Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΕΣΘΗΡ - Ester - Esther 6


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 ο δε κυριος απεστησεν τον υπνον απο του βασιλεως την νυκτα εκεινην και ειπεν τω διδασκαλω αυτου εισφερειν γραμματα μνημοσυνα των ημερων αναγινωσκειν αυτω1 A király álmatlanul töltötte azt az éjszakát, ezért előhozatta az előbbi korok történeti évkönyveit. Amikor azokból felolvastak neki,
2 ευρεν δε τα γραμματα τα γραφεντα περι μαρδοχαιου ως απηγγειλεν τω βασιλει περι των δυο ευνουχων του βασιλεως εν τω φυλασσειν αυτους και ζητησαι επιβαλειν τας χειρας αρταξερξη2 arra a helyre jutottak, ahol meg volt írva, hogy hogyan jelentette fel Mardókeus Bagatán és Táres eunuchok összeesküvését, akik meg akarták gyilkolni Artaxerxész királyt.
3 ειπεν δε ο βασιλευς τινα δοξαν η χαριν εποιησαμεν τω μαρδοχαιω και ειπαν οι διακονοι του βασιλεως ουκ εποιησας αυτω ουδεν3 Amikor ezt hallotta a király, kérdezte: »Ezért a hűségért milyen elismerésben és jutalomban részesült Mardókeus?« Szolgái és tisztjei erre így feleltek neki: »Egyáltalán semmi jutalmat sem kapott.«
4 εν δε τω πυνθανεσθαι τον βασιλεα περι της ευνοιας μαρδοχαιου ιδου αμαν εν τη αυλη ειπεν δε ο βασιλευς τις εν τη αυλη ο δε αμαν εισηλθεν ειπειν τω βασιλει κρεμασαι τον μαρδοχαιον επι τω ξυλω ω ητοιμασεν4 »Ki van az udvarban?« – vágott közbe hirtelen a király. Ámán ugyanis a királyi palota belső udvaráig ment, hogy rábírja a királyt, akasztassa fel Mardókeust a bitófára, amelyet felállítottak számára.
5 και ειπαν οι διακονοι του βασιλεως ιδου αμαν εστηκεν εν τη αυλη και ειπεν ο βασιλευς καλεσατε αυτον5 A szolgák így feleltek: »Ámán áll az udvarban.« A király így szólt: »Jöjjön be!«
6 ειπεν δε ο βασιλευς τω αμαν τι ποιησω τω ανθρωπω ον εγω θελω δοξασαι ειπεν δε εν εαυτω αμαν τινα θελει ο βασιλευς δοξασαι ει μη εμε6 Amikor pedig bement, így szólt hozzá: »Mi történjék azzal a férfival, akit ki akar tüntetni a király?« Ámán, mivel úgy vélekedett szívében, és azt gondolta, hogy nem lehet senki más, akit a király ki akar tüntetni,
7 ειπεν δε προς τον βασιλεα ανθρωπον ον ο βασιλευς θελει δοξασαι7 azt felelte: »Akit a király ki akar tüntetni,
8 ενεγκατωσαν οι παιδες του βασιλεως στολην βυσσινην ην ο βασιλευς περιβαλλεται και ιππον εφ' ον ο βασιλευς επιβαινει8 azt királyi ruhába kell öltöztetni, amilyet a király hord, rá kell ültetni a király nyerges lovára, fejére királyi koronát kell tenni;
9 και δοτω ενι των φιλων του βασιλεως των ενδοξων και στολισατω τον ανθρωπον ον ο βασιλευς αγαπα και αναβιβασατω αυτον επι τον ιππον και κηρυσσετω δια της πλατειας της πολεως λεγων ουτως εσται παντι ανθρωπω ον ο βασιλευς δοξαζει9 a királyi fejedelmek és hatalmasok közül az első öltöztesse fel és vezesse lovát, és a város terén áthaladva hangosan kiáltsa: ‘Így dicsőül meg az, akit a király ki akar tüntetni’.«
10 ειπεν δε ο βασιλευς τω αμαν καθως ελαλησας ουτως ποιησον τω μαρδοχαιω τω ιουδαιω τω θεραπευοντι εν τη αυλη και μη παραπεσατω σου λογος ων ελαλησας10 A király erre így szólt hozzá: »Siess, fogd a ruhát és a lovat, cselekedjél a zsidó Mardókeussal, aki ott ül a palota bejáratánál, úgy, ahogy mondtad! Vigyázz, el ne hagyj valamit abból, amit mondtál!«
11 ελαβεν δε αμαν την στολην και τον ιππον και εστολισεν τον μαρδοχαιον και ανεβιβασεν αυτον επι τον ιππον και διηλθεν δια της πλατειας της πολεως και εκηρυσσεν λεγων ουτως εσται παντι ανθρωπω ον ο βασιλευς θελει δοξασαι11 Ámán tehát fogta a ruhát és a lovat, felöltöztette Mardókeust, ráültette a lóra és a város terén előtte haladt és kiáltotta: »Így dicsőül meg az, akit a király ki akar tüntetni.«
12 επεστρεψεν δε ο μαρδοχαιος εις την αυλην αμαν δε υπεστρεψεν εις τα ιδια λυπουμενος κατα κεφαλης12 Mardókeus ezután visszatért a palota bejáratához; Ámán pedig szomorúan, bekötött fővel sietett haza.
13 και διηγησατο αμαν τα συμβεβηκοτα αυτω ζωσαρα τη γυναικι αυτου και τοις φιλοις και ειπαν προς αυτον οι φιλοι και η γυνη ει εκ γενους ιουδαιων μαρδοχαιος ηρξαι ταπεινουσθαι ενωπιον αυτου πεσων πεση ου μη δυνη αυτον αμυνασθαι οτι θεος ζων μετ' αυτου13 Elmondott feleségének, Záresnek, meg barátainak mindent, ami vele történt; mire a bölcsek, akiknek kikérte tanácsát, meg felesége ezt felelték neki: »Ha Mardókeus, akivel szemben megkezdődött bukásod, zsidó származású, nem tudsz ellenállni neki, vele szemben teljesen el fogsz bukni.«
14 ετι αυτων λαλουντων παραγινονται οι ευνουχοι επισπευδοντες τον αμαν επι τον ποτον ον ητοιμασεν εσθηρ14 Miközben még beszéltek, eljöttek a királyi eunuchok és sürgették Ámánt, hogy menjen tüstént a lakomára, amelyet a királyné rendezett.