Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α´ - 1 Maccabei - Maccabees I 3


font
LXXBIBBIA TINTORI
1 και ανεστη ιουδας ο καλουμενος μακκαβαιος υιος αυτου αντ' αυτου1 Gli successe il suo figlio Giuda, soprannominato Maccabeo.
2 και εβοηθουν αυτω παντες οι αδελφοι αυτου και παντες οσοι εκολληθησαν τω πατρι αυτου και επολεμουν τον πολεμον ισραηλ μετ' ευφροσυνης2 Fu assistito da tutti i suoi fratelli e da tutti quelli che s'erano uniti, col suo padre a combattere con entusiasmo la battaglia d'Israele.
3 και επλατυνεν δοξαν τω λαω αυτου και ενεδυσατο θωρακα ως γιγας και συνεζωσατο τα σκευη τα πολεμικα αυτου και πολεμους συνεστησατο σκεπαζων παρεμβολην εν ρομφαια3 Egli moltiplicò la gloria del suo popolo, e, indossata la corazza, come un gigante si armò per combattere, e colla sua spada proteggeva il campo.
4 και ωμοιωθη λεοντι εν τοις εργοις αυτου και ως σκυμνος ερευγομενος εις θηραν4 Le sue azioni eran simili a quelle del leone, balzava come lioncello che rogge sulla preda.
5 και εδιωξεν ανομους εξερευνων και τους ταρασσοντας τον λαον αυτου εφλογισεν5 Egli scovò gli empi, e non li lasciò bene avere, e sterminò col fuoco quelli che perturbavano il popolo.
6 και συνεσταλησαν ανομοι απο του φοβου αυτου και παντες οι εργαται της ανομιας συνεταραχθησαν και ευοδωθη σωτηρια εν χειρι αυτου6 Tremando dinanzi a lui, gli empi indietreggiarono, gli operatori d'iniquità restarono atterriti; e la liberazione era condotta felicemente nello sue mani.
7 και επικρανεν βασιλεις πολλους και ευφρανεν τον ιακωβ εν τοις εργοις αυτου και εως του αιωνος το μνημοσυνον αυτου εις ευλογιαν7 Diede da pensare a molti re, e consolò Giacobbe colle suo opere, e la memoria di lui sarà per sempre benedetta.
8 και διηλθεν εν πολεσιν ιουδα και εξωλεθρευσεν ασεβεις εξ αυτης και απεστρεψεν οργην απο ισραηλ8 Egli andò in giro per le città di Giuda e ne cacciò gli empi, e allontanò il flagello da Israele.
9 και ωνομασθη εως εσχατου γης και συνηγαγεν απολλυμενους9 Il suo nome divenne celebre sino agli ultimi confini della terra, avendo egli raccolto quelli che perivano
10 και συνηγαγεν απολλωνιος εθνη και απο σαμαρειας δυναμιν μεγαλην του πολεμησαι προς τον ισραηλ10 Apollonio, radunate le nazioni e un esercito numeroso e forte in Samarir, andò a combattere contro Israele.
11 και εγνω ιουδας και εξηλθεν εις συναντησιν αυτω και επαταξεν αυτον και απεκτεινεν και επεσον τραυματιαι πολλοι και οι επιλοιποι εφυγον11 Appena lo seppe, Giuda gli corse incontro, lo sconfisse, lo uccise; gran numero (di nemici) perirono, il resto si diede alla fuga.
12 και ελαβον τα σκυλα αυτων και την μαχαιραν απολλωνιου ελαβεν ιουδας και ην πολεμων εν αυτη πασας τας ημερας12 (I Giudei) ne presero le spoglie, e Giuda prese la spada di Apollonio o se ne servì sempre nelle battaglie.
