Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Giovanni 12


font
BIBBIA RICCIOTTIGREEK BIBLE
1 - Sei giorni prima di Pasqua Gesù venne a Betania, dov'era Lazzaro, il morto da lui risuscitato.1 Ο Ιησους λοιπον προ εξ ημερων του πασχα ηλθεν εις Βηθανιαν, οπου ητο ο Λαζαρος ο αποθανων, τον οποιον ανεστησεν εκ νεκρων.
2 E quivi gli fecero una cena; Marta serviva e Lazzaro era uno dei commensali.2 Και εκαμαν εις αυτον δειπνον εκει, και η Μαρθα υπηρετει? ο δε Λαζαρος ητο εις εκ των συγκαθημενων μετ' αυτου.
3 Maria poi prese una libbra d'unguento di nardo di gran valore, e ne unse i piedi di Gesù e glieli asciugò coi suoi capelli; e la casa fu ripiena dell'odore dell'unguento.3 Τοτε η Μαρια, λαβουσα μιαν λιτραν μυρου ναρδου καθαρας πολυτιμου, ηλειψε τους ποδας του Ιησου και με τας τριχας αυτης εσπογγισε τους ποδας αυτου? η δε οικια επλησθη εκ της οσμης του μυρου.
4 Allora uno dei suoi discepoli, Giuda Iscariote, il quale doveva tradirlo, disse:4 Λεγει λοιπον εις εκ των μαθητων αυτου, ο Ιουδας Σιμωνος ο Ισκαριωτης, οστις εμελλε να παραδωση αυτον?
5 «Perchè non si è venduto quest'unguento per trecento danari, e non lo si è dato ai poveri?».5 Δια τι τουτο το μυρον δεν επωληθη τριακοσια δηναρια και εδοθη εις τους πτωχους;
6 Egli poi disse ciò non perchè si curasse dei poveri; ma perchè era ladro e, siccome teneva la borsa, asportava ciò che vi si metteva.6 Ειπε δε τουτο ουχι διοτι εμελεν αυτον περι των πτωχων, αλλα διοτι ητο κλεπτης και ειχε το γλωσσοκομον και εβασταζε τα βαλλομενα εις αυτο.
7 Gesù però gli disse: «Lasciala stare; ella ha serbato questo profumo per il giorno della mia sepoltura,7 Ειπε λοιπον ο Ιησους? Αφες αυτην, εις την ημεραν του ενταφιασμου μου εφυλαξεν αυτο.
8 poichè i poveri li avete sempre con voi, ma non sempre avrete me».8 Διοτι τους πτωχους παντοτε εχετε μεθ' εαυτων, εμε ομως παντοτε δεν εχετε.
9 Pertanto un gran numero di Giudei seppe che Gesù era colà, e vennero non solo per Gesù, ma anche per veder Lazzaro da lui risuscitato dai morti.9 Εμαθε δε οχλος πολυς εκ των Ιουδαιων οτι ειναι εκει, και ηλθον ουχι δια τον Ιησουν μονον, αλλα δια να ιδωσι και τον Λαζαρον, τον οποιον ανεστησεν εκ νεκρων.
10 Ma i capi dei sacerdoti deliberarono di far morire anche Lazzaro,10 Συνεβουλευθησαν δε οι αρχιερεις, δια να θανατωσωσι και τον Λαζαρον,
11 perchè per causa sua, molti se ne partivano da loro e credevano in Gesù.11 διοτι πολλοι εκ των Ιουδαιων δι' αυτον υπηγαινον και επιστευον εις τον Ιησουν.
12 Il giorno seguente la gran folla, accorsa alla festa, saputo che Gesù veniva a Gerusalemme,12 Τη επαυριον οχλος πολυς ο ελθων εις την εορτην, ακουσαντες οτι ερχεται ο Ιησους εις Ιεροσολυμα,
13 prese dei rami di palme e uscì a incontrarlo, gridando: «Osanna! Benedetto Colui che viene nel nome del Signore, il re d'Israele!».13 ελαβον τα βαια των φοινικων και εξηλθον εις υπαντησιν αυτου και εκραζον? Ωσαννα, ευλογημενος ο ερχομενος εν ονοματι Κυριου, ο βασιλευς του Ισραηλ.
