1 τη ημερα εκεινη επαξει ο θεος την μαχαιραν την αγιαν και την μεγαλην και την ισχυραν επι τον δρακοντα οφιν φευγοντα επι τον δρακοντα οφιν σκολιον και ανελει τον δρακοντα | 1 Azon a napon majd meglátogatja az Úr kemény, nagy és erős kardjával a Leviatánt, a gyors kígyót, a Leviatánt, a tekergő kígyót, és megöli a tengeri sárkányt. |
2 τη ημερα εκεινη αμπελων καλος επιθυμημα εξαρχειν κατ' αυτης | 2 Azon a napon szép szőlőskert lesz, énekeljetek róla! |
3 εγω πολις ισχυρα πολις πολιορκουμενη ματην ποτιω αυτην αλωσεται γαρ νυκτος ημερας δε πεσειται το τειχος | 3 Én, az Úr, vagyok őrzője, szüntelenül öntözöm; nehogy baj érje, éjjel-nappal őrzöm. |
4 ουκ εστιν η ουκ επελαβετο αυτης τις με θησει φυλασσειν καλαμην εν αγρω δια την πολεμιαν ταυτην ηθετηκα αυτην τοινυν δια τουτο εποιησεν κυριος ο θεος παντα οσα συνεταξεν κατακεκαυμαι | 4 Harag nincs bennem: miért adna nekem valaki tövist és tüskét? Harcba szállok vele, s mindjárt fel is gyújtom: |
5 βοησονται οι ενοικουντες εν αυτη ποιησωμεν ειρηνην αυτω ποιησωμεν ειρηνην | 5 vagy ragadja meg oltalmamat, kössön békét velem, békét kössön velem! |
6 οι ερχομενοι τεκνα ιακωβ βλαστησει και εξανθησει ισραηλ και εμπλησθησεται η οικουμενη του καρπου αυτου | 6 A jövőben gyökeret ver Jákob, virágzik és kihajt Izrael, s betöltik a földkerekség színét terméssel. |
7 μη ως αυτος επαταξεν και αυτος ουτως πληγησεται και ως αυτος ανειλεν ουτως αναιρεθησεται | 7 Vajon megverte Izraelt úgy, mint azt, aki őt verte? Vagy gyilkolta-e őt úgy, mint azokat, akik őt gyilkolták? |
8 μαχομενος και ονειδιζων εξαποστελει αυτους ου συ ησθα ο μελετων τω πνευματι τω σκληρω ανελειν αυτους πνευματι θυμου | 8 Elűzte, elvetette őt, s perelt vele; elsodorta őt erős szelével a keleti szél napján. |
9 δια τουτο αφαιρεθησεται η ανομια ιακωβ και τουτο εστιν η ευλογια αυτου οταν αφελωμαι αυτου την αμαρτιαν οταν θωσιν παντας τους λιθους των βωμων κατακεκομμενους ως κονιαν λεπτην και ου μη μεινη τα δενδρα αυτων και τα ειδωλα αυτων εκκεκομμενα ωσπερ δρυμος μακραν | 9 Azáltal nyer bocsánatot Jákob bűne, és vétke eltávolításának az a teljes gyümölcse, ha olyanná tesz minden kőoltárt, mint az összezúzott mészkő, és nem maradnak fenn a szent fák és oszlopok. |
10 το κατοικουμενον ποιμνιον ανειμενον εσται ως ποιμνιον καταλελειμμενον και εσται πολυν χρονον εις βοσκημα και εκει αναπαυσονται | 10 Mert a megerősített város magára marad, elhagyott és magányos hely lesz, mint a sivatag; borjú legel rajta, ott heverészik, s lerágja bokrait. |
11 και μετα χρονον ουκ εσται εν αυτη παν χλωρον δια το ξηρανθηναι γυναικες ερχομεναι απο θεας δευτε ου γαρ λαος εστιν εχων συνεσιν δια τουτο ου μη οικτιρηση ο ποιησας αυτους ουδε ο πλασας αυτους ου μη ελεηση | 11 A szárazságban gallyai összetörnek, asszonyok jönnek, és elégetik. Nem értelmes nép ez, ezért nem irgalmaz neki Alkotója, és aki formálta, nem kegyelmez neki. |
12 και εσται εν τη ημερα εκεινη συμφραξει κυριος απο της διωρυγος του ποταμου εως ρινοκορουρων υμεις δε συναγαγετε τους υιους ισραηλ κατα ενα ενα | 12 Ez történik majd azon a napon: kicsépeli az Úr a kalászokat a Folyamtól Egyiptom patakjáig, és titeket összeszednek egyenként, Izrael fiai. |
13 και εσται εν τη ημερα εκεινη σαλπιουσιν τη σαλπιγγι τη μεγαλη και ηξουσιν οι απολομενοι εν τη χωρα των ασσυριων και οι απολομενοι εν αιγυπτω και προσκυνησουσιν τω κυριω επι το ορος το αγιον εν ιερουσαλημ | 13 Ez történik majd azon a napon: megfújják a nagy harsonát, és visszajönnek, akik elvesztek Asszíria földjén, s akik száműzöttek voltak Egyiptom földjén, és leborulnak az Úr előtt a szent hegyen, Jeruzsálemben. |