13 και ηκουσεν σηρων ο αρχων της δυναμεως συριας οτι ηθροισεν ιουδας αθροισμα και εκκλησιαν πιστων μετ' αυτου και εκπορευομενων εις πολεμον13 Seron capo dell'esercito della Siria, avendo inteso che Giuda aveva adunata della gente fedele che stava con lui,
14 και ειπεν ποιησω εμαυτω ονομα και δοξασθησομαι εν τη βασιλεια και πολεμησω τον ιουδαν και τους συν αυτω τους εξουδενουντας τον λογον του βασιλεως14 disse: «Io mi farò un nome e acquisterò molta gloria nel regno, debellando Giuda e i disprezzatori degli ordini del re che son con lui ».
15 και προσεθετο και ανεβη μετ' αυτου παρεμβολη ασεβων ισχυρα βοηθησαι αυτω ποιησαι την εκδικησιν εν υιοις ισραηλ15 Preparatosi, si mosse colle schiere degli empi, aiuto considerevole per vendicarsi dei figli d'Israele ».
16 και ηγγισεν εως αναβασεως βαιθωρων και εξηλθεν ιουδας εις συναντησιν αυτω ολιγοστος16 Si avanzarono fino a Betoron. Giuda andò loro incontro con pochi soldati,
17 ως δε ειδον την παρεμβολην ερχομενην εις συναντησιν αυτων ειπον τω ιουδα τι δυνησομεθα ολιγοστοι οντες πολεμησαι προς πληθος τοσουτο ισχυρον και ημεις εκλελυμεθα ασιτουντες σημερον17 i quali appena videro quale esercito veniva contro di loro, dissero a Giuda: « Come potremo noi, sì pochi e stanchi dal digiuno, combattere contro una moltitudine così forte e valorosa? »
18 και ειπεν ιουδας ευκοπον εστιν συγκλεισθηναι πολλους εν χερσιν ολιγων και ουκ εστιν διαφορα εναντιον του ουρανου σωζειν εν πολλοις η εν ολιγοις18 Ma Giuda disse: « E' facile che molti restino preda di pochi, perchè davanti al Dio del cielo è lo stesso salvare con molti o con pochi;
19 οτι ουκ εν πληθει δυναμεως νικη πολεμου εστιν αλλ' εκ του ουρανου η ισχυς19 perchè nelle battaglie la vittoria non dipende dal numero delle schiere, ma dal cielo da cui vien la forza.
20 αυτοι ερχονται εφ' ημας εν πληθει υβρεως και ανομιας του εξαραι ημας και τας γυναικας ημων και τα τεκνα ημων του σκυλευσαι ημας20 Essi vengono contro di noi con esercito pieno d'empietà e d'orgoglio, a sterminar noi, le nostre mogli, i nostri figli, a spogliarci;
21 ημεις δε πολεμουμεν περι των ψυχων ημων και των νομιμων ημων21 ma, mentre noi combatteremo per le nostre vite e per le nostre leggi,
22 και αυτος συντριψει αυτους προ προσωπου ημων υμεις δε μη φοβεισθε απ' αυτων22 lo stesso Signore li abbatterà davanti a noi. Dunque non ne abbiate paura ».
23 ως δε επαυσατο λαλων ενηλατο εις αυτους αφνω και συνετριβη σηρων και η παρεμβολη αυτου ενωπιον αυτου23 Finito che ebbe di parlare, si gettò furiosamente contro di essi, e Seron vide schiacciato il suo esercito, e fu sconfitto.
24 και εδιωκον αυτον εν τη καταβασει βαιθωρων εως του πεδιου και επεσον απ' αυτων εις ανδρας οκτακοσιους οι δε λοιποι εφυγον εις γην φυλιστιιμ24 Giuda lo inseguì per la discesa di Betoron fino al piano, e uccise di loro ottocento uomini, mentre il resto fuggiva nel paese dei Filistei.
25 και ηρξατο ο φοβος ιουδου και των αδελφων αυτου και η πτοη επεπιπτεν επι τα εθνη τα κυκλω αυτων25 Giuda e i suoi fratelli divennero il terrore di tutte le genti circonvicine,
26 και ηγγισεν εως του βασιλεως το ονομα αυτου και υπερ των παραταξεων ιουδου εξηγειτο τα εθνη26 e ne giunse la fama al re, perchè tutte le genti parlavano delle gesta di Giuda.
