Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΗΣΑΙΑΣ - Isaia - Isaiah 29


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 ουαι πολις αριηλ ην δαυιδ επολεμησεν συναγαγετε γενηματα ενιαυτον επ' ενιαυτον φαγεσθε γαρ συν μωαβ1 Jaj, Ariel, Ariel! Város, ahol Dávid táborozott! Tegyetek esztendőt esztendőhöz, ünnepek peregnek egymás után;
2 εκθλιψω γαρ αριηλ και εσται αυτης η ισχυς και το πλουτος εμοι2 és ostrom alá fogom Arielt; lesz bánat és gyász, s olyan leszel számomra, mint Ariel.
3 και κυκλωσω ως δαυιδ επι σε και βαλω περι σε χαρακα και θησω περι σε πυργους3 Tábort ütök körülötted, őrhelyekkel veszlek körül, és sáncot emelek ellened.
4 και ταπεινωθησονται οι λογοι σου εις την γην και εις την γην οι λογοι σου δυσονται και εσται ως οι φωνουντες εκ της γης η φωνη σου και προς το εδαφος η φωνη σου ασθενησει4 Fojtott hangon a földből szólsz, és a porból alig hallatszik beszéded; úgy hangzik hangod a földből, mint szellemé, és a porból suttog beszéded.
5 και εσται ως κονιορτος απο τροχου ο πλουτος των ασεβων και ως χνους φερομενος και εσται ως στιγμη παραχρημα5 De olyan lesz zsarnokaid sokasága, mint a finom por, és elnyomóid sokasága, mint az elszálló pelyva. Hirtelen, egy pillanat alatt történik:
6 παρα κυριου σαβαωθ επισκοπη γαρ εσται μετα βροντης και σεισμου και φωνης μεγαλης καταιγις φερομενη και φλοξ πυρος κατεσθιουσα6 a Seregek Ura meglátogat téged mennydörgéssel, földrengéssel és nagy zúgással, szélvésszel, viharral és emésztő tűz lángjával.
7 και εσται ως ο ενυπνιαζομενος εν υπνω ο πλουτος των εθνων παντων οσοι επεστρατευσαν επι αριηλ και παντες οι στρατευσαμενοι επι ιερουσαλημ και παντες οι συνηγμενοι επ' αυτην και θλιβοντες αυτην7 Mint éjszakai álomlátás, olyan lesz az összes nemzet sokasága, mely Ariel ellen hadakozik, mindazok, akik harcolnak ellene és erődítménye ellen, és ostromolják őt.
8 και εσονται ως οι εν υπνω πινοντες και εσθοντες και εξανασταντων ματαιον αυτων το ενυπνιον και ον τροπον ενυπνιαζεται ο διψων ως πινων και εξαναστας ετι διψα η δε ψυχη αυτου εις κενον ηλπισεν ουτως εσται ο πλουτος παντων των εθνων οσοι επεστρατευσαν επι το ορος σιων8 Mint amikor azt álmodja az éhező, hogy íme, eszik, de ha felébred, kielégítetlen a vágya; és amikor azt álmodja a szomjazó, hogy íme, iszik, de ha felébred, íme, tikkadt, és sóvárgó vágya megmarad: úgy jár az összes nemzet mind, mely Sion hegye ellen hadakozik.
9 εκλυθητε και εκστητε και κραιπαλησατε ουκ απο σικερα ουδε απο οινου9 Ámuljatok és bámuljatok, vakuljatok meg és legyetek vakok, legyetek részegek, de ne bortól, tántorogjatok, de ne italtól!
10 οτι πεποτικεν υμας κυριος πνευματι κατανυξεως και καμμυσει τους οφθαλμους αυτων και των προφητων αυτων και των αρχοντων αυτων οι ορωντες τα κρυπτα10 Mert rátok árasztotta az Úr az álomkór szellemét, bezárta szemeteket: a prófétákat, és betakarta fejeteket: a látnokokat.
