּעֵינֵיהֶם וּפִתְאֹם הֵחֵלּוּ עֵינֵיהֶם לִרְאוֹת וַיֵּלְכוּ אַחֲרָיו34 Και ο Ιησους σπλαγχνισθεις ηγγισε τους οφθαλμους αυτων? και ευθυς ανεβλεψαν αυτων οι οφθαλμοι, και ηκολουθησαν αυτον.