Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α´ - 1 Samuele - Kings I 20


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και απεδρα δαυιδ εκ ναυαθ εν ραμα και ερχεται ενωπιον ιωναθαν και ειπεν τι πεποιηκα και τι το αδικημα μου και τι ημαρτηκα ενωπιον του πατρος σου οτι επιζητει την ψυχην μου1 Dávid azonban elfutott a ramátai Nájótból, elment és szólt Jonatánnak: »Mit követtem el? Mi a vétkem, s mi a bűnöm apád ellen, hogy életemre tör?«
2 και ειπεν αυτω ιωναθαν μηδαμως σοι ου μη αποθανης ιδου ου μη ποιηση ο πατηρ μου ρημα μεγα η μικρον και ουκ αποκαλυψει το ωτιον μου και τι οτι κρυψει ο πατηρ μου το ρημα τουτο ουκ εστιν τουτο2 Ő azt mondta neki: »Dehogyis, nem fogsz meghalni, mert apám nem cselekszik sem nagy, sem kicsiny dolgot, mielőtt velem nem közli. Csak éppen ezt az egy dolgot titkolta volna el előttem? Nem fog az megtörténni!«
3 και απεκριθη δαυιδ τω ιωναθαν και ειπεν γινωσκων οιδεν ο πατηρ σου οτι ευρηκα χαριν εν οφθαλμοις σου και ειπεν μη γνωτω τουτο ιωναθαν μη ου βουληται αλλα ζη κυριος και ζη η ψυχη σου οτι καθως ειπον εμπεπλησται ανα μεσον μου και του θανατου3 Meg is esküdött újra Dávidnak. Ám Dávid azt mondta: »Nyilván tudja apád, hogy én kegyelmet találtam szemedben, s azért azt fogja mondani magában: ‘Ne tudjon erről Jonatán, nehogy elszomorodjék!’ Én azonban az Úr életére és a te életedre mondom, hogy szinte csak egy lépés választ el engem a haláltól.«
4 και ειπεν ιωναθαν προς δαυιδ τι επιθυμει η ψυχη σου και τι ποιησω σοι4 Azt mondta erre Jonatán Dávidnak: »Bármit mondasz nekem, megteszem neked.«
5 και ειπεν δαυιδ προς ιωναθαν ιδου δη νεομηνια αυριον και εγω καθισας ου καθησομαι μετα του βασιλεως φαγειν και εξαποστελεις με και κρυβησομαι εν τω πεδιω εως δειλης5 Azt mondta erre Dávid Jonatánnak: »Íme, holnap újhold napja van, amikor a szokás szerint a király mellé kellene ülnöm, hogy egyem. Engedj azonban el, hadd rejtőzzem el a mezőn harmadnap estig.
6 εαν επισκεπτομενος επισκεψηται με ο πατηρ σου και ερεις παραιτουμενος παρητησατο απ' εμου δαυιδ δραμειν εως εις βηθλεεμ την πολιν αυτου οτι θυσια των ημερων εκει ολη τη φυλη6 Ha apád odanéz és keres engem, feleld neki: ‘Dávid megkért engem, hogy sietve Betlehem városába mehessen, mert ott most ünnepi áldozata van egész nemzetségének.’
7 εαν ταδε ειπη αγαθως ειρηνη τω δουλω σου και εαν σκληρως αποκριθη σοι γνωθι οτι συντετελεσται η κακια παρ' αυτου7 Ha ő erre azt mondja: ‘Jól van’ – akkor békessége lesz szolgádnak; ha azonban haragra gerjed, akkor tudd meg, hogy gonoszsága teljes ellenem.