11 και εσονται υμιν παντα τα ρηματα ταυτα ως οι λογοι του βιβλιου του εσφραγισμενου τουτου ο εαν δωσιν αυτο ανθρωπω επισταμενω γραμματα λεγοντες αναγνωθι ταυτα και ερει ου δυναμαι αναγνωναι εσφραγισται γαρ11 Olyan lesz számotokra minden látomás, mint a lepecsételt könyvben a szavak; ha odaadják azt egy írást ismerőnek, s azt mondják: »Olvasd el ezt!«, ő így felel: »Nem tudom, mert le van pecsételve.«
12 και δοθησεται το βιβλιον τουτο εις χειρας ανθρωπου μη επισταμενου γραμματα και ερει αυτω αναγνωθι τουτο και ερει ουκ επισταμαι γραμματα12 Ha pedig olyannak adják a könyvet, aki nem ismeri az írást, és azt mondják: »Olvasd el ezt!«, ő így felel: »Nem ismerem az írást.«
13 και ειπεν κυριος εγγιζει μοι ο λαος ουτος τοις χειλεσιν αυτων τιμωσιν με η δε καρδια αυτων πορρω απεχει απ' εμου ματην δε σεβονται με διδασκοντες ενταλματα ανθρωπων και διδασκαλιας13 Így szól az Úr: »Mivel ez a nép a szájával közeledik hozzám, és ajkával tisztel engem, szíve azonban távol van tőlem, és félelmük irántam csak betanult emberi parancs,
14 δια τουτο ιδου εγω προσθησω του μεταθειναι τον λαον τουτον και μεταθησω αυτους και απολω την σοφιαν των σοφων και την συνεσιν των συνετων κρυψω14 azért, íme, én ismét ‘csodásan’ bánok ezzel a néppel, igen ‘csodásan’: elpusztítom a bölcsek bölcsességét, és az okosok okosságát elrejtem.«
15 ουαι οι βαθεως βουλην ποιουντες και ου δια κυριου ουαι οι εν κρυφη βουλην ποιουντες και εσται εν σκοτει τα εργα αυτων και ερουσιν τις ημας εωρακεν και τις ημας γνωσεται η α ημεις ποιουμεν15 Jaj azoknak, akik mélyen el akarják rejteni az Úr elől szándékaikat! Tetteiket sötétben teszik, és azt mondják: »Ki lát minket, és ki ismer bennünket?«
16 ουχ ως ο πηλος του κεραμεως λογισθησεσθε μη ερει το πλασμα τω πλασαντι ου συ με επλασας η το ποιημα τω ποιησαντι ου συνετως με εποιησας16 Ferde a ti gondolkozástok! Talán mint az agyag, olyannak számít a fazekas, hogy az alkotás azt mondhatná alkotójáról: »Nem ő alkotott engem«, és a megformált mű azt mondhatná formálójáról: »Nincs esze«?
17 ουκετι μικρον και μετατεθησεται ο λιβανος ως το ορος το χερμελ και το ορος το χερμελ εις δρυμον λογισθησεται17 Íme, még egy kevés kis idő, és Libanon gyümölcsöskertté változik, a gyümölcsöskert pedig hatalmas erdővé.
18 και ακουσονται εν τη ημερα εκεινη κωφοι λογους βιβλιου και οι εν τω σκοτει και οι εν τη ομιχλη οφθαλμοι τυφλων βλεψονται18 Meghallják majd azon a napon a süketek a könyv igéit, s a homály és sötétség után a vakok szeme látni fog.
19 και αγαλλιασονται πτωχοι δια κυριον εν ευφροσυνη και οι απηλπισμενοι των ανθρωπων εμπλησθησονται ευφροσυνης19 Az alázatosak egyre jobban örvendeznek az Úrban, és a szegény emberek Izrael Szentjében ujjonganak.
20 εξελιπεν ανομος και απωλετο υπερηφανος και εξωλεθρευθησαν οι ανομουντες επι κακια20 Mert vége lesz az erőszakosnak, és eltűnik az öntelt, kipusztulnak mind, akik gonoszságon törik fejüket;
21 και οι ποιουντες αμαρτειν ανθρωπους εν λογω παντας δε τους ελεγχοντας εν πυλαις προσκομμα θησουσιν και επλαγιασαν εν αδικοις δικαιον21 akik vétkesnek nyilvánítják szavukkal az embereket, az ítélőnek tőrt vetnek a kapuban, és hamis ürügyekkel elutasítják az igazat.
22 δια τουτο ταδε λεγει κυριος επι τον οικον ιακωβ ον αφωρισεν εξ αβρααμ ου νυν αισχυνθησεται ιακωβ ουδε νυν το προσωπον μεταβαλει ισραηλ22 Így szól Jákob házához az Úr, aki megváltotta Ábrahámot: »Most már nem szégyenkezik Jákob, és most már nem sápad el az arca,
23 αλλ' οταν ιδωσιν τα τεκνα αυτων τα εργα μου δι' εμε αγιασουσιν το ονομα μου και αγιασουσιν τον αγιον ιακωβ και τον θεον του ισραηλ φοβηθησονται23 hanem, ha meglátja gyermekeit, kezem művét körében, szentnek mondják nevemet, szentnek mondják Jákob Szentjét, és Izrael Istenét félik.
24 και γνωσονται οι τω πνευματι πλανωμενοι συνεσιν οι δε γογγυζοντες μαθησονται υπακουειν και αι γλωσσαι αι ψελλιζουσαι μαθησονται λαλειν ειρηνην24 Akkor megismerik a tévelygő lelkűek a bölcsességet, és a zúgolódók belátást tanulnak.«