Scrutatio

Domenica, 5 maggio 2024 - Beato Nunzio Sulprizio ( Letture di oggi)

Genesis 19


font
NEW AMERICAN BIBLEGREEK BIBLE
1 The two angels reached Sodom in the evening, as Lot was sitting at the gate of Sodom. When Lot saw them, he got up to greet them; and bowing down with his face to the ground,1 Ηλθον δε οι δυο αγγελοι εις τα Σοδομα το εσπερας? και εκαθητο ο Λωτ παρα την πυλην των Σοδομων? ιδων δε ο Λωτ, εσηκωθη εις συναντησιν αυτων και προσεκυνησεν επι προσωπον εως εδαφους?
2 he said, "Please, gentlemen, come aside into your servant's house for the night, and bathe your feet; you can get up early to continue your journey." But they replied, "No, we shall pass the night in the town square."2 και ειπεν, Ιδου, κυριοι μου, εκκλινατε, παρακαλω, προς την οικιαν του δουλου σας, και διανυκτερευσατε και πλυνατε τους ποδας σας? και σηκωθεντες πρωι, θελετε υπαγει εις την οδον σας? οι δε ειπον, Ουχι, αλλ' εν τη πλατεια θελομεν διανυκτερευσει.
3 He urged them so strongly, however, that they turned aside to his place and entered his house. He prepared a meal for them, baking cakes without leaven, and they dined.3 Αφου δε εβιασεν αυτους πολυ, εξεκλιναν προς αυτον και εισηλθον εις την οικιαν αυτου? και εκαμεν εις αυτους συμποσιον, και εψησεν αζυμα και εφαγον.
4 Before they went to bed, all the townsmen of Sodom, both young and old--all the people to the last man--closed in on the house.4 Πριν δε κοιμηθωσιν, οι ανδρες της πολεως, οι ανδρες των Σοδομων, περιεκυκλωσαν την οικιαν, νεοι και γεροντες, απας ο λαος ομου πανταχοθεν?
5 They called to Lot and said to him, "Where are the men who came to your house tonight? Bring them out to us that we may have intimacies with them."5 και εκραζον προς τον Λωτ και ελεγον προς αυτον, Που ειναι οι ανδρες οι εισελθοντες προς σε την νυκτα; εκβαλε αυτους προς ημας, δια να γνωρισωμεν αυτους.
6 Lot went out to meet them at the entrance. When he had shut the door behind him,6 Εξηλθε δε ο Λωτ προς αυτους εις το προθυρον, και εκλεισε την θυραν οπισω αυτου,
7 he said, "I beg you, my brothers, not to do this wicked thing.7 και ειπε, Μη, αδελφοι μου, μη πραξητε τοιουτον κακον?
8 I have two daughters who have never had intercourse with men. Let me bring them out to you, and you may do to them as you please. But don't do anything to these men, for you know they have come under the shelter of my roof."8 ιδου, εχω δυο θυγατερας αιτινες δεν εγνωρισαν ανδρα? να σας φερω λοιπον αυτας εξω? και καμετε εις αυτας, οπως φανη εις εσας αρεστον? μονον εις τους ανδρας τουτους μη πραξητε μηδεν, επειδη δια τουτο εισηλθον υπο την σκιαν της στεγης μου.
9 They replied, "Stand back! This fellow," they sneered, "came here as an immigrant, and now he dares to give orders! We'll treat you worse than them!" With that, they pressed hard against Lot, moving in closer to break down the door.9 Οι δε ειπον, Φυγε απ' εκει. Και ειπον, ουτος ηλθε δια να παροικηση? θελει να γεινη και κριτης; τωρα θελομεν καποποιησει σε μαλλον παρα εκεινους. Και εβιαζον τον ανθρωπον τον Λωτ καθ' υπερβολην, και επλησιασαν δια να συντριψωσι την θυραν?
10 But his guests put out their hands, pulled Lot inside with them, and closed the door;10 Εκτειναντες δε οι ανδρες τας χειρας αυτων εσυραν τον Λωτ προς εαυτους εις την οικιαν, και εκλεισαν την θυραν?
11 at the same time they struck the men at the entrance of the house, one and all, with such a blinding light that they were utterly unable to reach the doorway.11 τους δε ανθρωπους, τους οντας εις την θυραν της οικιας, εκτυπησαν με αορασιαν απο μικρου εως μεγαλου, ωστε απεκαμον ζητουντες την θυραν.
12 Then the angels said to Lot: "Who else belongs to you here? Your sons (sons-in-law) and your daughters and all who belong to you in the city--take them away from it!12 Και ειπον οι ανδρες προς τον Λωτ, Εχεις εδω αλλον τινα; γαμβρον υιους η θυγατερας η οντινα αλλον εχεις εν τη πολει, εξαγαγε αυτους εκ του τοπου?