8 και ποιησεις ελεος μετα του δουλου σου οτι εισηγαγες εις διαθηκην κυριου τον δουλον σου μετα σεαυτου και ει εστιν αδικια εν τω δουλω σου θανατωσον με συ και εως του πατρος σου ινα τι ουτως εισαγεις με8 Cselekedj tehát irgalmasságot szolgáddal, hiszen szövetségre léptél velem, szolgáddal az Úr előtt. Ha azonban valami gonoszság van bennem, ölj meg te magad, s ne vígy apádhoz.«
9 και ειπεν ιωναθαν μηδαμως σοι οτι εαν γινωσκων γνω οτι συντετελεσται η κακια παρα του πατρος μου του ελθειν επι σε και εαν μη εις τας πολεις σου εγω απαγγελω σοι9 Azt mondta erre Jonatán: »Távol legyen tőled! Mihelyt bizonyosan megtudom, hogy apám gonoszsága teljes ellened, lehetetlen, hogy tudtodra ne adjam.«
10 και ειπεν δαυιδ προς ιωναθαν τις απαγγελει μοι εαν αποκριθη ο πατηρ σου σκληρως10 Erre Dávid megkérdezte Jonatánt: »Ki fog értesíteni engem, ha apád netán valami rosszat mond neked rólam?«
11 και ειπεν ιωναθαν προς δαυιδ πορευου και μενε εις αγρον και εκπορευονται αμφοτεροι εις αγρον11 Azt mondta erre Jonatán Dávidnak: »Gyere, menjünk ki a mezőre.« Miután pedig mindketten kimentek a mezőre,
12 και ειπεν ιωναθαν προς δαυιδ κυριος ο θεος ισραηλ οιδεν οτι ανακρινω τον πατερα μου ως αν ο καιρος τρισσως και ιδου αγαθον η περι δαυιδ και ου μη αποστειλω προς σε εις αγρον12 azt mondta Jonatán Dávidnak: »Uram, Izrael Istene, ha megtudom holnap vagy holnapután apám szándékát, s valami jót tudok meg Dávidról, és nem küldök azonnal hozzád, nem adom tudtodra,
13 ταδε ποιησαι ο θεος τω ιωναθαν και ταδε προσθειη οτι ανοισω τα κακα επι σε και αποκαλυψω το ωτιον σου και εξαποστελω σε και απελευση εις ειρηνην και εσται κυριος μετα σου καθως ην μετα του πατρος μου13 akkor sújtsa az Úr Jonatánt most és mindenkor! Ha pedig fennáll apám gonoszsága ellened, akkor azt juttatom füledbe, és elbocsátalak, hogy menj békében, s az Úr legyen veled, miként apámmal volt.
14 και μεν ετι μου ζωντος και ποιησεις ελεος μετ' εμου και εαν θανατω αποθανω14 De akkor, ha még élek, az Úr irgalmasságát gyakorold ám velem, ha pedig már meghaltam,
15 ουκ εξαρεις ελεος σου απο του οικου μου εως του αιωνος και ει μη εν τω εξαιρειν κυριον τους εχθρους δαυιδ εκαστον απο προσωπου της γης15 ne vond meg irgalmasságodat házamtól sohasem, akkor sem, amikor majd az Úr kiirtja Dávid minden ellenségét a földről. Vegye el az Úr Jonatánt házából, s álljon bosszút Dávid ellenségein!«
16 εξαρθηναι το ονομα του ιωναθαν απο του οικου δαυιδ και εκζητησαι κυριος εχθρους του δαυιδ16 Így kötött szövetséget Jonatán Dávid házával, s az Úr így állt bosszút Dávid ellenségein.
17 και προσεθετο ετι ιωναθαν ομοσαι τω δαυιδ οτι ηγαπησεν ψυχην αγαπωντος αυτον17 Majd ismételten megesküdött Jonatán Dávidnak, mert szerette őt – mint a saját lelkét, úgy szerette.
18 και ειπεν ιωναθαν αυριον νουμηνια και επισκεπηση οτι επισκεπησεται καθεδρα σου18 Aztán azt mondta neki Jonatán: »Holnap újhold napja van, s keresni fognak téged.
19 και τρισσευσεις και επισκεψη και ηξεις εις τον τοπον σου ου εκρυβης εν τη ημερα τη εργασιμη και καθηση παρα το εργαβ εκεινο19 Holnapután pedig menj el messzire, oda, ahol a tett napján elrejtőztél, és ülj le az Ezel nevű kő mellé.
20 και εγω τρισσευσω ταις σχιζαις ακοντιζων εκπεμπων εις την αματταρι20 Én aztán majd három nyilat lövök oda, mintha a céllövésben gyakorolnám magamat,
21 και ιδου αποστελω το παιδαριον λεγων δευρο ευρε μοι την σχιζαν εαν ειπω λεγων τω παιδαριω ωδε η σχιζα απο σου και ωδε λαβε αυτην παραγινου οτι ειρηνη σοι και ουκ εστιν λογος ζη κυριος21 és értük küldöm a fiút, s azt mondom neki: ‘Eredj, s hozd vissza nekem a nyilakat.’