27 ως δε ηκουσεν ο βασιλευς αντιοχος τους λογους τουτους ωργισθη θυμω και απεστειλεν και συνηγαγεν τας δυναμεις πασας της βασιλειας αυτου παρεμβολην ισχυραν σφοδρα27 Quando il re Antioco seppe queste cose, montò su tutte le furie, e diede ordine di radunare le milizie di tutto il suo regno in un esercito potentissimo.
28 και ηνοιξεν το γαζοφυλακιον αυτου και εδωκεν οψωνια ταις δυναμεσιν εις ενιαυτον και ενετειλατο αυτοις ειναι ετοιμους εις πασαν χρειαν28 Aperto il suo erario, diede all'esercito lo stipendio per un anno, e comandò loro d'esser preparati a tutto.
29 και ειδεν οτι εξελιπεν το αργυριον εκ των θησαυρων και οι φοροι της χωρας ολιγοι χαριν της διχοστασιας και πληγης ης κατεσκευασεν εν τη γη του αραι τα νομιμα α ησαν αφ' ημερων των πρωτων29 Osservando però che il danaro veniva a mancare nelle sue casse, e che i tributi della provinciti erano scarsi, a causa degli scompigli e dei mali ch'egli vi aveva scatenati col volere abolirà le leggi in uso dai più antichi tempi,
30 και ευλαβηθη μη ουκ εχη ως απαξ και δις εις τας δαπανας και τα δοματα α εδιδου εμπροσθεν δαψιλη χειρι και επερισσευσεν υπερ τους βασιλεις τους εμπροσθεν30 temè di non avere come gli era accaduto più volte, da spendere in doni, come prima aveva fatto a larga mano, con magnificenza superiore a quella di tutti i re che l'avevan preceduto.
31 και ηπορειτο τη ψυχη αυτου σφοδρα και εβουλευσατο του πορευθηναι εις την περσιδα και λαβειν τους φορους των χωρων και συναγαγειν αργυριον πολυ31 Allora, costernatissimo, decise di andare in Persia a mettere insieme i tributi di quello provincie, e raccogliere molto danaro.
32 και κατελιπεν λυσιαν ανθρωπον ενδοξον και απο γενους της βασιλειας επι των πραγματων του βασιλεως απο του ποταμου ευφρατου και εως οριων αιγυπτου32 Lasciò Lisia, uomo di grande considerazione e di stirpe reale, alla tosta degli affari dol regno, dall'Eufrate sino al fiume d'Egitto;
33 και τρεφειν αντιοχον τον υιον αυτου εως του επιστρεψαι αυτον33 affidò a lui l'educazione del suo figlio Antioco fino al suo ritorno,
34 και παρεδωκεν αυτω τας ημισεις των δυναμεων και τους ελεφαντας και ενετειλατο αυτω περι παντων ων ηβουλετο και περι των κατοικουντων την ιουδαιαν και ιερουσαλημ34 e gli diede la metà dell'esercito, cogli elefanti; gli diede pure gli ordini per tutto ciò che voleva fosse fatto, e, riguardo agli abitanti della Giudea o di Gerusalemme,
35 αποστειλαι επ' αυτους δυναμιν του εκτριψαι και εξαραι την ισχυν ισραηλ και το καταλειμμα ιερουσαλημ και αραι το μνημοσυνον αυτων απο του τοπου35 di spedire contro di essi un esercito, per abbattere il valore d'Israele, gli avanzi di Gerusalemme, e cancellarne la memoria da quel luogo,
36 και κατοικισαι υιους αλλογενεις εν πασιν τοις οριοις αυτων και κατακληροδοτησαι την γην αυτων36 col dare tutto il loro paese ad abitare a gente d'altre nazioni, alle quali doveva essere distribuita a sorte la loro terra.
