Scrutatio

Martedi, 21 maggio 2024 - Santi Martiri Messicani (Cristoforo Magallanes Jara e 24 compagni) ( Letture di oggi)

Secondo libro dei Re 5


font
LA SACRA BIBBIAGREEK BIBLE
1 Naaman, comandante dell'esercito del re di Aram, era un uomo molto influente e stimato presso il suo signore, perché per mezzo suo il Signore aveva accordato la salvezza ad Aram. Ora quest'uomo tanto valoroso era lebbroso.1 Ο δε Νεεμαν, ο στρατηγος του βασιλεως της Συριας, ητο ανηρ μεγας ενωπιον του κυριου αυτου και τιμωμενος, επειδη ο Κυριος δι' αυτου εδωκε σωτηριαν εις την Συριαν? και ο ανθρωπος ητο δυνατος εν ισχυι, λεπρος ομως.
2 Gli Aramei, usciti a fare una razzia, rapirono dal paese d'Israele una ragazzina, la quale passò al servizio della moglie di Naaman.2 Εξηλθον δε οι Συριοι κατα ταγματα και εφερον αιχμαλωτον εκ της γης του Ισραηλ μικραν τινα κορην? και υπηρετει την γυναικα του Νεεμαν.
3 Essa disse alla sua signora: "Se il mio signore si rivolgesse al profeta che c'è in Samaria, certamente egli lo libererebbe dalla lebbra!".3 Και ειπε προς την κυριαν αυτης, Ειθε να ητο ο κυριος μου εμπροσθεν του προφητου του εν Σαμαρεια, διοτι ηθελεν ιατρευσει αυτον απο της λεπρας αυτου.
4 Naaman andò ad informare il suo signore dicendo: "La fanciulla della terra d'Israele ha detto così e così".4 Και εισελθων ο Νεεμαν απηγγειλε προς τον κυριον αυτου, λεγων, Ουτω και ουτως ελαλησεν η κορη η εκ της γης του Ισραηλ.
5 Il re di Aram rispose: "Va' pure; io stesso invierò una lettera al re d'Israele". Quegli se ne andò dopo aver preso con sé dieci talenti d'argento, seimila sicli d'oro e dieci cambi di vesti.5 Και ειπεν ο βασιλευς της Συριας, Ελθε, υπαγε, και θελω στειλει επιστολην προς τον βασιλεα του Ισραηλ. Και ανεχωρησε και ελαβεν εν τη χειρι αυτου δεκα ταλαντα αργυριου και εξ χιλιαδας χρυσους και δεκα αλλαγας ενδυματων?
6 Presentò al re d'Israele la lettera che diceva: "Nello stesso tempo in cui ti giungerà questa lettera, io t'invio il mio servo Naaman, perché lo guarisca dalla lebbra".6 Και εφερε την επιστολην προς τον βασιλεα του Ισραηλ, λεγουσαν, Και τωρα καθως ελθη επιστολη αυτη προς σε, ιδου, εστειλα προς σε Νεεμαν τον δουλον μου, δια να ιατρευσης αυτον απο της λεπρας αυτου.
7 Letta che ebbe la lettera, il re d'Israele si stracciò le vesti ed esclamò: "Sono io forse Dio che posso far morire e vivere, dal momento che costui mi manda uno perché lo guarisca dalla lebbra? Considerate bene e vedrete che costui sta cercando l'occasione per nuocermi".7 Και καθως ανεγνωσεν ο βασιλευς του Ισραηλ την επιστολην, διεσχισε τα ιματια αυτου, και ειπε, Θεος ειμαι εγω, δια να θανατονω και να ζωοποιω, ωστε ουτος στελλει προς εμε να ιατρευσω ανθρωπον απο της λεπρας αυτου; γνωρισατε λοιπον, παρακαλω, και ιδετε οτι ουτος ζητει προφασιν εναντιον μου.
8 Quando Eliseo, l'uomo di Dio, ebbe udito che il re d'Israele s'era stracciato le vesti, gli mandò a dire: "Perché ti sei stracciato le vesti? Venga pure da me e saprà che v'è un profeta in Israele".8 Ως δε ηκουσεν ο Ελισσαιε, ο ανθρωπος του Θεου, οτι ο βασιλευς του Ισραηλ διεσχισε τα ιματια αυτου, απεστειλε προς τον βασιλεα, λεγων, Δια τι διεσχισας τα ιματια σου; ας ελθη τωρα προς εμε, και θελει γνωρισει οτι ειναι προφητης εν τω Ισραηλ.
9 Naaman venne con i suoi cavalli e il suo cocchio e si fermò davanti alla porta della casa di Eliseo.9 Τοτε ηλθεν ο Νεεμαν μετα των ιππων αυτου και μετα της αμαξης αυτου, και εσταθη εις την θυραν της οικιας του Ελισσαιε.
