1 ιδου επι τα ορη οι ποδες ευαγγελιζομενου και απαγγελλοντος ειρηνην εορταζε ιουδα τας εορτας σου αποδος τας ευχας σου διοτι ου μη προσθησωσιν ετι του διελθειν δια σου εις παλαιωσιν συντετελεσται εξηρται | 1 Íme, a hegyeken van a jó hírt hozónak lába, azé, aki békét hirdet. Üld meg, Júda, ünnepeidet és váltsd be fogadalmaidat, mert nem halad át többé rajtad Béliál; mindenestül elveszett! |
2 ανεβη εμφυσων εις προσωπον σου εξαιρουμενος εκ θλιψεως σκοπευσον οδον κρατησον οσφυος ανδρισαι τη ισχυι σφοδρα | 2 Felvonul előtted, aki szétszór téged, aki ostrom alá veszi ostromműveidet; »Lesd csak az utat, tedd erőssé derekadat, Szedd össze minden erődet!« |
3 διοτι απεστρεψεν κυριος την υβριν ιακωβ καθως υβριν του ισραηλ διοτι εκτινασσοντες εξετιναξαν αυτους και τα κληματα αυτων διεφθειραν | 3 Mert helyreállítja az Úr Jákob dicsőségét és Izrael dicsőségét egyaránt; bár a pusztítók széjjelszórták őket, és tönkretették csemetéiket. |
4 οπλα δυναστειας αυτων εξ ανθρωπων ανδρας δυνατους εμπαιζοντας εν πυρι αι ηνιαι των αρματων αυτων εν ημερα ετοιμασιας αυτου και οι ιππεις θορυβηθησονται | 4 Hőseinek pajzsa tűzpiros, seregének emberei karmazsin színű ruhát viselnek; fáklyaként tündöklik harci szekereinek szerszáma, amikor felkészül a hadra, és kocsisai toporzékolnak. |
5 εν ταις οδοις και συγχυθησονται τα αρματα και συμπλακησονται εν ταις πλατειαις η ορασις αυτων ως λαμπαδες πυρος και ως αστραπαι διατρεχουσαι | 5 Az utakon vágtáznak a szekerek, és összetorlódnak a tereken. Olyanok, mint a fáklyák, mint a cikázó villámok. |
6 και μνησθησονται οι μεγιστανες αυτων και φευξονται ημερας και ασθενησουσιν εν τη πορεια αυτων και σπευσουσιν επι τα τειχη και ετοιμασουσιν τας προφυλακας αυτων | 6 Számba veszik a vitézeket, rohannak útjukon; gyorsan felhágnak falaira, és elkészítik a védőtetőt. |
7 πυλαι των ποταμων διηνοιχθησαν και τα βασιλεια διεπεσεν | 7 Nyitva állnak a folyóra néző kapuk, a palota rémüldözik. |
8 και η υποστασις απεκαλυφθη και αυτη ανεβαινεν και αι δουλαι αυτης ηγοντο καθως περιστεραι φθεγγομεναι εν καρδιαις αυτων | 8 Az Úrnőt csupasszá teszik és fogságba viszik, rabszolganői nyögnek majd, mint a galambok, és mellüket verik. |
9 και νινευη ως κολυμβηθρα υδατος τα υδατα αυτης και αυτοι φευγοντες ουκ εστησαν και ουκ ην ο επιβλεπων | 9 Ninive olyan, mint a víztároló, amelyből elillant a víz. »Álljatok meg, álljatok meg!« – De egy sincsen, aki megfordulna. |
10 διηρπαζον το αργυριον διηρπαζον το χρυσιον και ουκ ην περας του κοσμου αυτης βεβαρυνται υπερ παντα τα σκευη τα επιθυμητα αυτης | 10 »Raboljátok el az ezüstöt, raboljátok el az aranyat!« Se szeri, se száma a kincseknek, a mindenféle drága edényeknek. |
11 εκτιναγμος και ανατιναγμος και εκβρασμος και καρδιας θραυσμος και υπολυσις γονατων και ωδινες επι πασαν οσφυν και το προσωπον παντων ως προσκαυμα χυτρας | 11 Széthányják, széjjeltépik, szerteszaggatják; szívük elcsügged, térdük remeg; teljesen cserben hagyja őket derekuk, és mindannyiuk arca olyan, mint a fekete fazék. |
12 που εστιν το κατοικητηριον των λεοντων και η νομη η ουσα τοις σκυμνοις ου επορευθη λεων του εισελθειν εκει σκυμνος λεοντος και ουκ ην ο εκφοβων | 12 Hol van hát az oroszlánok búvóhelye s az oroszlánkölykök tanyája, ahová megbújni járt az oroszlán, az oroszlánkölyök, és nem volt, aki felriaszthatta volna? |
13 λεων ηρπασεν τα ικανα τοις σκυμνοις αυτου και απεπνιξεν τοις λεουσιν αυτου και επλησεν θηρας νοσσιαν αυτου και το κατοικητηριον αυτου αρπαγης | 13 Zsákmányolt egykor az oroszlán, hogy jóllakjanak kölykei, és öldösött nőstényei számára; prédával töltötte meg barlangjait, és lakóhelyét zsákmánnyal. |
14 ιδου εγω επι σε λεγει κυριος παντοκρατωρ και εκκαυσω εν καπνω πληθος σου και τους λεοντας σου καταφαγεται ρομφαια και εξολεθρευσω εκ της γης την θηραν σου και ου μη ακουσθη ουκετι τα εργα σου | 14 »Íme, én ellened megyek! – mondja a Seregek Ura. – Füstté égetem szekereidet, oroszlánkölykeidet kard emészti meg; véget vetek a földön zsákmányolásodnak, és nem hallatszik majd többé követeid szava.« |