14 E Gesù, trovato un asinello, vi montò sopra, secondo quanto sta scritto:14 Ευρων δε ο Ιησους οναριον, εκαθησεν επ' αυτο, καθως ειναι γεγραμμενον?
15 «Non temere, o figliuola di Sion! Ecco il tuo re che viene, seduto sopra un puledro d'asina».15 Μη φοβου, θυγατερ Σιων? ιδου, ο βασιλευς σου ερχεται καθημενος επι πωλου ονου.
16 I suoi discepoli non compresero dapprima queste cose; ma quando Gesù fu glorificato, allora si rammentarono che quelle cose erano per lui state scritte e che quelle avevano essi compiute in lui.16 Ταυτα ομως δεν ενοησαν οι μαθηται αυτου κατ' αρχας, αλλ' οτε εδοξασθη ο Ιησους, τοτε ενεθυμηθησαν οτι ταυτα ησαν γεγραμμενα δι ' αυτον, και ταυτα εκαμον εις αυτον.
17 La folla poi, che era con lui quando evocò Lazzaro dalla tomba e lo risuscitò dai morti, gli rendeva testimonianza;17 Εμαρτυρει λοιπον ο οχλος, ο ων μετ' αυτου οτε εφωναξε τον Λαζαρον εκ του μνημειου και ανεστησεν αυτον εκ νεκρων.
18 e la folla gli era andata incontro, perchè aveva sentito aver egli fatto questo miracolo.18 Δια τουτο και υπηντησεν αυτον ο οχλος, διοτι ηκουσεν οτι εκαμε το θαυμα τουτο.
19 Perciò i Farisei dissero tra loro: «Vedete che non approdiamo a nulla? Ecco che il mondo intero va a lui!».19 Οι Φαρισαιοι λοιπον ειπον προς αλληλους? Βλεπετε οτι δεν ωφελειτε ουδεν; ιδου, ο κοσμος οπισω αυτου υπηγεν.
20 Ora tra quelli che erano saliti alla festa per adorare vi erano dei Gentili,20 Ησαν δε τινες Ελληνες μεταξυ των αναβαινοντων δια να προσκυνησωσιν εν τη εορτη.
21 i quali, accostatisi a Filippo, che era di Betsaida in Galilea, lo pregavano dicendo: «Signore, vogliamo vedere Gesù».21 Ουτοι λοιπον ηλθον προς τον Φιλιππον τον απο Βηθσαιδα της Γαλιλαιας, και παρεκαλουν αυτον, λεγοντες? Κυριε, θελομεν να ιδωμεν τον Ιησουν.
22 Filippo ne parlò ad Andrea, e Andrea e Filippo lo dissero a Gesù.22 Ερχεται ο Φιλιππος και λεγει προς τον Ανδρεαν, και παλιν ο Ανδρεας και ο Φιλιππος λεγουσι προς τον Ιησουν.
23 Gesù rispose loro: «È venuta l'ora, nella quale il Figliuol dell'uomo sarà glorificato.23 Ο δε Ιησους απεκριθη προς αυτους λεγων? Ηλθεν η ωρα δια να δοξασθη ο Υιος του ανθρωπου.
24 In verità, in verità vi dico che se il grano di frumento, caduto in terra, non muore, resta solo; ma se muore, produce molto frutto.24 Αληθως, αληθως σας λεγω, Εαν ο κοκκος του σιτου δεν πεση εις την γην και αποθανη, αυτος μονος μενει? εαν ομως αποθανη, πολυν καρπον φερει.
25 Chi ama la propria vita, la perderà, e chi odia la propria vita in questo mondo, la conserverà per la vita eterna.25 Οστις αγαπα την ψυχην αυτου, θελει απολεση αυτην, και οστις μισει την ψυχην αυτου εν τω κοσμω τουτω, εις ζωην αιωνιον θελει φυλαξει αυτην.
