Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α´ - 1 Samuele - Kings I 30


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και εγενηθη εισελθοντος δαυιδ και των ανδρων αυτου εις σεκελακ τη ημερα τη τριτη και αμαληκ επεθετο επι τον νοτον και επι σεκελακ και επαταξεν την σεκελακ και ενεπυρισεν αυτην εν πυρι1 Mire harmadnapra Dávid és emberei Szikelegbe jutottak, az amalekiták betörtek a Délvidékről Szikelegbe, feldúlták és lángba borították Szikeleget,
2 και τας γυναικας και παντα τα εν αυτη απο μικρου εως μεγαλου ουκ εθανατωσαν ανδρα και γυναικα αλλ' ηχμαλωτευσαν και απηλθον εις την οδον αυτων2 fogságba hurcolták belőle az aprajától a nagyjáig a nőket – nem öltek meg senkit, hanem csak elvitték őket magukkal –, s útjukra mentek.
3 και ηλθεν δαυιδ και οι ανδρες αυτου εις την πολιν και ιδου εμπεπυρισται εν πυρι αι δε γυναικες αυτων και οι υιοι αυτων και αι θυγατερες αυτων ηχμαλωτευμενοι3 Amikor Dávid és emberei a városhoz jutottak, s látták, hogy felgyújtották, feleségeiket, fiaikat s lányaikat pedig fogságba hurcolták,
4 και ηρεν δαυιδ και οι ανδρες αυτου την φωνην αυτων και εκλαυσαν εως οτου ουκ ην εν αυτοις ισχυς ετι κλαιειν4 zokogni kezdett Dávid és a nép, amely vele volt, és addig sírtak, amíg el nem apadtak könnyeik.
5 και αμφοτεραι αι γυναικες δαυιδ ηχμαλωτευθησαν αχινοομ η ιεζραηλιτις και αβιγαια η γυνη ναβαλ του καρμηλιου5 Dávid két feleségét ugyanis, a jezreeli Ahinoámot és Abigailt, a kármeli Nábál volt feleségét szintén fogságba hurcolták.
6 και εθλιβη δαυιδ σφοδρα οτι ειπεν ο λαος λιθοβολησαι αυτον οτι κατωδυνος ψυχη παντος του λαου εκαστου επι τους υιους αυτου και επι τας θυγατερας αυτου και εκραταιωθη δαυιδ εν κυριω θεω αυτου6 Dávid nagyon elszomorodott, mert a nép meg akarta kövezni, mivel kinek-kinek elkeseredett a lelke a fiaiért s a lányaiért. Ám Dávid erőt nyert az Úrtól, az ő Istenétől,
7 και ειπεν δαυιδ προς αβιαθαρ τον ιερεα υιον αχιμελεχ προσαγαγε το εφουδ7 és azt mondta Abjatár papnak, Ahimelek fiának: »Hozd ide hozzám az efódot!« Abjatár oda is vitte Dávidhoz az efódot,
8 και επηρωτησεν δαυιδ δια του κυριου λεγων ει καταδιωξω οπισω του γεδδουρ τουτου ει καταλημψομαι αυτους και ειπεν αυτω καταδιωκε οτι καταλαμβανων καταλημψη και εξαιρουμενος εξελη8 s Dávid megkérdezte az Urat: »Üldözzem-e ezeket a rablókat, elérem-e őket vagy sem?« Az Úr azt felelte neki: »Üldözd őket, mert biztosan eléred őket, és visszaszerzed a zsákmányt.«
9 και επορευθη δαυιδ αυτος και οι εξακοσιοι ανδρες μετ' αυτου και ερχονται εως του χειμαρρου βοσορ και οι περισσοι εστησαν9 El is indult Dávid s az a hatszáz ember, aki vele volt. Amikor a Beszór patakhoz jutottak, azok, akik elfáradtak, megálltak.
10 και κατεδιωξεν εν τετρακοσιοις ανδρασιν υπεστησαν δε διακοσιοι ανδρες οιτινες εκαθισαν περαν του χειμαρρου του βοσορ10 Dávid azonban négyszáz emberrel tovább folytatta az üldözést; kétszázan álltak meg ugyanis, mert úgy elfáradtak, hogy nem kelhettek át a Beszór patakon.
