Scrutatio

Lunedi, 6 maggio 2024 - San Pietro Nolasco ( Letture di oggi)

2 Kings 4


font
NEW AMERICAN BIBLEGREEK BIBLE
1 A certain woman, the widow of one of the guild prophets, complained to Elisha: "My husband, your servant, is dead. You know that he was a God-fearing man, yet now his creditor has come to take my two children as his slaves."1 Γυνη δε τις εκ των γυναικων των υιων των προφητων εβοα προς τον Ελισσαιε, λεγουσα, Ο δουλος σου ο ανηρ μου απεθανε? και συ εξευρεις οτι ο δουλος σου εφοβειτο τον Κυριον? και ο δανειστης ηλθε να λαβη τους δυο υιους μου εις εαυτον δια δουλους.
2 "How can I help you?" Elisha answered her. "Tell me what you have in the house." "This servant of yours has nothing in the house but a jug of oil," she replied.2 Και ειπε προς αυτην ο Ελισσαιε, Τι να σοι καμω; φανερωσον μοι τι εχεις εν τω οικω σου; Η δε ειπεν, Η δουλη σου δεν εχει ουδεν εν τω οικω, ειμη εν αγγειον ελαιου.
3 "Go out," he said, "borrow vessels from all your neighbors--as many empty vessels as you can.3 Και ειπεν, Υπαγε, δανεισθητι εξωθεν αγγεια παρα παντων των γειτονων σου, αγγεια κενα? δανεισθητι ουχι ολιγα?
4 Then come back and close the door on yourself and your children; pour the oil into all the vessels, and as each is filled, set it aside."4 εισελθε επειτα και κλεισον την θυραν οπισθεν σου και οπισθεν των υιων σου, και χυσον εκ του ελαιου εις παντα τα σκευη εκεινα, και τα γεμιζομενα θες κατα μερος.
5 She went and did so, closing the door on herself and her children. As they handed her the vessels, she would pour in oil.5 Ανεχωρησε λοιπον απ' αυτου και εκλεισε θυραν οπισθεν αυτης και οπισθεν των υιων αυτης? και εκεινοι μεν επλησιαζον εις αυτην τα αγγεια, αυτη δε ενεχεε.
6 When all the vessels were filled, she said to her son, "Bring me another vessel." "There is none left," he answered her. And then the oil stopped.6 Και αφου εγεμισαν τα αγγεια, ειπε προς τον υιον αυτης, Φερε μοι και αλλο αγγειον. Ο δε ειπε προς αυτην, Δεν ειναι αλλο αγγειον. Και εσταθη το ελαιον.
7 She went and told the man of God, who said, "Go and sell the oil to pay off your creditor; with what remains, you and your children can live."7 Τοτε ηλθε και απηγγειλε προς τον ανθρωπον του Θεου. Και εκεινος ειπεν, Υπαγε, πωλησον το ελαιον και πληρωσον το χρεος σου και ζησον με το υπολοιπον, συ και τα τεκνα σου.
8 One day Elisha came to Shunem, where there was a woman of influence, who urged him to dine with her. Afterward, whenever he passed by, he used to stop there to dine.8 Και εν ημερα τινι διεβαινεν ο Ελισσαιε εις Σουναμ, οπου ητο γυνη τις μεγαλη, και αυτη εκρατησεν αυτον δια να φαγη αρτον. Και οσακις διεβαινεν, εστρεφεν εκει δια να φαγη αρτον.
9 So she said to her husband, "I know that he is a holy man of God. Since he visits us often,9 Και ειπεν η γυνη προς τον ανδρα αυτης, Ιδου τωρα, γνωριζω οτι ειναι αγιος ανθρωπος του Θεου ουτος, οστις παντοτε διαβαινει προς ημας?
10 let us arrange a little room on the roof and furnish it for him with a bed, table, chair, and lamp, so that when he comes to us he can stay there."10 ας καμωμεν, παρακαλω, μικρον υπερωον επι του τοιχου? και ας βαλωμεν εκει δι' αυτον κλινην και τραπεζαν και καθεδραν και λυχνον, δια να στρεφη εκει, οταν ερχηται προς ημας.