26 Chi mi vuol servire, mi segua; perchè dove sarò io, quivi sarà anche il mio servo. E chi servirà me, sarà glorificato dal Padre mio.26 Εαν εμε υπηρετη τις, εμε ας ακολουθη, και οπου ειμαι εγω, εκει θελει εισθαι και ο υπηρετης ο εμος? και εαν τις εμε υπηρετη, θελει τιμησει αυτον ο Πατηρ.
27 Ora l'anima mia è turbata. E che dirò io? Padre, liberami da quest'ora. Ma io sono venuto appunto per quest'ora.27 Τωρα η ψυχη μου ειναι τεταραγμενη? και τι να ειπω; Πατερ, σωσον με εκ της ωρας ταυτης. Αλλα δια τουτο ηλθον εις την ωραν ταυτην.
28 Padre, glorifica il tuo nome!». E dal cielo venne una voce: «L'ho glorificato e ancora lo glorificherò».28 Πατερ, δοξασον σου το ονομα. Ηλθε λοιπον φωνη εκ του ουρανου? Και εδοξασα και παλιν θελω δοξασει.
29 Ora la folla, ch'era presente e aveva sentito la voce, diceva esser stato un tuono, mentre altri dicevano: «Un angelo gli ha parlato».29 Ο οχλος λοιπον ο παρεστως και ακουσας ελεγεν οτι εγεινε βροντη? αλλοι ελεγον? Αγγελος ελαλησε προς αυτον.
30 Gesù ripigliò a dire: «Questa voce è venuta non per me, ma per voi.30 Απεκριθη ο Ιησους και ειπεν? Η φωνη αυτη δεν εγεινε δι' εμε, αλλα δια σας.
31 Adesso si fa il giudizio del mondo; adesso il principe di questo mondo sarà cacciato fuori.31 Τωρα ειναι κρισις του κοσμου τουτου, τωρα ο αρχων του κοσμου τουτου θελει εκβληθη εξω.
32 Ed io, quando sarò innalzato da terra, trarrò tutto a me».32 Και εγω εαν υψωθω εκ της γης, θελω ελκυσει παντας προς εμαυτον.
33 E ciò diceva per indicare di qual morte sarebbe morto.33 Τουτο δε ελεγε, δεικνυων με ποιον θανατον εμελλε να αποθανη.
34 Gli rispose la folla: «Noi abbiamo imparato dalla legge che il Cristo vivrà in eterno. Come adunque puoi dire che il Figliuol dell'uomo deve essere inalzato? Chi è questo Figliuol dell'uomo?».34 Απεκριθη προς αυτον ο οχλος? ημεις ηκουσαμεν εκ του νομου Οτι ο Χριστος μενει εις τον αιωνα, και πως συ λεγεις Οτι πρεπει να υψωθη ο Υιος του ανθρωπου; τις ειναι ουτος ο Υιος του ανθρωπου;
35 Gesù pertanto rispose loro: «La luce è in voi ancora per un poco. Camminate finchè avete la luce, affinchè le tenebre non vi sorprendano; chi cammina nelle tenebre non sa dove vada.35 Ειπε λοιπον προς αυτους ο Ιησους? Ετι ολιγον καιρον το φως ειναι μεθ' υμων? περιπατειτε ενοσω εχετε το φως, δια να μη σας καταφθαση το σκοτος? και οστις περιπατει εν τω σκοτει δεν εξευρει που υπαγει.
36 Finchè avete la luce, credete nella luce affinchè siate figli della luce». Così parlò Gesù; poi se ne andò e si nascose da loro.36 Ενοσω εχετε το φως, πιστευετε εις το φως, δια να γεινητε υιοι του φωτος. Ταυτα ελαλησεν ο Ιησους, και απελθων εκρυφθη απ' αυτων.
37 Benchè avesse fatto tanti miracoli in loro presenza, pure non credettero in lui,37 Αλλ' ενω εκαμε τοσα θαυματα εμπροσθεν αυτων, δεν επιστευον εις αυτον?
