1 - La Sapienza si è fabbricata una casa, ha tagliato sette colonne, | 1 Η σοφια ωκοδομησε τον οικον αυτης, ελατομησε τους στυλους αυτης επτα? |
2 macellò le sue carni, mescè il vino, imbandì la sua mensa; | 2 εσφαξε τη σφαγια αυτης, εκερασε τον οινον αυτης, και ητοιμασε την τραπεζαν αυτης? |
3 ad invitare mandò le sue ancellealla cittadella ed ai bastioni della città: | 3 απεστειλε τας θεραπαινας αυτης, κηρυττει επι των υψηλων τοπων της πολεως, |
4 «Chi è fanciullo venga da me»; e a quelli scemi di senno ha detto: | 4 Οστις ειναι αφρων, ας στραφη εδω? και, προς τους ενδεεις φρενων, λεγει προς αυτους, |
5 «Venite, mangiate del mio pane, bevete il vino ch'io vi mescei. | 5 Ελθετε, φαγετε απο του αρτου μου, και πιετε απο του οινου τον οποιον εκερασα? |
6 Lasciate la fanciullaggine e vivrete e camminate per la via della prudenza». | 6 αφησατε την αφροσυνην και ζησατε? και κατευθυνθητε εν τη οδω της συνεσεως. |
7 Chi corregge il beffardo fa torto a se stesso, e chi ammonisce l'empio si contamina. | 7 Ο νουθετων χλευαστην λαμβανει εις εαυτον ατιμιαν? και ο ελεγχων τον ασεβη λαμβανει εις εαυτον μωμον. |
8 Non riprendere il beffardo affinchè non ti odi, avvertisci il saggio e t'amerà. | 8 Μη ελεγχε χλευαστην, δια να μη σε μισηση? ελεγχε σοφον, και θελει σε αγαπησει. |
9 Dà occasione al saggio d'imparare e diventerà più saggio, amma estra il giusto e sarà sollecito d'imparare. | 9 Διδε αφορμην εις τον σοφον και θελει γεινει σοφωτερος? διδασκε τον δικαιον και θελει αυξηθη εις μαθησιν. |
10 Il principio della sapienza è il timor di Dio e la scienza dei santi è prudenza. | 10 Αρχη σοφιας φοβος Κυριου? και επιγνωσις αγιων φρονησις. |
11 Perchè per me si moltiplicheranno i tuoi giorni e ti si aggiungeranno anni di vita. | 11 Διοτι δι' εμου αι ημεραι σου θελουσι πολλαπλασιασθη, και ετη ζωης θελουσι προστεθη εις σε. |
12 Se sarai savio lo sarai per te; se farai l'insolente tu solo ne porterai il danno. | 12 Εαν γεινης σοφος, θελεις εισθαι σοφος δια σεαυτον? και εαν γεινης χλευαστης, συ μονος θελεις πασχει. |
13 Donna stolta e ciarliera, piena di frivolezze e che non sa nulla di nulla, | 13 Γυνη αφρων, θρασεια, ανοητος και μη γνωριζουσα μηδεν? |
14 siede all'uscio di casa sua o sopra qualche sedile sull'alto della città, | 14 καθηται εν τη θυρα της οικιας αυτης επι θρονου, εν τοις υψηλοις τοποις της πολεως, |
15 per chiamare coloro che passano per via e tirano dritto per la loro strada: | 15 προσκαλουσα τους διαβατας τους κατευθυνομενους εις την οδον αυτων? |
16 «Chi è fanciullo si volga a me»; e a chi è senza giudizio ha detto: | 16 οστις ειναι αφρων, ας στραφη εδω? και προς τον ενδεη φρενων, λεγει προς αυτον, |
17 «Le acque furtive son più dolci e il pane di soppiatto è più saporito». | 17 Τα κλοπιμαια υδατα ειναι γλυκεα, και ο κρυφιος αρτος ειναι ηδυς. |
18 E quelli non sanno che vi sono i demoni là dentro, e che i suoi convitati vanno nelle profondità dell'Inferno. | 18 Αλλ' αυτος αγνοει οτι εκει ειναι οι νεκροι, και εις τα βαθη του αδου οι κεκλημενοι αυτης. |