11 και ευρισκουσιν ανδρα αιγυπτιον εν αγρω και λαμβανουσιν αυτον και αγουσιν αυτον προς δαυιδ εν αγρω και διδοασιν αυτω αρτον και εφαγεν και εποτισαν αυτον υδωρ11 A mezőn aztán egy egyiptomi emberre akadtak, s azt elvitték Dávidhoz, s adtak neki kenyeret, hogy egyen és vizet, hogy igyon,
12 και διδοασιν αυτω κλασμα παλαθης και εφαγεν και κατεστη το πνευμα αυτου εν αυτω οτι ου βεβρωκει αρτον και ου πεπωκει υδωρ τρεις ημερας και τρεις νυκτας12 sőt egy csomó száraz fügét és két füzér aszúszőlőt is. Amikor megette, magához tért, s felüdült – három nap és három éjjel nem evett ugyanis kenyeret és nem ivott vizet.
13 και ειπεν αυτω δαυιδ τινος συ ει και ποθεν ει και ειπεν το παιδαριον το αιγυπτιον εγω ειμι δουλος ανδρος αμαληκιτου και κατελιπεν με ο κυριος μου οτι ηνωχληθην εγω σημερον τριταιος13 Dávid megkérdezte tőle: »Kié vagy, honnan való vagy, és hova mégy?« Az azt felelte: »Egyiptomi legény vagyok, egy amalekita embernek a rabszolgája, de a gazdám elhagyott, mert harmadnapja megbetegedtem.
14 και ημεις επεθεμεθα επι νοτον του χολθι και επι τα της ιουδαιας μερη και επι νοτον χελουβ και την σεκελακ ενεπυρισαμεν εν πυρι14 Betörtünk ugyanis a keretiek Délvidékére, továbbá Júdába és Káleb Délvidékére, és lángba borítottuk Szikeleget.«
15 και ειπεν προς αυτον δαυιδ ει καταξεις με επι το γεδδουρ τουτο και ειπεν ομοσον δη μοι κατα του θεου μη θανατωσειν με και μη παραδουναι με εις χειρας του κυριου μου και καταξω σε επι το γεδδουρ τουτο15 Azt mondta erre neki Dávid: »El tudsz-e vezetni engem ahhoz a csapathoz?« Az azt mondta: »Ha megesküszöl nekem Istenre, hogy nem ölsz meg, s nem adsz a gazdám kezébe, akkor elvezetlek ahhoz a csapathoz.« Dávid megesküdött neki.
16 και κατηγαγεν αυτον εκει και ιδου ουτοι διακεχυμενοι επι προσωπον πασης της γης εσθιοντες και πινοντες και εορταζοντες εν πασι τοις σκυλοις τοις μεγαλοις οις ελαβον εκ γης αλλοφυλων και εκ γης ιουδα16 Erre ő odavezette, s íme, azok éppen szanaszét hevertek az egész vidéken, ettek és ittak, és szinte ünnepet ültek amiatt a sok préda és zsákmány miatt, amelyet a filiszteusok földjén és Júda földjén szereztek.
17 και ηλθεν επ' αυτους δαυιδ και επαταξεν αυτους απο εωσφορου εως δειλης και τη επαυριον και ουκ εσωθη εξ αυτων ανηρ οτι αλλ' η τετρακοσια παιδαρια α ην επιβεβηκοτα επι τας καμηλους και εφυγον17 Dávid másnap reggeltől estig úgy megverte őket, hogy senki sem menekült meg közülük, csak négyszáz fiatal ember, aki tevére ugrott és elmenekült.
18 και αφειλατο δαυιδ παντα α ελαβον οι αμαληκιται και αμφοτερας τας γυναικας αυτου εξειλατο18 Így Dávid visszaszerezte mindazt, amit az amalekiták elvittek, visszaszerezte két feleségét is,
19 και ου διεφωνησεν αυτοις απο μικρου εως μεγαλου και απο των σκυλων και εως υιων και θυγατερων και εως παντων ων ελαβον αυτων τα παντα επεστρεψεν δαυιδ19 úgyhogy nem hiányzott semmi sem, sem kicsiny, sem nagy, sem a fiúk, sem a lányok közül, sem a zsákmányból. Aztán mindazt, amit elraboltak, visszavitte Dávid,
20 και ελαβεν δαυιδ παντα τα ποιμνια και τα βουκολια και απηγαγεν εμπροσθεν των σκυλων και τοις σκυλοις εκεινοις ελεγετο ταυτα τα σκυλα δαυιδ20 sőt vett valamennyi nyájat és csordát és maga előtt hazatereltette, miközben az emberek azt mondták: »Ez Dávid zsákmánya.«
21 και παραγινεται δαυιδ προς τους διακοσιους ανδρας τους εκλυθεντας του πορευεσθαι οπισω δαυιδ και εκαθισεν αυτους εν τω χειμαρρω τω βοσορ και εξηλθον εις απαντησιν δαυιδ και εις απαντησιν του λαου του μετ' αυτου και προσηγαγεν δαυιδ εως του λαου και ηρωτησαν αυτον τα εις ειρηνην21 Amikor aztán eljutott Dávid ahhoz a kétszáz emberhez, akik elfáradva megálltak, s nem tudták követni Dávidot, s akiknek megparancsolta, hogy maradjanak a Beszór pataknál, azok kimentek Dávid s a vele lévő nép elé. Amikor Dávid odaért e néphez, köszöntötte őket békességgel.