38 perchè s'adempisse la parola detta dal profeta Isaia: «Signore, chi ha creduto alla nostra parola? E il braccio del Signore a chi mai è stato rivelato?».38 δια να πληρωθη ο λογος του προφητου Ησαιου, τον οποιον ειπε? Κυριε, τις επιστευσεν εις το κηρυγμα ημων; και ο βραχιων του Κυριου εις τινα απεκαλυφθη;
39 Essi non potevano credere, perchè Isaia aveva detto:39 Δια τουτο δεν ηδυναντο να πιστευωσι διοτι παλιν ειπεν ο Ησαιας?
40 «Egli ha accecato i loro occhi e indurito i loro cuori, affinchè non vedano con gli occhi e non intendano col cuore e non si convertano, in modo che io possa guarirli».40 Ετυφλωσε τους οφθαλμους αυτων και εσκληρυνε την καρδιαν αυτων, δια να μη ιδωσι με τους οφθαλμους και νοησωσι με την καρδιαν και επιστρεψωσι, και ιατρευσω αυτους.
41 Queste cose disse Isaia, quando vide la gloria di lui e parlò di lui.41 Ταυτα ειπεν ο Ησαιας, οτε ειδε την δοξαν αυτου και ελαλησε περι αυτου.
42 Molti, tuttavia, anche tra i capi, credettero in lui; ma non lo confessavano per paura dei Farisei, per non essere scacciati dalla sinagoga,42 Αλλ' ομως και εκ των αρχοντων πολλοι επιστευσαν εις αυτον, πλην δια τους Φαρισαιους δεν ωμολογουν, δια να μη γεινωσιν αποσυναγωγοι.
43 giacchè essi amavano più la gloria degli uomini che la gloria di Dio.43 Διοτι ηγαπησαν την δοξαν των ανθρωπων μαλλον παρα την δοξαν του Θεου.
44 Ma Gesù esclamò e disse: «Chi crede in me, crede non in me, ma in Colui che mi ha mandato;44 Ο δε Ιησους εκραξε και ειπεν? Ο πιστευων εις εμε δεν πιστευει εις εμε, αλλ' εις τον πεμψαντα με,
45 e chi vede me, vede Colui che mi ha mandato.45 και ο θεωρων εμε θεωρει τον πεμψαντα με.
46 Io son venuto luce al mondo, affinchè chiunque crede in me, non resti nelle tenebre;46 Εγω ηλθον φως εις τον κοσμον, δια να μη μεινη εν τω σκοτει πας ο πιστευων εις εμε.
47 e se qualcuno ascolta le mie parole e non le osserva, io non lo giudicherò, perchè io non sono venuto a giudicare il mondo, ma a salvare il mondo.47 Και εαν τις ακουση τους λογους μου και δεν πιστευση, εγω δεν κρινω αυτον? διοτι δεν ηλθον δια να κρινω τον κοσμον, αλλα δια να σωσω τον κοσμον.
48 Chi disprezza me e non accoglie le mie parole, ha chi lo giudica: la parola che ho proferito, essa lo giudicherà nell'ultimo giorno.48 Ο αθετων εμε και μη δεχομενος τους λογους μου, εχει τον κρινοντα αυτον? ο λογος, τον οποιον ελαλησα, εκεινος θελει κρινει αυτον εν τη εσχατη ημερα?
49 Perchè io non ho parlato da me stesso; ma il Padre, che mi ha mandato, mi ha prescritto egli stesso quello che io dovevo dire e predicare.49 διοτι εγω απ' εμαυτου δεν ελαλησα, αλλ' ο πεμψας με Πατηρ αυτος μοι εδωκεν εντολην τι να ειπω και τι να λαλησω?
50 E io so che il suo comando è la vita eterna. Perciò le cose che io dico, le dico come il Padre me le ha dette».50 και εξευρω οτι η εντολη αυτου ειναι ζωη αιωνιος. Οσα λοιπον λαλω εγω, καθως μοι ειπεν ο Πατηρ, ουτω λαλω.