10 Allora Eliseo gli mandò un messaggero che gli dicesse: "Va' a bagnarti sette volte nel Giordano e la tua carne ritornerà come prima e sarai purificato".10 Και απεστειλε προς αυτον ο Ελισσαιε μηνυτην, λεγων, Υπαγε και λουσθητι επτακις εν τω Ιορδανη, και θελει επανελθει η σαρξ σου εις σε, και θελεις καθαρισθη.
11 Naaman si adirò e se ne andò dicendo: "Ecco, io m'ero detto: "Certamente egli uscirà, mi starà davanti e invocherà il nome del Signore Dio suo, agitando la mano sulla parte infetta e mi libererà dalla lebbra".11 Ο δε Νεεμαν εθυμωθη και ανεχωρησε και ειπεν, Ιδου, εγω ελεγον, Θελει βεβαιως εξελθει προς εμε και θελει σταθη και επικαλεσθη το ονομα Κυριου του Θεου αυτου, και διακινησει την χειρα αυτου επι τον τοπον και ιατρευσει τον λεπρον?
12 I fiumi di Damasco, l'Abana e il Parpar, non sono forse migliori di tutte le acque d'Israele? Se mi bagnassi in essi, non sarei forse purificato?". Si voltò e se ne andò tutto infuriato.12 ο Αβανα και ο Φαρφαρ, ποταμοι της Δαμασκου, δεν ειναι καλητεροι υπερ παντα τα υδατα του Ισραηλ; δεν ηδυναμην να λουσθω εν αυτοις και να καθαρισθω; Και στραφεις, ανεχωρησε μετα θυμου.
13 I suoi servi però gli vennero vicino e gli dissero: "Padre mio! Se il profeta ti avesse ordinato una cosa difficile, non l'avresti forse eseguita? A maggior ragione ora che ti ha detto: "Bagnati e sarai purificato".13 Επλησιασαν δε οι δουλοι αυτου και ελαλησαν προς αυτον και ειπον? Πατερ μου, εαν ο προφητης ηθελε σοι ειπει μεγα πραγμα, δεν ηθελες καμει αυτο; ποσω μαλλον τωρα, οταν σοι λεγη, Λουσθητι και καθαρισθητι;
14 Allora egli discese e si immerse sette volte nel Giordano, secondo la parola dell'uomo di Dio: la sua carne tornò come quella di un ragazzino e fu purificato.14 Τοτε κατεβη και εβυθισθη επτακις εις τον Ιορδανην, κατα τον λογον του ανθρωπου του Θεου? και η σαρξ αυτου αποκατεστη ως σαρξ παιδιου μικρου, και εκαθαρισθη.
15 Ritornò poi dall'uomo di Dio con tutto il suo seguito, entrò, gli stette davanti e disse: "Ecco, io so che in tutta la terra non v'è Dio se non in Israele! Ora, accetta un regalo dal tuo servo".15 Και επεστρεψε προς τον ανθρωπον του Θεου, αυτος και πασα η συνοδια αυτου, και ηλθε και εσταθη εμπροσθεν αυτου? και ειπεν, Ιδου, τωρα εγνωρισα οτι δεν ειναι Θεος εν παση τη γη, ειμη εν τω Ισραηλ? οθεν τωρα δεχθητι, παρακαλω, δωρον παρα του δουλου σου.
16 Egli rispose: "Per il Signore vivente, ch'io servo, non l'accetterò!". Quegli insistette perché accettasse, ma egli rifiutò.16 Ο δε ειπε, Ζη Κυριος, ενωπιον του οποιον παρισταμαι, δεν θελω δεχθη. Ο δε εβιαζεν αυτον να δεχθη, αλλα δεν εστερξε.
17 Allora Naaman disse: "Poiché non vuoi, acconsenti che sia data al tuo servo la terra che può essere caricata su due muli, perché il tuo servo non offrirà più olocausti e sacrifici ad altri dèi tranne che al Signore.17 Και ειπεν ο Νεεμαν, Και αν μη, ας δοθη, παρακαλω, εις τον δουλον σου δυο ημιονων φορτιον εκ του χωματος τουτου, διοτι ο δουλος σου δεν θελει προσφερει εις το εξης ολοκαυτωμα ουδε θυσιαν εις αλλους θεους, παρα μονον εις τον Κυριον?
18 Il Signore però perdoni il tuo servo per questa azione: quando il mio signore si recherà al tempio di Rimmon per farvi adorazione, si appoggerà al mio braccio e io mi prostrerò nel tempio di Rimmon mentre egli si prostra. Voglia il Signore perdonare il tuo servo per quest'azione".18 περι τουτου του πραγματος ας συγχωρηση ο Κυριος τον δουλον σου, οτι, οταν εισερχηται ο κυριος μου εις τον οικον του Ριμμων δια να προσκυνηση εκει, και στηριζηται επι την χειρα μου, και εγω κλινω εμαυτον εν τω οικω του Ριμμων, ενω κλινω εμαυτον εν τω οικω του Ριμμων, ο Κυριος ας συγχωρηση τον δουλον σου περι του πραγματος τουτου
19 Il profeta gli rispose: "Va' in pace!". Quegli si allontanò per un buon tratto di cammino.19 Και ειπε προς αυτον, Υπαγε εν ειρηνη. Και ανεχωρησεν απ' αυτου μικρον τι διαστημα.
