1 נִבְחָר ם מֵעֹשֶׁר רָב מִכֶּסֶף וּמִזָּהָב חֵן טֹוב | 1 Προτιμοτερον ονομα καλον παρα πλουτη μεγαλα, χαρις αγαθη παρα αργυριον και χρυσιον. |
2 עָשִׁיר וָרָשׁ נִפְגָּשׁוּ עֹשֵׂה כֻלָּם יְהוָה | 2 Πλουσιος και πτωχος συναπαντωνται? ο Κυριος ειναι ο Ποιητης αμφοτερων τουτων. |
3 עָרוּם ׀ רָאָה רָעָה [וְיִסָּתֵר כ] (וְנִסְתָּר ק) וּפְתָיִים עָבְרוּ וְנֶעֱנָשׁוּ | 3 Ο φρονιμος προβλεπει το κακον και κρυπτεται? οι αφρονες ομως προχωρουσι και τιμωρουνται. |
4 עֵקֶב עֲנָוָה יִרְאַת יְהוָה עֹשֶׁר וְכָבֹוד וְחַיִּים | 4 Η αμοιβη της ταπεινωσεως και του φοβου του Κυριου ειναι πλουτος και δοξα και ζωη. |
5 צִנִּים פַּחִים בְּדֶרֶךְ עִקֵּשׁ שֹׁומֵר נַפְשֹׁו יִרְחַק מֵהֶם | 5 Τριβολοι και παγιδες ειναι εν τη οδω του σκολιου? οστις φυλαττει την ψυχην αυτου, θελει εισθαι μακραν απ' αυτων. |
6 חֲנֹךְ לַנַּעַר עַל־פִּי דַרְכֹּו גַּם כִּי־יַזְקִין לֹא־יָסוּר מִמֶּנָּה | 6 Διδαξον το παιδιον εν αρχη της οδου αυτου? και δεν θελει απομακρυνθη απ' αυτης ουδε οταν γηραση. |
7 עָשִׁיר בְּרָשִׁים יִמְשֹׁול וְעֶבֶד לֹוֶה לְאִישׁ מַלְוֶה | 7 Ο πλουσιος εξουσιαζει τους πτωχους? και ο δανειζομενος ειναι δουλος του δανειζοντος. |
8 זֹורֵעַ עַוְלָה [יִקְצֹור־ כ] (יִקְצָר־אָוֶן ק) וְשֵׁבֶט עֶבְרָתֹו יִכְלֶה | 8 Ο σπειρων ανομιαν θελει θερισει συμφορας? και η ραβδος της υβρεως αυτου θελει εκλειψει. |
9 טֹוב־עַיִן הוּא יְבֹרָךְ כִּי־נָתַן מִלַּחְמֹו לַדָּל | 9 Ο εχων ομμα αγαθον θελει ευλογηθη? διοτι διδει εκ του αρτου αυτου εις τον πτωχον. |
10 גָּרֵשׁ לֵץ וְיֵצֵא מָדֹון וְיִשְׁבֹּת דִּין וְקָלֹון | 10 Εκδιωξον τον χλευαστην και θελει συνεξελθει η φιλονεικια, και η ερις και η υβρις θελουσι παυσει. |
11 אֹהֵב [טְהֹור־ כ] (טְהָר־לֵב ק) חֵן פָתָיו רֵעֵהוּ מֶלֶךְ | 11 Οστις αγαπα την καθαροτητα της καρδιας, δια την χαριν των χειλεων αυτου ο βασιλευς θελει εισθαι φιλος αυτου. |
12 עֵינֵי יְהוָה נָצְרוּ דָעַת וַיְסַלֵּף דִּבְרֵי בֹגֵד | 12 Οι οφθαλμοι του Κυριου περιφρουρουσι την γνωσιν? ανατρεπει δε τας υποθεσεις του παρανομου. |
13 אָמַר עָצֵל אֲרִי בַחוּץ בְּתֹוךְ רְחֹבֹות אֵרָצֵחַ | 13 Ο οκνηρος λεγει, Λεων ειναι εξω? εν τω μεσω των πλατειων θελω φονευθη. |
14 שׁוּחָה עֲמֻקָּה פִּי זָרֹות זְעוּם יְהוָה [יִפֹּול־ כ] (יִפָּל־שָׁם׃ ק) | 14 Στομα γυναικος αλλοτριας ειναι λακκος βαθυς? ο μισουμενος υπο Κυριου θελει εμπεσει εις αυτον. |
15 אִוֶּלֶת קְשׁוּרָה בְלֶב־נָעַר שֵׁבֶט מוּסָר יַרְחִיקֶנָּה מִמֶּנּוּ | 15 Η ανοησια ειναι συνδεδεμενη μετα της καρδιας του παιδιου? η ραβδος της παιδειας θελει αποχωρισει αυτην απ' αυτου. |