22 και απεκριθη πας ανηρ λοιμος και πονηρος των ανδρων των πολεμιστων των πορευθεντων μετα δαυιδ και ειπαν οτι ου κατεδιωξαν μεθ' ημων ου δωσομεν αυτοις εκ των σκυλων ων εξειλαμεθα οτι αλλ' η εκαστος την γυναικα αυτου και τα τεκνα αυτου απαγεσθωσαν και αποστρεφετωσαν22 Megszólalt azonban ekkor minden gaz és gonosz ember azok közül az emberek közül, akik elmentek Dáviddal. Ezt mondták »Mivel ezek nem jöttek velünk, ne adjunk nekik semmit sem a zsákmányból, amelyet visszaszereztünk, hanem elégedjék meg mindegyikük a feleségével s a gyermekeivel, s ha azokat megkapták, távozzanak.«
23 και ειπεν δαυιδ ου ποιησετε ουτως μετα το παραδουναι τον κυριον ημιν και φυλαξαι ημας και παρεδωκεν κυριος τον γεδδουρ τον επερχομενον εφ' ημας εις χειρας ημων23 Ám Dávid azt felelte: »Ne járjatok el így, testvéreim, azzal, amit az Úr adott nekünk, mert ő oltalmazott minket, s ő adta kezünkbe azokat a rablókat, akik ránk törtek.
24 και τις υπακουσεται υμων των λογων τουτων οτι ουχ ηττον υμων εισιν διοτι κατα την μεριδα του καταβαινοντος εις πολεμον ουτως εσται η μερις του καθημενου επι τα σκευη κατα το αυτο μεριουνται24 Senki sem fog rátok hallgatni ebben a dologban, mert egyenlő rész jár annak, aki lement a harcba és annak, aki a holminál maradt: egyformán kell az osztozkodást megejteni.«
25 και εγενηθη απο της ημερας εκεινης και επανω και εγενετο εις προσταγμα και εις δικαιωμα τω ισραηλ εως της σημερον25 Ettől a naptól kezdve ez rendelet, szabály és törvény lett Izraelben mind a mai napig.
26 και ηλθεν δαυιδ εις σεκελακ και απεστειλεν τοις πρεσβυτεροις ιουδα των σκυλων και τοις πλησιον αυτου λεγων ιδου απο των σκυλων των εχθρων κυριου26 Amikor aztán Dávid eljutott Szikelegbe, ajándékokat küldött a zsákmányból Júda hozzá közel álló véneinek ezzel az üzenettel: »Fogadjátok el ezt az áldomást az Úr ellenségeinek zsákmányából.«
27 τοις εν βαιθσουρ και τοις εν ραμα νοτου και τοις εν ιεθθορ27 Küldött a bételieknek, a délvidéki rámótiaknak, a jeterieknek,
28 και τοις εν αροηρ και τοις αμμαδι και τοις εν σαφι και τοις εν εσθιε [28α] και τοις εν γεθ και τοις εν κιναν και τοις εν σαφεκ και τοις εν θιμαθ28 az ároerieknek, a szefámótiaknak, az estemóiaknak,
29 και τοις εν καρμηλω και τοις εν ταις πολεσιν του ιεραμηλι και τοις εν ταις πολεσιν του κενεζι29 a rakáliaknak, a Jerameél városaiban levőknek, a Keni városaiban levőknek,
30 και τοις εν ιεριμουθ και τοις εν βηρσαβεε και τοις εν νοο30 az arámaiaknak, az Ásán tónál levőknek, az atákiaknak,
31 και τοις εν χεβρων και εις παντας τους τοπους ους διηλθεν δαυιδ εκει αυτος και οι ανδρες αυτου31 a hebroniaknak, és a többieknek, akik azokon a helyeken laktak, ahol Dávid és emberei megfordultak.