13 We are about to destroy this place, for the outcry reaching the LORD against those in the city is so great that he has sent us to destroy it."13 διοτι ημεις καταστρεφομεν τον τοπον τουτον, επειδη η κραυγη αυτων εμεγαλυνεν ενωπιον του Κυριου? και απεστειλεν ημας ο Κυριος δια να καταστρεψωμεν αυτον.
14 So Lot went out and spoke to his sons-in-law, who had contracted marriage with his daughters. "Get up and leave this place," he told them; "the LORD is about to destroy the city." But his sons-in-law thought he was joking.14 Εξηλθε λοιπον ο Λωτ και ελαλησε προς τους γαμβρους αυτου, τους μελλοντας να λαβωσι τας θυγατερας αυτου, και ειπε, Σηκωθητε, εξελθετε εκ του τοπου τουτου? διοτι καταστρεφει ο Κυριος την πολιν. Αλλ' εφανη εις τους γαμβρους αυτου ως αστειζομενος.
15 As dawn was breaking, the angels urged Lot on, saying, "On your way! Take with you your wife and your two daughters who are here, or you will be swept away in the punishment of the city."15 Και οτε εγεινεν αυγη, εβιαζον οι αγγελοι τον Λωτ, λεγοντες? Σηκωθητι, λαβε την γυναικα σου και τας δυο σου θυγατερας, τας ευρισκομενας εδω, δια να μη συναπολεσθης και συ εν τη ανομια της πολεως.
16 When he hesitated, the men, by the LORD'S mercy, seized his hand and the hands of his wife and his two daughters and led them to safety outside the city.16 Επειδη δε εβραδυνεν, οι ανδρες πιασαντες την χειρα αυτου και την χειρα της γυναικος αυτου και τας χειρας των δυο θυγατερων αυτου, διοτι εσπλαγχνισθη αυτον ο Κυριος, εξηγαγον αυτον και εθεσαν αυτον εξω της πολεως.
17 As soon as they had been brought outside, he was told: "Flee for your life! Don't look back or stop anywhere on the Plain. Get off to the hills at once, or you will be swept away."17 Και οτε εξηγαγον αυτους εξω, ειπεν ο Κυριος, Διασωσον την ζωην σου? μη περιβλεψης οπισω σου, και μη σταθης καθ' ολην την περιχωρον? διασωθητι εις το ορος, δια να μη απολεσθης.
18 "Oh, no, my lord!" replied Lot.18 Και ειπεν ο Λωτ προς αυτους, Μη, παρακαλω, Κυριε?
19 "You have already thought enough of your servant to do me the great kindness of intervening to save my life. But I cannot flee to the hills to keep the disaster from overtaking me, and so I shall die.19 ιδου, ο δουλος σου ευρηκε χαριν ενωπιον σου, και εμεγαλυνας το ελεος σου, το οποιον εκαμες προς εμε, φυλαττων την ζωην μου? αλλ' εγω δεν θελω δυνηθη να διασωθω εις το ορος, μηπως με προφθαση το κακον και αποθανω?
20 Look, this town ahead is near enough to escape to. It's only a small place. Let me flee there--it's a small place, isn't it?--that my life may be saved."20 ιδου, παρακαλω, η πολις αυτη ειναι πλησιον ωστε να καταφυγω εκει, και ειναι μικρα? εκει, παρακαλω, να διασωθω? δεν ειναι μικρα; και θελει ζησει η ψυχη μου.
21 "Well, then," he replied, "I will also grant you the favor you now ask. I will not overthrow the town you speak of.21 Και ειπε προς αυτον ο Κυριος, Ιδου, επηκουσα σου και εις το πραγμα τουτο, να μη καταστρεψω την πολιν, περι της οποιας ελαλησας?
22 Hurry, escape there! I cannot do anything until you arrive there." That is why the town is called Zoar.22 ταχυνον, διασωθητι εκει? διοτι δεν θελω δυνηθη να καμω ουδεν, εωσου φθασης εκει? δια τουτο εκαλεσε το ονομα της πολεως Σηγωρ.
23 The sun was just rising over the earth as Lot arrived in Zoar;23 Ο ηλιος ανετειλεν επι την γην, οτε ο Λωτ εισηλθεν εις Σηγωρ.
24 at the same time the LORD rained down sulphurous fire upon Sodom and Gomorrah (from the LORD out of heaven).24 Και εβρεξεν ο Κυριος επι τα Σοδομα και Γομορρα θειον και πυρ παρα Κυριου εκ του ουρανου?
25 He overthrew those cities and the whole Plain, together with the inhabitants of the cities and the produce of the soil.25 και κατεστρεψε τας πολεις ταυτας, και παντα τα περιχωρα και παντας τους κατοικους των πολεων και τα φυτα της γης.