22 εαν ταδε ειπω τω νεανισκω ωδε η σχιζα απο σου και επεκεινα πορευου οτι εξαπεσταλκεν σε κυριος22 Ha azt mondom majd a fiúnak: ‘Íme, a nyilak rajtad innen vannak, szedd fel őket’ – akkor te csak jöjj hozzám, mert békességed van, s nincs baj, az Úr életére mondom! Ha azonban azt mondom majd a fiúnak: ‘Íme, a nyilak túl vannak rajtad’, akkor te menj el békével, mert az Úr elküldött téged.
23 και το ρημα ο ελαλησαμεν εγω και συ ιδου κυριος μαρτυς ανα μεσον εμου και σου εως αιωνος23 Erre a dologra pedig, amelyet megbeszéltünk egymással, az Úr legyen a tanúnk mindörökké!«
24 και κρυπτεται δαυιδ εν αγρω και παραγινεται ο μην και ερχεται ο βασιλευς επι την τραπεζαν του φαγειν24 Dávid tehát elrejtőzött a mezőn és eljött az újhold napja és a király lakomához ült.
25 και εκαθισεν ο βασιλευς επι την καθεδραν αυτου ως απαξ και απαξ επι της καθεδρας παρα τοιχον και προεφθασεν τον ιωναθαν και εκαθισεν αβεννηρ εκ πλαγιων σαουλ και επεσκεπη ο τοπος δαυιδ25 Amikor a király, ahogy szokott, leült a fal mellett levő székére, Jonatán felállt. Ábner is leült Saul mellé, de Dávid helye üresen maradt.
26 και ουκ ελαλησεν σαουλ ουδεν εν τη ημερα εκεινη οτι ειπεν συμπτωμα φαινεται μη καθαρος ειναι οτι ου κεκαθαρισται26 Saul aznap nem szólt semmit, mert azt gondolta, hogy talán történt vele valami, amiért nem tiszta, s még nem tisztult meg.
27 και εγενηθη τη επαυριον του μηνος τη ημερα τη δευτερα και επεσκεπη ο τοπος του δαυιδ και ειπεν σαουλ προς ιωναθαν τον υιον αυτου τι οτι ου παραγεγονεν ο υιος ιεσσαι και εχθες και σημερον επι την τραπεζαν27 Amikor eljött az újhold másodnapja, Dávid helye megint üresen maradt. Azt mondta erre Saul Jonatánnak, a fiának: »Miért nem jött el Izáj fia sem tegnap, sem ma a lakomára?«
28 και απεκριθη ιωναθαν τω σαουλ και ειπεν αυτω παρητηται δαυιδ παρ' εμου εως εις βηθλεεμ την πολιν αυτου πορευθηναι28 Jonatán erre azt felelte Saulnak: »Igen kért engem, hadd mehessen Betlehembe.
29 και ειπεν εξαποστειλον δη με οτι θυσια της φυλης ημιν εν τη πολει και ενετειλαντο προς με οι αδελφοι μου και νυν ει ευρηκα χαριν εν οφθαλμοις σου διασωθησομαι δη και οψομαι τους αδελφους μου δια τουτο ου παραγεγονεν επι την τραπεζαν του βασιλεως29 Azt mondta: ‘Engedj el, mert most ünnepi áldozat van városomban, s egyik testvérem meghívott; ha tehát kegyelmet találtam szemedben, hadd menjek el most hamarosan, hogy megnézzem testvéreimet.’ Ezért nem jött el a király asztalához.«
30 και εθυμωθη οργη σαουλ επι ιωναθαν σφοδρα και ειπεν αυτω υιε κορασιων αυτομολουντων ου γαρ οιδα οτι μετοχος ει συ τω υιω ιεσσαι εις αισχυνην σου και εις αισχυνην αποκαλυψεως μητρος σου30 Megharagudott erre Saul Jonatánra és azt mondta neki: »Te, férfit önként magához ragadó asszony fia! Talán bizony nem tudom, hogy szereted Izáj fiát a magad szégyenére és gyalázatos anyád szégyenére?
31 οτι πασας τας ημερας ας ο υιος ιεσσαι ζη επι της γης ουχ ετοιμασθησεται η βασιλεια σου νυν ουν αποστειλας λαβε τον νεανιαν οτι υιος θανατου ουτος31 Pedig mindaddig, amíg Izáj fia a földön él, sem személyed, sem királyságod nem áll szilárdan! Most azért tüstént küldj el, s hozasd ide hozzám, mert halál fia!«
32 και απεκριθη ιωναθαν τω σαουλ ινα τι αποθνησκει τι πεποιηκεν32 Jonatán erre azt felelte Saulnak, az apjának: »Miért haljon meg? Mit követett el?«
33 και επηρεν σαουλ το δορυ επι ιωναθαν του θανατωσαι αυτον και εγνω ιωναθαν οτι συντετελεσται η κακια αυτη παρα του πατρος αυτου θανατωσαι τον δαυιδ33 Erre Saul megragadta a dárdát, hogy keresztüldöfje. Megértette erre Jonatán, hogy apja elhatározta, hogy megöli Dávidot.