11 Sometime later Elisha arrived and stayed in the room overnight.11 Και εν ημερα τινι ηλθεν εκει και εστρεψεν εις το υπερωον και εκοιμηθη εκει.
12 Then he said to his servant Gehazi, "Call this Shunammite woman." He did so, and when she stood before Elisha,12 Και ειπε προς Γιεζει τον υπηρετην αυτου, Καλεσον την Σουναμιτιν ταυτην. Και οτε εκαλεσεν αυτην, εσταθη εμπροσθεν αυτου.
13 he told Gehazi, "Say to her, 'You have lavished all this care on us; what can we do for you? Can we say a good word for you to the king or to the commander of the army?'" She replied, "I am living among my own people."13 Και ειπε προς αυτον, Ειπε τωρα προς αυτην, Ιδου, συ ελαβες πασας ταυτας τας φροντιδας υπερ ημων? τι να καμω προς σε; εχεις τι να ειπης προς τον βασιλεα η προς τον αρχιστρατηγον; Η δε απεκριθη, Εγω κατοικω μεταξυ του λαου μου.
14 Later Elisha asked, "Can something be done for her?" "Yes!" Gehazi answered. "She has no son, and her husband is getting on in years."14 Και ειπε, Τι λοιπον να καμω δι' αυτην; Και ο Γιεζει απεκριθη, Αληθως, αυτη δεν εχει τεκνον, και ο ανηρ αυτης ειναι γερων.
15 "Call her," said Elisha. When she had been called, and stood at the door,15 Και ειπε, Καλεσον αυτην. Και οτε εκαλεσεν αυτην, εσταθη εις την θυραν.
16 Elisha promised, "This time next year you will be fondling a baby son." "Please, my lord," she protested, "you are a man of God; do not deceive your servant."16 Και ειπε, Το ερχομενον ετος, κατα τουτον τον καιρον, θελεις εχει υιον εις τας αγκαλας σου. Η δε ειπε, Μη, κυριε μου, ανθρωπε του Θεου, μη ψευσθης προς την δουλην σου.
17 Yet the woman conceived, and by the same time the following year she had given birth to a son, as Elisha had promised.17 Και η γυνη συνελαβε και εγεννησεν υιον το ερχομενον ετος, κατα τον καιρον εκεινον τον οποιον ειπε προς αυτην ο Ελισσαιε.
18 The day came when the child was old enough to go out to his father among the reapers.18 Και οτε εμεγαλωσε το παιδιον, εξηλθεν ημεραν τινα προς τον πατερα αυτου εις τους θεριστας.
19 "My head hurts!" he complained to his father. "Carry him to his mother," the father said to a servant.19 Και ειπε προς τον πατερα αυτου, Την κεφαλην μου, την κεφαλην μου. Ο δε ειπε προς τον δουλον, Λαβε αυτο προς την μητερα αυτου.
20 The servant picked him up and carried him to his mother; he stayed with her until noon, when he died in her lap.20 Και λαβων αυτο, εφερεν αυτο προς την μητερα αυτου, και εκαθησεν επι των γονατων αυτης μεχρι μεσημβριας και απεθανε.
21 The mother took him upstairs and laid him on the bed of the man of God. Closing the door on him, she went out21 Και ανεβη και επλαγιασεν αυτο επι της κλινης του ανθρωπου του Θεου, και εκλεισε την θυραν επανωθεν αυτου και εξηλθε.
22 and called to her husband, "Let me have a servant and a donkey. I must go quickly to the man of God, and I will be back."22 Και εκαλεσε τον ανδρα αυτης, λεγουσα, Αποστειλον προς εμε, παρακαλω, ενα εκ των δουλων και μιαν εκ των ονων, δια να τρεξω προς τον ανθρωπον του Θεου και να επιστρεψω.
23 "Why are you going to him today?" he asked. "It is neither the new moon nor the sabbath." But she bade him good-bye,23 Ο δε ειπε, Δια τι συ υπαγεις σημερον προς αυτον; δεν ειναι νεομηνια ουδε σαββατον. Η δε ειπεν, Ειρηνη.
24 and when the donkey was saddled, said to her servant: "Lead on! Do not stop my donkey unless I tell you to."24 Τοτε εστρωσε την ονον και ειπε προς τον δουλον αυτης, Συρε και προχωρει μη παυσης εις εμε την πορειαν, εκτος εαν σε προσταξω.
