Scrutatio

Domenica, 5 maggio 2024 - Beato Nunzio Sulprizio ( Letture di oggi)

Jonah 4


font
NEW AMERICAN BIBLEGREEK BIBLE
1 But this was greatly displeasing to Jonah, and he became angry.1 Και ελυπηθη ο Ιωνας λυπην μεγαλην και ηγανακτησε.
2 "I beseech you, LORD," he prayed, "is not this what I said while I was still in my own country? This is why I fled at first to Tarshish. I knew that you are a gracious and merciful God, slow to anger, rich in clemency, loathe to punish.2 Και προσηυχηθη προς τον Κυριον και ειπεν, Ω Κυριε, δεν ητο ουτος ο λογος μου, ενω ετι ημην εν τη πατριδι μου; δια τουτο προελαβον να φυγω εις Θαρσεις? διοτι εγνωριζον οτι συ εισαι Θεος ελεημων και οικτιρμων, μακροθυμος και πολυελεος και μετανοων δια το κακον.
3 And now, LORD, please take my life from me; for it is better for me to die than to live."3 Και τωρα, Κυριε, λαβε, δεομαι σου, την ψυχην μου απ' εμου? διοτι ειναι καλλιον εις εμε να αποθανω παρα να ζω.
4 But the LORD asked, "Have you reason to be angry?"4 Και ειπε Κυριος, Ειναι καλον να αγανακτης;
5 Jonah then left the city for a place to the east of it, where he built himself a hut and waited under it in the shade, to see what would happen to the city.5 Και εξηλθεν Ιωνας απο της πολεως και εκαθησε κατα το ανατολικον μερος της πολεως, και εκει εκαμεν εις εαυτον καλυβην και εκαθητο υποκατω αυτης εν τη σκια, εωσου ιδη τι εμελλε να γεινη εις την πολιν.
6 And when the LORD God provided a gourd plant, that grew up over Jonah's head, giving shade that relieved him of any discomfort, Jonah was very happy over the plant.6 Και διεταξε Κυριος ο Θεος κολοκυνθην και εκαμε να αναβη επανωθεν του Ιωνα, δια να ηναι σκια υπερανω της κεφαλης αυτου, δια να ανακουφιση αυτον απο της θλιψεως αυτου. Και εχαρη ο Ιωνας δια την κολοκυνθην χαραν μεγαλην.
7 But the next morning at dawn God sent a worm which attacked the plant, so that it withered.7 Και διεταξεν ο Θεος σκωληκα, οτε εχαραξεν η αυγη της επαυριον? και επαταξε την κολοκυνθην και εξηρανθη.
8 And when the sun arose, God sent a burning east wind; and the sun beat upon Jonah's head till he became faint. Then he asked for death, saying, "I would be better off dead than alive."8 Και καθως ανετειλεν ο ηλιος, διεταξεν ο Θεος ανεμον ανατολικον καυστικον? και προσεβαλεν ο ηλιος επι την κεφαλην του Ιωνα, ωστε ωλιγοψυχησε? και εζητησεν εν τη ψυχη αυτου να αποθανη, και ειπεν, Ειναι καλλιον εις εμε να αποθανω παρα να ζω.
9 But God said to Jonah, "Have you reason to be angry over the plant?" "I have reason to be angry," Jonah answered, "angry enough to die."9 Και ειπεν ο Θεος προς τον Ιωναν, ειναι καλον να αγανακτης δια την κολοκυνθην; Και ειπε, Καλον ειναι να αγανακτω εως θανατου.
10 Then the LORD said, "You are concerned over the plant which cost you no labor and which you did not raise; it came up in one night and in one night it perished.10 Και ειπε Κυριος, Συ ελυπηθης υπερ της κολοκυνθης, δια την οποιαν δεν εκοπιασας, αλλ' ουδε εκαμες αυτην να αυξηση, ητις εγεννηθη εν μια νυκτι και εν μια νυκτι εχαθη.
11 And should I not be concerned over Nineveh, the great city, in which there are more than a hundred and twenty thousand persons who cannot distinguish their right hand from their left, not to mention the many cattle?"11 Και εγω δεν επρεπε να λυπηθω υπερ της Νινευη, της πολεως της μεγαλης, εν η υπαρχουσι πλειοτεροι των δωδεκα μυριαδων ανθρωπων, οιτινες δεν διακρινουσι την δεξιαν αυτων απο της αριστερας αυτων, και κτηνη πολλα;