37 και ο βασιλευς παρελαβεν τας ημισεις των δυναμεων τας καταλειφθεισας και απηρεν απο αντιοχειας απο πολεως βασιλειας αυτου ετους εβδομου και τεσσαρακοστου και εκατοστου και διεπερασεν τον ευφρατην ποταμον και διεπορευετο τας επανω χωρας37 Poi il re, presa il resto del suo esercito, partì da Antiochia, città del suo regno, l'anno centoquarantasette, passò l'Eufrate e traversò le province superiori.
38 και επελεξεν λυσιας πτολεμαιον τον δορυμενους και νικανορα και γοργιαν ανδρας δυνατους των φιλων του βασιλεως38 Lisia scelse Tolomeo, figlio di Dorimene, Nicànore e Gorgia, uomini potenti del numero dagli amici del re,
39 και απεστειλεν μετ' αυτων τεσσαρακοντα χιλιαδας ανδρων και επτακισχιλιαν ιππον του ελθειν εις γην ιουδα και καταφθειραι αυτην κατα τον λογον του βασιλεως39 e li mandò con quarantamila fanti e settemila cavalieri nel paese di Giudei, a metterlo a ferro e a fuoco, secondo l'ordine del re.
40 και απηρεν συν παση τη δυναμει αυτων και ηλθον και παρενεβαλον πλησιον αμμαους εν τη γη τη πεδινη40 Essi, partiti con tutte le loro schiere, andarono a porre il campo vicino ad nella pianura.
41 και ηκουσαν οι εμποροι της χωρας το ονομα αυτων και ελαβον αργυριον και χρυσιον πολυ σφοδρα και πεδας και ηλθον εις την παρεμβολην του λαβειν τους υιους ισραηλ εις παιδας και προσετεθησαν προς αυτους δυναμις συριας και γης αλλοφυλων41 I mercanti del paese, saputo del loro arrivo, preso molto argento, oro e servi, andarono agli accampamenti per comprar come schiavi i figli d'Israele. A questo esercito si unì quello della Siria e delle altre nazioni.
42 και ειδεν ιουδας και οι αδελφοι αυτου οτι επληθυνθη τα κακα και αι δυναμεις παρεμβαλλουσιν εν τοις οριοις αυτων και επεγνωσαν τους λογους του βασιλεως ους ενετειλατο ποιησαι τω λαω εις απωλειαν και συντελειαν42 Giuda e i suoi fratelli, vedendo che le cose peggioravano, che gli eserciti si avvicinavano ai confini, e avendo risaputo che il re aveva dato l'ordine di sterminare, di annientare il popolo,
43 και ειπαν εκαστος προς τον πλησιον αυτου αναστησωμεν την καθαιρεσιν του λαου ημων και πολεμησωμεν περι του λαου ημων και των αγιων43 si dicevano a vicenda: « Rialziamo il nostro popolo abbattuto, combattiamo pel nostro popolo e pel nostro santuario.
44 και ηθροισθη η συναγωγη του ειναι ετοιμους εις πολεμον και του προσευξασθαι και αιτησαι ελεος και οικτιρμους44 Si radunarono in assemblea per prepararsi alla battaglia, pregare e chiedere pietà e misericordia.
45 και ιερουσαλημ ην αοικητος ως ερημος ουκ ην ο εισπορευομενος και εκπορευομενος εκ των γενηματων αυτης και το αγιασμα καταπατουμενον και υιοι αλλογενων εν τη ακρα καταλυμα τοις εθνεσιν και εξηρθη τερψις εξ ιακωβ και εξελιπεν αυλος και κινυρα45 Gerusalemme allora era senza abitanti, e come un deserta; nessuno dei suoi figli entrava e usciva; il santuario era conculcato, gente straniera occupava la fortezza, che era dimora delle nazioni. La gioia era sbandita da Giacobbe, nè più si udiva il flauto e la cetra.
