Scrutatio

Venerdi, 10 maggio 2024 - San Giobbe ( Letture di oggi)

ΙΟΥΔΙΘ - Giuditta - Judith 13


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 ως δε οψια εγενετο εσπουδασαν οι δουλοι αυτου αναλυειν και βαγωας συνεκλεισεν την σκηνην εξωθεν και απεκλεισεν τους παρεστωτας εκ προσωπου του κυριου αυτου και απωχοντο εις τας κοιτας αυτων ησαν γαρ παντες κεκοπωμενοι δια το επι πλειον γεγονεναι τον ποτον1 Amikor már későre járt, szolgái igyekeztek távozni és Bagoász bezárta a sátrat kívülről majd elbocsátotta az ott levőket urától. Nyugovóra tértek mindnyájan, mert fáradtak voltak a sok bortól.
2 υπελειφθη δε ιουδιθ μονη εν τη σκηνη και ολοφερνης προπεπτωκως επι την κλινην αυτου ην γαρ περικεχυμενος αυτω ο οινος2 Judit egyedül maradt a sátorban és Holofernész bortól megrészegedve ágyán hevert.
3 και ειπεν ιουδιθ τη δουλη αυτης στηναι εξω του κοιτωνος αυτης και επιτηρειν την εξοδον αυτης καθαπερ καθ' ημεραν εξελευσεσθαι γαρ εφη επι την προσευχην αυτης και τω βαγωα ελαλησεν κατα τα ρηματα ταυτα3 Judit meghagyta szolgálóleányának, hogy a hálószobán kívül álljon és várja az ő jövetelét, mint eddig mindennap. Azt mondta ugyanis neki, hogy kimennek imádkozni, és ezt Bagoásznak is megmondta.
4 και απηλθοσαν παντες εκ προσωπου και ουδεις κατελειφθη εν τω κοιτωνι απο μικρου εως μεγαλου και στασα ιουδιθ παρα την κλινην αυτου ειπεν εν τη καρδια αυτης κυριε ο θεος πασης δυναμεως επιβλεψον εν τη ωρα ταυτη επι τα εργα των χειρων μου εις υψωμα ιερουσαλημ4 Mindnyájan eltávoztak a legkisebbtől a legnagyobbig színe elől és senki sem maradt a hálószobában. Judit odaállt Holofernész fejéhez és így szólt: »Uram, Uram, minden erő Istene, tekints ebben az órában kezem művére, hogy felmagasztaltassék Jeruzsálem.
5 οτι νυν καιρος αντιλαβεσθαι της κληρονομιας σου και ποιησαι το επιτηδευμα μου εις θραυσμα εχθρων οι επανεστησαν ημιν5 Most van itt az idő, hogy megmentsd örökségedet és valóra váltsd elgondolásomat ellenségeink eltiprására, akik fölkeltek ellenünk.«
6 και προσελθουσα τω κανονι της κλινης ος ην προς κεφαλης ολοφερνου καθειλεν τον ακινακην αυτου απ' αυτου6 Majd az ágy oszlopához lépett, amely Holofernész fejénél volt, leakasztotta róla kardját.
7 και εγγισασα της κλινης εδραξατο της κομης της κεφαλης αυτου και ειπεν κραταιωσον με κυριε ο θεος ισραηλ εν τη ημερα ταυτη7 Majd ágyához érve megragadta fejének hajzatát és ezt mondta: »Izrael Istene, erősíts meg engem Uram, Izrael Istene ezen a napon«.
8 και επαταξεν εις τον τραχηλον αυτου δις εν τη ισχυι αυτης και αφειλεν την κεφαλην αυτου απ' αυτου8 Kétszer rásújtott nyakára minden erejével és levágta fejét.
9 και απεκυλισε το σωμα αυτου απο της στρωμνης και αφειλε το κωνωπιον απο των στυλων και μετ' ολιγον εξηλθεν και παρεδωκεν τη αβρα αυτης την κεφαλην ολοφερνου9 Lehengergette testét az ágyról, és levette az oszlopokról a függőhálót, majd kissé később kiment, átadta szolgálójának Holofernész fejét,
10 και ενεβαλεν αυτην εις την πηραν των βρωματων αυτης και εξηλθον αι δυο αμα κατα τον εθισμον αυτων επι την προσευχην και διελθουσαι την παρεμβολην εκυκλωσαν την φαραγγα εκεινην και προσανεβησαν το ορος βαιτυλουα και ηλθοσαν προς τας πυλας αυτης10 aki azt beletette táskájukba. Ezután mindketten együtt elindultak szokásuk szerint imádkozni. Áthaladtak a táboron, végigmentek a völgyön, fölmentek Betúlia hegyére és megérkeztek kapuihoz.
11 και ειπεν ιουδιθ μακροθεν τοις φυλασσουσιν επι των πυλων ανοιξατε ανοιξατε δη την πυλην μεθ' ημων ο θεος ο θεος ημων ποιησαι ετι ισχυν εν ισραηλ και κρατος κατα των εχθρων καθα και σημερον εποιησεν11 Judit már messziről odakiáltott a kapuőröknek: »Nyissátok ki, nyissátok ki a kaput! Velünk az Isten, a mi Istenünk, hogy megmutassa erejét Izraelben és hatalmát ellenségeinkkel szemben, amint ezt ma is megtette.«