25 She kept going till she reached the man of God on Mount Carmel. When he spied her at a distance, the man of God said to his servant Gehazi: "There is the Shunammite!25 Και υπηγε και ηλθε προς τον ανθρωπον του Θεου εις το ορος τον Καρμηλον. Και ως ειδεν ο ανθρωπος του Θεου αυτην μακροθεν, ειπε προς τον Γιεζει τον υπηρετην αυτου, Ιδου, η Σουναμιτις εκεινη?
26 Hurry to meet her, and ask if all is well with her, with her husband, and with the boy." "Greetings," she replied.26 τωρα λοιπον, τρεξον εις συναντησιν αυτης? και ειπε προς αυτην, Καλως εχεις; καλως εχει ο ανηρ σου; καλως εχει το παιδιον; Η δε ειπε, Καλως.
27 But when she reached the man of God on the mountain, she clasped his feet. Gehazi came near to push her away, but the man of God said: "Let her alone, she is in bitter anguish; the LORD hid it from me and did not let me know."27 Και οτε ηλθε προς τον ανθρωπον του Θεου εις το ορος, επιασε τους ποδας αυτου? ο δε Γιεζει επλησιασε δια να αποσυρη αυτην. Ο ανθρωπος ομως του Θεου ειπεν, Αφες αυτην? διοτι η ψυχη αυτης ειναι καταπικρος εν αυτη? και ο Κυριος εκρυψεν αυτο απ' εμου και δεν μοι εφανερωσε.
28 "Did I ask my lord for a son?" she cried out. "Did I not beg you not to deceive me?"28 Και εκεινη ειπε, Μηπως εζητησα υιον παρα του κυριου μου; δεν ειπα, Μη με απατας;
29 "Gird your loins," Elisha said to Gehazi, "take my staff with you and be off; if you meet anyone, do not greet him, and if anyone greets you, do not answer. Lay my staff upon the boy."29 Τοτε ειπε προς τον Γιεζει, Ζωσθητι την οσφυν σου και λαβε την βακτηριαν μου εις την χειρα σου και υπαγε? εαν απαντησης ανθρωπον, μη χαιρετησης αυτον? και εαν τις σε χαιρετηση, μη αποκριθης εις αυτον? και επιθες την βακτηριαν μου επι το προσωπον του παιδιου.
30 But the boy's mother cried out: "As the LORD lives and as you yourself live, I will not release you." So he started to go back with her.30 Και η μητηρ του παιδιου ειπε, Ζη Κυριος και ζη η ψυχη σου, δεν θελω σε αφησει. Και εσηκωθη και ηκολουθησεν αυτην.
31 Meanwhile, Gehazi had gone on ahead and had laid the staff upon the boy, but there was no sound or sign of life. He returned to meet Elisha and informed him that the boy had not awakened.31 Ο δε Γιεζει επερασεν εμπροσθεν αυτων, και επεθεσε την βακτηριαν επι το προσωπον του παιδιου? πλην ουδεμια φωνη και ουδεμια ακροασις. Οθεν επεστρεψεν εις συναντησιν αυτου και απηγγειλε προς αυτον, λεγων, Δεν εξυπνησε το παιδιον.
32 When Elisha reached the house, he found the boy lying dead.32 Και οτε εισηλθεν ο Ελισσαιε εις την οικιαν, ιδου, το παιδιον νεκρον, πλαγιασμενον επι της κλινης αυτου.
33 He went in, closed the door on them both, and prayed to the LORD.33 Εισηλθε λοιπον και εκλεισε την θυραν οπισθεν των δυο αυτων και προσηυχηθη εις τον Κυριον.
34 Then he lay upon the child on the bed, placing his mouth upon the child's mouth, his eyes upon the eyes, and his hands upon the hands. As Elisha stretched himself over the child, the body became warm.34 Και ανεβη και επλαγιασεν επι το παιδιον, και επεθεσε το στομα αυτου επι το στομα εκεινου, και τους οφθαλμους αυτου επι τους οφθαλμους εκεινου, και τας χειρας αυτου επι τας χειρας εκεινου? και εξηπλωθη επ' αυτο? και εθερμανθη η σαρξ του παιδιου.