46 και συνηχθησαν και ηλθοσαν εις μασσηφα κατεναντι ιερουσαλημ οτι τοπος προσευχης ην εν μασσηφα το προτερον τω ισραηλ46 S'adunarono adunque e andarono a Masfa, di faccia a Gerusalemme, perchè Masfa era stato luogo di preghiera per Israele.
47 και ενηστευσαν τη ημερα εκεινη και περιεβαλοντο σακκους και σποδον επι την κεφαλην αυτων και διερρηξαν τα ιματια αυτων47 Quel giorno digiunarono, si vestirono di cilizi, si gettarono la cenere sulla testa, stracciarono le loro vesti.
48 και εξεπετασαν το βιβλιον του νομου περι ων εξηρευνων τα εθνη τα ομοιωματα των ειδωλων αυτων48 Distesi i libri della legge, nei quali le genti cercavano le somiglianze coi loro simulacri;
49 και ηνεγκαν τα ιματια της ιερωσυνης και τα πρωτογενηματα και τας δεκατας και ηγειραν τους ναζιραιους οι επληρωσαν τας ημερας49 portati gli ornamenti sacerdotali, le primizie, le decime; fatti venire i Nazarei che avevan finito il loro tempo,
50 και εβοησαν φωνη εις τον ουρανον λεγοντες τι ποιησωμεν τουτοις και που αυτους απαγαγωμεν50 alzaron fino al cielo le grida, dicendo: « Che dobbiamo faro di costoro? Dove dobbiamo condurli?
51 και τα αγια σου καταπεπατηνται και βεβηλωνται και οι ιερεις σου εν πενθει και ταπεινωσει51 Il tuo santuario è conculcato e profanato; i tuoi sacerdoti sono nel duolo e nell'umiliazione;
52 και ιδου τα εθνη συνηκται εφ' ημας του εξαραι ημας συ οιδας α λογιζονται εφ' ημας52 ed ecco le nazioni radunate contro di noi per sterminarci. Tu sai quel che pensan di fare contro di noi.
53 πως δυνησομεθα υποστηναι κατα προσωπον αυτων εαν μη συ βοηθησης ημιν53 Come potremo noi stare davanti a loro, se tu, o Dio, non ci aiuti? »
54 και εσαλπισαν ταις σαλπιγξιν και εβοησαν φωνη μεγαλη54 Fatte risonare altamente le trombe,
55 και μετα τουτο κατεστησεν ιουδας ηγουμενους του λαου χιλιαρχους και εκατονταρχους και πεντηκονταρχους και δεκαδαρχους55 Giuda nominò i condottieri del popolo, i tribuni, i centurioni, i capi di cinquanta e di dieci uomini,
56 και ειπεν τοις οικοδομουσιν οικιας και μνηστευομενοις γυναικας και φυτευουσιν αμπελωνας και δειλοις αποστρεφειν εκαστον εις τον οικον αυτου κατα τον νομον56 e disse a quelli che avevano appena finito di fabbricare la casa, a chi aveva di fresco presa moglie o piantato vigne, e ai paurosi, che, secondo la legge, ciascuno so ne tornasse a casa sua.
57 και απηρεν η παρεμβολη και παρενεβαλον κατα νοτον αμμαους57 Mossero quindi il campo e andarono a porsi a sud di Emmaus.
58 και ειπεν ιουδας περιζωσασθε και γινεσθε εις υιους δυνατους και γινεσθε ετοιμοι εις πρωι του πολεμησαι εν τοις εθνεσιν τουτοις τοις επισυνηγμενοις εφ' ημας εξαραι ημας και τα αγια ημων58 E Giuda disse: « Armatevi, siate forti e state pronti per domattina, a combattere contro queste nazioni radunate contro di noi per distruggerci col nastro santuario;
59 οτι κρεισσον ημας αποθανειν εν τω πολεμω η επιδειν επι τα κακα του εθνους ημων και των αγιων59 per noi è meglio morire in battaglia che vedere distrutto il nostro popolo o il nostro santuario.
60 ως δ' αν η θελημα εν ουρανω ουτως ποιησει60 Del resto sia fatta la volontà del cielo