Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΖΑΧΑΡΙΑΣ - Zaccaria - Zachariah 11


font
LXXBIBBIA RICCIOTTI
1 διανοιξον ο λιβανος τας θυρας σου και καταφαγετω πυρ τας κεδρους σου1 - Apri, o Libano, le tue porte e consumi il fuoco i tuoi cedri!
2 ολολυξατω πιτυς διοτι πεπτωκεν κεδρος οτι μεγαλως μεγιστανες εταλαιπωρησαν ολολυξατε δρυες της βασανιτιδος οτι κατεσπασθη ο δρυμος ο συμφυτος2 Ululate, o abeti, perchè il cedro è caduto! perchè quelle magnifiche piante sono state abbattute! Ululate, o querce di Basan; perchè il bosco inaccessibile è stato tagliato!
3 φωνη θρηνουντων ποιμενων οτι τεταλαιπωρηκεν η μεγαλωσυνη αυτων φωνη ωρυομενων λεοντων οτι τεταλαιπωρηκεν το φρυαγμα του ιορδανου3 Voci stridenti di pastori; perchè la loro magnificenza è stata devastata! Voci ruggenti di leoni, perchè è distrutto l'orgoglio del Giordano!
4 ταδε λεγει κυριος παντοκρατωρ ποιμαινετε τα προβατα της σφαγης4 Così dice il Signore Dio mio: - Pasci queste pecore da macello.
5 α οι κτησαμενοι κατεσφαζον και ου μετεμελοντο και οι πωλουντες αυτα ελεγον ευλογητος κυριος και πεπλουτηκαμεν και οι ποιμενες αυτων ουκ επασχον ουδεν επ' αυτοις5 Quelli che le possedevano, le scannavano senza pietà e le vendevano dicendo: " Benedetto il Signore, ci siamo arricchiti! " e i loro pastori non avevano compassione alcuna.
6 δια τουτο ου φεισομαι ουκετι επι τους κατοικουντας την γην λεγει κυριος και ιδου εγω παραδιδωμι τους ανθρωπους εκαστον εις χειρας του πλησιον αυτου και εις χειρας βασιλεως αυτου και κατακοψουσιν την γην και ου μη εξελωμαι εκ χειρος αυτων6 Anch' io non avrò compassione per gli abitanti di questa terra, dice il Signore: ecco che io lascerò gli uomini in balìa gli uni degli altri e in potere del loro re, e percoteranno la terra e non li strapperò alle loro proprie mani. -
7 και ποιμανω τα προβατα της σφαγης εις την χαναανιτιν και λημψομαι εμαυτω δυο ραβδους την μιαν εκαλεσα καλλος και την ετεραν εκαλεσα σχοινισμα και ποιμανω τα προβατα7 Per questo io pascolerò le pecore da macello, o poveri del gregge! E presi due verghe; una la chiamai Gentilezza, e l'altra la chiamai Legame, e poi mi misi a pascolar il gregge.
8 και εξαρω τους τρεις ποιμενας εν μηνι ενι και βαρυνθησεται η ψυχη μου επ' αυτους και γαρ αι ψυχαι αυτων επωρυοντο επ' εμε8 E ricisi tre pastori in un mese: e io mi disanimai per essi e i loro animi pure si alienarono da me.
9 και ειπα ου ποιμανω υμας το αποθνησκον αποθνησκετω και το εκλειπον εκλειπετω και τα καταλοιπα κατεσθιετωσαν εκαστος τας σαρκας του πλησιον αυτου9 E dissi: - Io non vi pascolerò più: chi muore, muoia; chi ha da essere distrutto, sia distrutto; e quelli che restano si divorino tra di loro le carni a vicenda. -
10 και λημψομαι την ραβδον μου την καλην και απορριψω αυτην του διασκεδασαι την διαθηκην μου ην διεθεμην προς παντας τους λαους10 E presi la mia verga chiamata Gentilezza e la spezzai, rompendo così il patto fermato da me con tutti i popoli.
11 και διασκεδασθησεται εν τη ημερα εκεινη και γνωσονται οι χαναναιοι τα προβατα τα φυλασσομενα διοτι λογος κυριου εστιν11 E il patto in quel giorno fu rotto; e i poveri del gregge, che mi rispettano, riconobbero che era la parola del Signore.
12 και ερω προς αυτους ει καλον ενωπιον υμων εστιν δοτε στησαντες τον μισθον μου η απειπασθε και εστησαν τον μισθον μου τριακοντα αργυρους12 E dissi a coloro: - Se ancor vi piace, datemi la mia mercede; e se no, lasciamo stare. - Ed essi mi diedero la somma di trenta monete di argento.
13 και ειπεν κυριος προς με καθες αυτους εις το χωνευτηριον και σκεψαι ει δοκιμον εστιν ον τροπον εδοκιμασθην υπερ αυτων και ελαβον τους τριακοντα αργυρους και ενεβαλον αυτους εις τον οικον κυριου εις το χωνευτηριον13 E il Signore mi disse: - Gettala al vasaio, questa vistosa somma per cui sono stato valutato da essi! - E io presi le trenta monete d'argento e le gettai nella casa del Signore al vasaio.
14 και απερριψα την ραβδον την δευτεραν το σχοινισμα του διασκεδασαι την κατασχεσιν ανα μεσον ιουδα και ανα μεσον του ισραηλ14 E ruppi la mia seconda verga chiamata Legame, sciogliendo ogni vincolo di fratellanza tra Giuda e tra Israele.
15 και ειπεν κυριος προς με ετι λαβε σεαυτω σκευη ποιμενικα ποιμενος απειρου15 E il Signore mi disse: - Prendi ancora gli arnesi di pastore stolto.
16 διοτι ιδου εγω εξεγειρω ποιμενα επι την γην το εκλιμπανον ου μη επισκεψηται και το διεσκορπισμενον ου μη ζητηση και το συντετριμμενον ου μη ιασηται και το ολοκληρον ου μη κατευθυνη και τα κρεα των εκλεκτων καταφαγεται και τους αστραγαλους αυτων εκστρεψει16 Perchè ecco, che io farò sorgere in questa terra un pastore che non terrà conto delle pecore abbandonate; non cercherà le sbandate; non curerà le ammalate; e quelle che stanno bene non le nutrirà, e mangerà la carne delle più grasse e ne dismembrerà fino le unghie.
17 ω οι ποιμαινοντες τα ματαια και οι καταλελοιποτες τα προβατα μαχαιρα επι τους βραχιονας αυτου και επι τον οφθαλμον τον δεξιον αυτου ο βραχιων αυτου ξηραινομενος ξηρανθησεται και ο οφθαλμος ο δεξιος αυτου εκτυφλουμενος εκτυφλωθησεται17 Guai al pastore da nulla, che abbandona il gregge! La spada verrà sopra il suo braccio e sopra il suo occhio destro: il suo braccio inaridirà e il suo occhio si oscurerà e diventerà cieco! -».