12 και εγενετο ως ηκουσαν οι ανδρες της πολεως αυτης την φωνην αυτης εσπουδασαν του καταβηναι επι την πυλην της πολεως αυτων και συνεκαλεσαν τους πρεσβυτερους της πολεως12 Amikor a város lakói meghallották hangját, sietve lejöttek a város kapujához és összehívták a város elöljáróit.
13 και συνεδραμον παντες απο μικρου εως μεγαλου αυτων οτι παραδοξον ην αυτοις το ελθειν αυτην και ηνοιξαν την πυλην και υπεδεξαντο αυτας και αψαντες πυρ εις φαυσιν περιεκυκλωσαν αυτας13 Mind összesereglettek a kicsiktől a nagyig, mert visszatérése már reménytelennek tűnt számukra. Kinyitották a kaput, beengedték őket, tüzet gyújtottak, hogy lássanak és körülvették őt.
14 η δε ειπεν προς αυτους φωνη μεγαλη αινειτε τον θεον αινειτε αινειτε τον θεον ος ουκ απεστησεν το ελεος αυτου απο του οικου ισραηλ αλλ' εθραυσε τους εχθρους ημων δια χειρος μου εν τη νυκτι ταυτη14 Ekkor Judit harsány hangon így szólt hozzájuk: »Dicsőítsétek Istenünket, dicsőítsétek, mert nem vonta meg irgalmát Izrael házától, hanem megtörte ellenségeinket kezem által ezen az éjjelen.«
15 και προελουσα την κεφαλην εκ της πηρας εδειξεν και ειπεν αυτοις ιδου η κεφαλη ολοφερνου αρχιστρατηγου δυναμεως ασσουρ και ιδου το κωνωπιον εν ω κατεκειτο εν ταις μεθαις αυτου και επαταξεν αυτον ο κυριος εν χειρι θηλειας15 Kivette a fejet a táskából, megmutatta és így szólt hozzájuk: »Íme, Holofernésznek, az asszír sereg vezérének feje és itt a függőhálója, amely alatt részegen feküdt. Isten egy asszony keze által sújtotta le.
16 και ζη κυριος ος διεφυλαξεν με εν τη οδω μου η επορευθην οτι ηπατησεν αυτον το προσωπον μου εις απωλειαν αυτου και ουκ εποιησεν αμαρτημα μετ' εμου εις μιασμα και αισχυνην16 Az Úr életére, aki megoltalmazott engem utamon, amelyet követtem, tekintetem rászedte vesztére, de nem követett el bűnt velem, nem szennyezett be és nem gyalázott meg.«
17 και εξεστη πας ο λαος σφοδρα και κυψαντες προσεκυνησαν τω θεω και ειπαν ομοθυμαδον ευλογητος ει ο θεος ημων ο εξουδενωσας εν τη ημερα τη σημερον τους εχθρους του λαου σου17 Az egész nép álmélkodott és leborulva imádták Istent és egy lélekkel mondták: »Áldott vagy Istenünk, mert megsemmisítetted néped ellenségeit ezen a napon.«
18 και ειπεν αυτη οζιας ευλογητη συ θυγατερ τω θεω τω υψιστω παρα πασας τας γυναικας τας επι της γης και ευλογημενος κυριος ο θεος ος εκτισεν τους ουρανους και την γην ος κατευθυνεν σε εις τραυμα κεφαλης αρχοντος εχθρων ημων18 Ozija így szólt hozzá: »Áldott vagy leányom, a magasságos Isten által, jobban, mint a föld minden asszonya. Áldott az Úr, a mi Istenünk, aki az eget és a földet teremtette, ő vezérelt téged, hogy levágd ellenségeink fejét.
19 οτι ουκ αποστησεται η ελπις σου απο καρδιας ανθρωπων μνημονευοντων ισχυν θεου εως αιωνος19 Ezért a te dicséreted nem hal ki az emberek szívéből, akik megemlékeznek Isten hatalmáról mindörökké.
20 και ποιησαι σοι αυτα ο θεος εις υψος αιωνιον του επισκεψασθαι σε εν αγαθοις ανθ' ων ουκ εφεισω της ψυχης σου δια την ταπεινωσιν του γενους ημων αλλ' επεξηλθες τω πτωματι ημων επ' ευθειαν πορευθεισα ενωπιον του θεου ημων και ειπαν πας ο λαος γενοιτο γενοιτο20 Fordítsa ezt Isten örök dicsőségedre, és látogasson meg jótéteményeivel. Mivel nem kímélted életedet, amikor a mi fajtánknak megaláztatásban volt része, hanem megakadályoztad romlásunkat, mert igaz úton jártál Istenünk színe előtt.« Az egész nép ráfelelte: »Úgy legyen, úgy legyen!«