Scrutatio

Venerdi, 17 maggio 2024 - San Pasquale Baylon ( Letture di oggi)

ΕΞΟΔΟΣ - Esodo - Exodus 17


font
LXXVULGATA
1 και απηρεν πασα συναγωγη υιων ισραηλ εκ της ερημου σιν κατα παρεμβολας αυτων δια ρηματος κυριου και παρενεβαλοσαν εν ραφιδιν ουκ ην δε υδωρ τω λαω πιειν1 Igitur profecta omnis multitudo filiorum Israël de deserto Sin per mansiones suas, juxta sermonem Domini, castrametati sunt in Raphidim, ubi non erat aqua ad bibendum populo.
2 και ελοιδορειτο ο λαος προς μωυσην λεγοντες δος ημιν υδωρ ινα πιωμεν και ειπεν αυτοις μωυσης τι λοιδορεισθε μοι και τι πειραζετε κυριον2 Qui jurgatus contra Moysen, ait : Da nobis aquam, ut bibamus. Quibus respondit Moyses : Quid jurgamini contra me ? cur tentatis Dominum ?
3 εδιψησεν δε εκει ο λαος υδατι και εγογγυζεν εκει ο λαος προς μωυσην λεγοντες ινα τι τουτο ανεβιβασας ημας εξ αιγυπτου αποκτειναι ημας και τα τεκνα ημων και τα κτηνη τω διψει3 Sitivit ergo ibi populus præ aquæ penuria, et murmuravit contra Moysen, dicens : Cur fecisti nos exire de Ægypto, ut occideres nos, et liberos nostros, ac jumenta siti ?
4 εβοησεν δε μωυσης προς κυριον λεγων τι ποιησω τω λαω τουτω ετι μικρον και καταλιθοβολησουσιν με4 Clamavit autem Moyses ad Dominum, dicens : Quid faciam populo huic ? adhuc paululum, et lapidabit me.
5 και ειπεν κυριος προς μωυσην προπορευου του λαου τουτου λαβε δε μετα σεαυτου απο των πρεσβυτερων του λαου και την ραβδον εν η επαταξας τον ποταμον λαβε εν τη χειρι σου και πορευση5 Et ait Dominus ad Moysen : Antecede populum, et sume tecum de senioribus Israël : et virgam qua percussisti fluvium, tolle in manu tua, et vade.
6 οδε εγω εστηκα προ του σε εκει επι της πετρας εν χωρηβ και παταξεις την πετραν και εξελευσεται εξ αυτης υδωρ και πιεται ο λαος μου εποιησεν δε μωυσης ουτως εναντιον των υιων ισραηλ6 En ego stabo ibi coram te, supra petram Horeb : percutiesque petram, et exibit ex ea aqua, ut bibat populus. Fecit Moyses ita coram senioribus Israël :
7 και επωνομασεν το ονομα του τοπου εκεινου πειρασμος και λοιδορησις δια την λοιδοριαν των υιων ισραηλ και δια το πειραζειν κυριον λεγοντας ει εστιν κυριος εν ημιν η ου7 et vocavit nomen loci illius, Tentatio, propter jurgium filiorum Israël, et quia tentaverunt Dominum, dicentes : Estne Dominus in nobis, an non ?
8 ηλθεν δε αμαληκ και επολεμει ισραηλ εν ραφιδιν8 Venit autem Amalec, et pugnabat contra Israël in Raphidim.
9 ειπεν δε μωυσης τω ιησου επιλεξον σεαυτω ανδρας δυνατους και εξελθων παραταξαι τω αμαληκ αυριον και ιδου εγω εστηκα επι της κορυφης του βουνου και η ραβδος του θεου εν τη χειρι μου9 Dixitque Moyses ad Josue : Elige viros : et egressus, pugna contra Amalec : cras ego stabo in vertice collis, habens virgam Dei in manu mea.
10 και εποιησεν ιησους καθαπερ ειπεν αυτω μωυσης και εξελθων παρεταξατο τω αμαληκ και μωυσης και ααρων και ωρ ανεβησαν επι την κορυφην του βουνου10 Fecit Josue ut locutus erat Moyses, et pugnavit contra Amalec : Moyses autem et Aaron et Hur ascenderunt super verticem collis.
11 και εγινετο οταν επηρεν μωυσης τας χειρας κατισχυεν ισραηλ οταν δε καθηκεν τας χειρας κατισχυεν αμαληκ11 Cumque levaret Moyses manus, vincebat Israël : sin autem paululum remisisset, superabat Amalec.
12 αι δε χειρες μωυση βαρειαι και λαβοντες λιθον υπεθηκαν υπ' αυτον και εκαθητο επ' αυτου και ααρων και ωρ εστηριζον τας χειρας αυτου εντευθεν εις και εντευθεν εις και εγενοντο αι χειρες μωυση εστηριγμεναι εως δυσμων ηλιου12 Manus autem Moysi erant graves : sumentes igitur lapidem, posuerunt subter eum, in quo sedit : Aaron autem et Hur sustentabant manus ejus ex utraque parte. Et factum est ut manus illius non lassarentur usque ad occasum solis.
13 και ετρεψατο ιησους τον αμαληκ και παντα τον λαον αυτου εν φονω μαχαιρας13 Fugavitque Josue Amalec, et populum ejus in ore gladii.
14 ειπεν δε κυριος προς μωυσην καταγραψον τουτο εις μνημοσυνον εν βιβλιω και δος εις τα ωτα ιησοι οτι αλοιφη εξαλειψω το μνημοσυνον αμαληκ εκ της υπο τον ουρανον14 Dixit autem Dominus ad Moysen : Scribe hoc ob monimentum in libro, et trade auribus Josue : delebo enim memoriam Amalec sub cælo.
15 και ωκοδομησεν μωυσης θυσιαστηριον κυριω και επωνομασεν το ονομα αυτου κυριος μου καταφυγη15 Ædificavitque Moyses altare : et vocavit nomen ejus, Dominus exaltatio mea, dicens :
16 οτι εν χειρι κρυφαια πολεμει κυριος επι αμαληκ απο γενεων εις γενεας16 Quia manus solii Domini, et bellum Domini erit contra Amalec, a generatione in generationem.