20 Giezi, servo di Eliseo, uomo di Dio, disse tra sé: "Ecco, il mio signore ha avuto riguardo per questo Naaman arameo, rifiutandosi di prendere dalla sua mano quanto gli aveva portato. Com'è vero che vive il Signore, gli correrò dietro e certamente prenderò da lui qualcosa".20 Ειπε δε ο Γιεζει, ο υπηρετης του Ελισσαιε του ανθρωπου του Θεου, Ιδου, εφεισθη ο κυριος μου του Νεεμαν τουτου του Συριου, ωστε να μη λαβη εκ της χειρος αυτου εκεινο το οποιον εφερε? πλην, ζη Κυριος, εγω θελω τρεξει κατοπιν αυτου και θελω λαβει τι παρ' αυτου.
21 Difatti Giezi si mise ad inseguire Naaman. Quando questi lo vide corrergli dietro saltò giù dal cocchio per andargli incontro e gli domandò: "Va tutto bene?".21 Και ετρεξεν ο Γιεζει κατοπιν του Νεεμαν. Και οτε ειδεν αυτον ο Νεεμαν τρεχοντα κατοπιν αυτου, επηδησεν εκ της αμαξης εις συναντησιν αυτου και ειπε, Καλως εχετε;
22 Quegli rispose: "Tutto bene! Il mio signore mi manda a dirti: "Ecco in questo momento sono venuti da me dalla montagna di Efraim due giovani dei discepoli dei profeti; dammi per loro un talento d'argento e due mute d'abiti".22 Ο δε ειπε, Καλως? ο κυριος μου με απεστειλε, λεγων, Ιδου, ταυτην την ωραν ηλθον προς εμε, εκ του ορους Εφραιμ, δυο νεοι εκ των υιων των προφητων? δος εις αυτους, παρακαλω, εν ταλαντον αργυριου και δυο αλλαγας ενδυματων.
23 Naaman disse: "Fammi il piacere: prendi due talenti". Dopo un po' d'insistenza, legò in due sacchi i due talenti d'argento con le due mute di abiti e li diede a due servi che li portarono davanti a Giezi.23 Και ειπεν ο Νεεμαν, Λαβε ευχαριστως δυο ταλαντα. Και εβιασεν αυτον, και εδωσε τα δυο ταλαντα του αργυριου εις δυο θυλακια, μετα δυο αλλαγων ενδυματων? και επεθεσεν αυτα εις δυο εκ των δουλων αυτου, και εβασταζον αυτα εμπροσθεν αυτου.
24 Giunto sulla collina, egli li prese dalle loro mani e li depositò nella casa; poi rimandò gli uomini che se ne andarono.24 Και οτε ηλθεν εις Οφηλ, ελαβεν αυτα εκ των χειρων αυτων και εφυλαξεν εν τω οικω? και απελυσε τους ανδρας, και ανεχωρησαν.
25 Andò quindi a presentarsi al suo signore che gli domandò: "Donde vieni, Giezi?". Quegli rispose: "Il tuo servo non è andato in nessun luogo".25 Αυτος δε εισηλθε και εσταθη εμπροσθεν του κυριου αυτου. Και ειπε προς αυτον ο Ελισσαιε, Ποθεν, Γιεζει; Ο δε ειπεν, Ο δουλος σου δεν υπηγε πουποτε.
26 L'altro replicò: "Forse che il mio spirito non era presente quando un uomo è disceso dal suo cocchio per venirti incontro? Ora che hai ricevuto il denaro, puoi comprarti giardini, oliveti e vigne, pecore e buoi, schiavi e schiave!26 Και ειπε προς αυτον, Δεν υπηγεν η καρδια μου μετα σου, οτε ο ανθρωπος επεστρεψεν απο της αμαξης αυτου εις συναντησιν σου; ειναι καιρος να λαβης αργυριον και να λαβης ιματια και ελαιωνας και αμπελωνας και προβατα και βοας και δουλους και δουλας;
27 Ma la lebbra di Naaman si attaccherà a te e alla tua discendenza per sempre". Quegli uscì dalla sua presenza, bianco di lebbra come la neve.27 δια τουτο η λεπρα του Νεεμαν θελει κολληθη εις σε και εις το σπερμα σου εις τον αιωνα. Και εξηλθεν απ' εμπροσθεν αυτου λελεπρωμενος ως χιων.