26 But Lot's wife looked back, and she was turned into a pillar of salt.26 Αλλ' γυνη αυτου περιβλεψασα οπισθεν αυτου εγεινε στηλη αλατος.
27 Early the next morning Abraham went to the place where he had stood in the LORD'S presence.27 Ο δε Αβρααμ σηκωθεις ενωρις το πρωι ηλθεν εις τον τοπον οπου ειχε σταθη ενωπιον του Κυριου?
28 As he looked down toward Sodom and Gomorrah and the whole region of the Plain, he saw dense smoke over the land rising like fumes from a furnace.28 και βλεψας επι τα Σοδομα και Γομορρα και εφ' ολην την γην της περιχωρου, ειδε, και ιδου, ανεβαινε καπνος απο της γης, ως καπνος καμινου.
29 Thus it came to pass: when God destroyed the Cities of the Plain, he was mindful of Abraham by sending Lot away from the upheaval by which God overthrew the cities where Lot had been living.29 Ουτω λοιπον, οτε ο Θεος κατεστρεψε τας πολεις της περιχωρου, ενεθυμηθη ο Θεος τον Αβρααμ, και εξαπεστειλε τον Λωτ εκ μεσου της καταστροφης, οτε κατεστρεψε τας πολεις, εις τας οποιας κατωκει ο Λωτ.
30 Since Lot was afraid to stay in Zoar, he and his two daughters went up from Zoar and settled in the hill country, where he lived with his two daughters in a cave.30 Ανεβη δε ο Λωτ απο Σηγωρ και κατωκησεν εν τω ορει, και μετ' αυτου αι δυο θυγατερες αυτου, διοτι εφοβηθη να κατοικηση εν Σηγωρ? και κατωκησεν εν σπηλαιω, αυτος και αι δυο θυγατερες αυτου.
31 The older one said to the younger: "Our father is getting old, and there is not a man on earth to unite with us as was the custom everywhere.31 Και ειπεν η πρεσβυτερα προς την νεωτεραν, Ο πατηρ ημων ειναι γερων, και ανθρωπος δεν ειναι επι της γης, δια να εισελθη προς ημας κατα την συνηθειαν πασης της γης?
32 Come, let us ply our father with wine and then lie with him, that we may have offspring by our father."32 ελθε, ας ποτισωμεν τον πατερα, ημων οινον, και ας κοιμηθωμεν μετ' αυτου, και ας αναστησωμεν σπερμα εκ του πατρος ημων.
33 So that night they plied their father with wine, and the older one went in and lay with her father; but he was not aware of her lying down or her getting up.33 Εποτισαν λοιπον τον πατερα αυτων οινον κατ' εκεινην την νυκτα? και εισηλθεν η πρεσβυτερα και εκοιμηθη μετα του πατρος αυτης? και εκεινος δεν ενοησεν ουτε ποτε επλαγιασεν αυτη, και ποτε εσηκωθη.
34 Next day the older one said to the younger: "Last night it was I who lay with my father. Let us ply him with wine again tonight, and then you go in and lie with him, that we may both have offspring by our father."34 Και την επαυριον ειπεν η πρεσβυτερα προς την νεωτεραν, Ιδου, εγω εκοιμηθην χθες την νυκτα μετα του πατρος ημων? ας ποτισωμεν αυτον οινον και την νυκτα ταυτην, και εισελθουσα συ, κοιμηθητι μετ' αυτου, και ας αναστησωμεν σπερμα εκ του πατρος ημων.
35 So that night, too, they plied their father with wine, and then the younger one went in and lay with him; but again he was not aware of her lying down or her getting up.35 Εποτισαν λοιπον και την νυκτα εκεινην τον πατερα αυτων οινον, και σηκωθεισα η νεωτερα, εκοιμηθη μετ' αυτου? και εκεινος δεν ενοησεν ουτε ποτε επλαγιασεν αυτη, και ποτε εσηκωθη.
36 Thus both of Lot's daughters became pregnant by their father.36 Και συνελαβον αι δυο θυγατερες του Λωτ εκ του πατρος αυτων.
37 The older one gave birth to a son whom she named Moab, saying, "From my father." He is the ancestor of the Moabites of today.37 Και εγεννησεν η πρεσβυτερα υιον και εκαλεσε το ονομα αυτου Μωαβ? ουτος ειναι ο πατηρ των Μωαβιτων εως της σημερον.
38 The younger one, too, gave birth to a son, and she named him Ammon, saying, "The son of my kin." He is the ancestor of the Ammonites of today.38 Εγεννησε δε και η νεωτερα υιον και εκαλεσε το ονομα αυτου Βεν-αμμι? ουτος ειναι ο πατηρ των Αμμωνιτων εως της σημερον.