35 He arose, paced up and down the room, and then once more lay down upon the boy, who now sneezed seven times and opened his eyes.35 Επειτα εσυρθη, και περιεπατει εν τω οικηματι ποτε εδω και ποτε εκει? και ανεβη παλιν και εξηπλωθη επ' αυτο? και το παιδιον επταρνισθη εως επτακις και ηνοιξε το παιδιον τους οφθαλμους αυτου.
36 Elisha summoned Gehazi and said, "Call the Shunammite." She came at his call, and Elisha said to her, "Take your son."36 Τοτε εφωνησε τον Γιεζει και ειπε, Καλεσον ταυτην την Σουναμιτιν. Και εκαλεσεν αυτην? και οτε εισηλθε προς αυτον, ειπε, Λαβε τον υιον σου.
37 She came in and fell at his feet in gratitude; then she took her son and left the room.37 Και εκεινη εισηλθε και επεσεν εις τους ποδας αυτου και προσεκυνησεν εως εδαφους, και εσηκωσε τον υιον αυτης και εξηλθεν.
38 When Elisha returned to Gilgal, there was a famine in the land. Once, when the guild prophets were seated before him, he said to his servant, "Put the large pot on, and make some vegetable stew for the guild prophets."38 Ο δε Ελισσαιε επεστρεψεν εις Γαλγαλα? και ητο πεινα εν τη γη? και οι υιοι των προφητων εκαθηντο εμπροσθεν αυτου? και ειπε προς τον υπηρετην αυτου, Στησον τον λεβητα τον μεγαν και ψησον μαγειρευμα δια τους υιους των προφητων.
39 Someone went out into the field to gather herbs and found a wild vine, from which he picked a clothful of wild gourds. On his return he cut them up into the pot of vegetable stew without anybody's knowing it.39 Και εξελθων τις εις τον αγρον δια να συναξη χορτα, ευρηκεν αγριοκολοκυνθην, και εσυναξεν απ' αυτης αγρια κολοκυνθια εωσου εγεμισε το ιματιον αυτου, και επιστρεψας, εκοψεν αυτα εις τον λεβητα του μαγειρευματος, επειδη δεν εγνωριζον αυτα.
40 The stew was poured out for the men to eat, but when they began to eat it, they exclaimed, "Man of God, there is poison in the pot!" And they could not eat it.40 Επειτα εκενωσαν εις τους ανθρωπους δια να φαγωσι και καθως εφαγον εκ του μαγειρευματος, εξεφωνησαν και ειπον, Ανθρωπε του Θεου, θανατος ειναι εν τω λεβητι. Και δεν ηδυναντο να φαγωσιν.
41 "Bring some meal," Elisha said. He threw it into the pot and said, "Serve it to the people to eat." And there was no longer anything harmful in the pot.41 Ο δε ειπε, Φερετε αλευρον. Και ερριψεν αυτο εις τον λεβητα. Επειτα ειπε, Κενωσον εις τον λαον, δια να φαγωσι. Και δεν ητο ουδεν κακον εν τω λεβητι.
42 A man came from Baal-shalishah bringing the man of God twenty barley loaves made from the first fruits, and fresh grain in the ear. "Give it to the people to eat," Elisha said.42 Και ηλθεν ανθρωπος τις απο Βααλ-σαλισα, και εφερεν εις τον ανθρωπον του Θεου αρτον απο των πρωτογεννηματων, εικοσι κριθινα ψωμια και νωπα ασταχυα σιτου, εν τω σακκω αυτου. Και ειπε, Δος εις τον λαον, δια να φαγωσι.
43 But his servant objected, "How can I set this before a hundred men?" "Give it to the people to eat," Elisha insisted. "For thus says the LORD, 'They shall eat and there shall be some left over.'"43 Και ο θεραπων αυτου ειπε, Τι να βαλω τουτο εμπροσθεν εκατον ανθρωπων; Ο δε ειπε, Δος εις τον λαον, δια να φαγωσι διοτι ουτω λεγει Κυριος? Θελουσι φαγει και αφησει υπολοιπον.
44 And when they had eaten, there was some left over, as the LORD had said.44 Τοτε εβαλεν εμπροσθεν αυτων, και εφαγον και αφηκαν υπολοιπον, κατα τον λογον του Κυριου.