16 עֹשֵׁק דָּל לְהַרְבֹּות לֹו נֹתֵן לְעָשִׁיר אַךְ־לְמַחְסֹור | 16 Οστις καταθλιβει τον πτωχον δια να αυξηση τα πλουτη αυτου, και οστις διδει εις τον πλουσιον, θελει ελθει βεβαιως εις ενδειαν. |
17 הַט אָזְנְךָ וּשְׁמַע דִּבְרֵי חֲכָמִים וְלִבְּךָ תָּשִׁית לְדַעְתִּי | 17 Κλινον το ωτιον σου και ακουε τους λογους των σοφων, και προσκολλησον την καρδιαν σου εις την γνωσιν μου? |
18 כִּי־נָעִים כִּי־תִשְׁמְרֵם בְּבִטְנֶךָ יִכֹּנוּ יַחְדָּו עַל־שְׂפָתֶיךָ | 18 διοτι ειναι τερπνοι, εαν φυλαττη αυτους εν τη καρδια σου? και θελουσι συναρμοζεσθαι ομου επι των χειλεων σου. |
19 לִהְיֹות בַּיהוָה מִבְטַחֶךָ הֹודַעְתִּיךָ הַיֹּום אַף־אָתָּה | 19 Δια να ηναι το θαρρος σου επι τον Κυριον, εδιδαξα ταυτα εις σε την ημεραν ταυτην, μαλιστα εις σε. |
20 הֲלֹא כָתַבְתִּי לְךָ [שִׁלְשֹׁום כ] (שָׁלִישִׁים ק) בְּמֹועֵצֹת וָדָעַת | 20 Δεν εγραψα εις σε πολλακις δια συμβουλων και γνωσεων, |
21 לְהֹודִיעֲךָ קֹשְׁטְ אִמְרֵי אֱמֶת לְהָשִׁיב אֲמָרִים אֱמֶת לְשֹׁלְחֶיךָ׃ פ | 21 δια να σε καμω να γνωρισης την βεβαιοτητα των λογων της αληθειας, ωστε να αποκρινησαι λογους αληθειας προς τους εξαποστελλοντας σε; |
22 אַל־תִּגְזָל־דָּל כִּי דַל־הוּא וְאַל־תְּדַכֵּא עָנִי בַשָּׁעַר | 22 Μη γυμνονης τον πτωχον, διοτι ειναι πτωχος? μηδε καταθλιβε εις την πυλην τον δυστυχουντα? |
23 כִּי־יְהוָה יָרִיב רִיבָם וְקָבַע אֶת־קֹבְעֵיהֶם נָפֶשׁ | 23 διοτι ο Κυριος θελει εκδικασει την δικην αυτων? και θελει γυμνωσει την ψυχην των γυμνωσαντων αυτους. |
24 אַל־תִּתְרַע אֶת־בַּעַל אָף וְאֶת־אִישׁ חֵמֹות לֹא תָבֹוא | 24 Μη καμνε φιλιαν μετα ανθρωπου θυμωδους? και μετα ανθρωπου οργιλου μη συμπεριπατει? |
25 פֶּן־תֶּאֱלַף [אָרְחָתֹו כ] (אֹרְחֹתָיו ק) וְלָקַחְתָּ מֹוקֵשׁ לְנַפְשֶׁךָ | 25 μηποτε μαθης τας οδους αυτου, και λαβης παγιδα εις την ψυχην σου. |
26 אַל־תְּהִי בְתֹקְעֵי־כָף בַּעֹרְבִים מַשָּׁאֹות | 26 Μη εσο εκ των διδοντων χειρα, εκ των εγγυωμενων δια χρεη. |
27 אִם־אֵין־לְךָ לְשַׁלֵּם לָמָּה יִקַּח מִשְׁכָּבְךָ מִתַּחְתֶּיךָ | 27 Εαν δεν εχης ποθεν να πληρωσης, δια τι να παρωσι την κλινην σου υποκατωθεν σου; |
28 אַל־תַּסֵּג גְּבוּל עֹולָם אֲשֶׁר עָשׂוּ אֲבֹותֶיךָ | 28 Μη μετακινει ορια αρχαια, τα οποια εθεσαν οι πατερες σου. |
29 חָזִיתָ אִישׁ ׀ מָהִיר בִּמְלַאכְתֹּו לִפְנֵי־מְלָכִים יִתְיַצָּב בַּל־יִתְיַצֵּב לִפְנֵי חֲשֻׁכִּים׃ פ | 29 Ειδες ανθρωπον επιτηδειον εις τα εργα αυτου; αυτος θελει παρασταθη ενωπιον βασιλεων? δεν θελει παρασταθη ενωπιον ουτιδανων. |
30 כֹּה ׀ אָמַר יְהוָה כִּתְבוּ אֶת־הָאִישׁ הַזֶּה עֲרִירִי גֶּבֶר לֹא־יִצְלַח בְּיָמָיו כִּי לֹא יִצְלַח מִזַּרְעֹו אִישׁ יֹשֵׁב עַל־כִּסֵּא דָוִד וּמֹשֵׁל עֹוד בִּיהוּדָה | |