34 και ανεπηδησεν ιωναθαν απο της τραπεζης εν οργη θυμου και ουκ εφαγεν εν τη δευτερα του μηνος αρτον οτι εθραυσθη επι τον δαυιδ οτι συνετελεσεν επ' αυτον ο πατηρ αυτου34 Éppen azért Jonatán dühödt haraggal felkelt az asztaltól és semmit sem evett az újhold másodnapján, mert bánkódott Dávid miatt, hogy apja gyalázattal illette.
35 και εγενηθη πρωι και εξηλθεν ιωναθαν εις αγρον καθως εταξατο εις το μαρτυριον δαυιδ και παιδαριον μικρον μετ' αυτου35 Amikor aztán megvirradt a reggel, Jonatán a Dáviddal való megállapodás szerint kiment egy kis fiúval a mezőre.
36 και ειπεν τω παιδαριω δραμε ευρε μοι τας σχιζας εν αις εγω ακοντιζω και το παιδαριον εδραμε και αυτος ηκοντιζε τη σχιζη και παρηγαγεν αυτην36 Ott azt mondta a fiúnak: »Eredj, s hozd vissza nekem a nyilakat, amelyeket ellövök.« Amikor azonban a fiú elszaladt, ellövött egy másik nyilat a fiún túlra.
37 και ηλθεν το παιδαριον εως του τοπου της σχιζης ου ηκοντιζεν ιωναθαν και ανεβοησεν ιωναθαν οπισω του νεανιου και ειπεν εκει η σχιζα απο σου και επεκεινα37 Amikor a fiú arra a helyre jutott, ahol az a nyíl volt, amelyet Jonatán először lőtt ki, utána kiáltott Jonatán a fiúnak: »Íme, ott, tovább, rajtad túl is van egy nyíl.«
38 και ανεβοησεν ιωναθαν οπισω του παιδαριου αυτου λεγων ταχυνας σπευσον και μη στης και ανελεξεν το παιδαριον ιωναθαν τας σχιζας προς τον κυριον αυτου38 Majd ismét a fiú után kiáltott: »Siess gyorsan, ne állj meg!« Felszedte tehát a fiú Jonatán nyilait, s visszavitte urához,
39 και το παιδαριον ουκ εγνω ουθεν παρεξ ιωναθαν και δαυιδ εγνωσαν το ρημα39 de hogy miről van szó, egyáltalán nem tudta, mert csak Jonatán és Dávid tudta a dolgot.
40 και ιωναθαν εδωκεν τα σκευη αυτου επι το παιδαριον αυτου και ειπεν τω παιδαριω αυτου πορευου εισελθε εις την πολιν40 Ekkor Jonatán odaadta fegyvereit a fiúnak, s azt mondta: »Eredj, s vidd be a városba.«
41 και ως εισηλθεν το παιδαριον και δαυιδ ανεστη απο του εργαβ και επεσεν επι προσωπον αυτου και προσεκυνησεν αυτω τρις και κατεφιλησεν εκαστος τον πλησιον αυτου και εκλαυσεν εκαστος τω πλησιον αυτου εως συντελειας μεγαλης41 Amikor aztán a fiú elment, Dávid felkelt dél felé néző helyéről, arcával a földre borult és háromszor meghajtotta magát, majd megcsókolták egymást és sírtak mindketten, de kivált Dávid.
42 και ειπεν ιωναθαν πορευου εις ειρηνην και ως ομωμοκαμεν ημεις αμφοτεροι εν ονοματι κυριου λεγοντες κυριος εσται μαρτυς ανα μεσον εμου και σου και ανα μεσον του σπερματος μου και ανα μεσον του σπερματος σου εως αιωνος42 Azt mondta aztán Jonatán Dávidnak: »Eredj békességgel. Amire megesküdtünk mindketten az Úr nevében, ezekkel a szavakkal: Az Úr legyen köztem és közötted s az én ivadékom s a te ivadékod között – az álljon mindörökké.«