Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

ΙΟΥΔΙΘ - Giuditta - Judith 1


font
LXXBIBBIA CEI 1974
1 ετους δωδεκατου της βασιλειας ναβουχοδονοσορ ος εβασιλευσεν ασσυριων εν νινευη τη πολει τη μεγαλη εν ταις ημεραις αρφαξαδ ος εβασιλευσεν μηδων εν εκβατανοις1 Nell'anno decimosecondo del regno di Nabucodònosor, che regnava sugli Assiri nella grande città di Ninive, Arpacsàd regnava sui Medi in Ecbàtana.
2 και ωκοδομησεν επ' εκβατανων κυκλω τειχη εκ λιθων λελαξευμενων εις πλατος πηχων τριων και εις μηκος πηχων εξ και εποιησεν το υψος του τειχους πηχων εβδομηκοντα και το πλατος αυτου πηχων πεντηκοντα2 Questi edificò intorno a Ecbàtana mura con pietre tagliate nella misura di tre cubiti di larghezza e sei cubiti di lunghezza, portando l'altezza del muro a settanta cubiti e la larghezza a cinquanta cubiti.
3 και τους πυργους αυτου εστησεν επι ταις πυλαις αυτης πηχων εκατον και το πλατος αυτης εθεμελιωσεν εις πηχεις εξηκοντα3 Costruì alle porte della città le torri murali alte cento cubiti e larghe alla base sessanta cubiti;
4 και εποιησεν τας πυλας αυτης πυλας διεγειρομενας εις υψος πηχων εβδομηκοντα και το πλατος αυτης πηχεις τεσσαρακοντα εις εξοδους δυναμεως δυνατων αυτου και διαταξεις των πεζων αυτου4 costruì le porte portandole fino all'altezza di settanta cubiti: la larghezza di ciascuna era di quaranta cubiti, per il passaggio dell'esercito dei suoi forti e l'uscita in parata dei suoi fanti.
5 και εποιησεν πολεμον εν ταις ημεραις εκειναις ο βασιλευς ναβουχοδονοσορ προς βασιλεα αρφαξαδ εν τω πεδιω τω μεγαλω τουτο εστιν πεδιον εν τοις οριοις ραγαυ5 In quel periodo di tempo il re Nabucodònosor mosse guerra al re Arpacsàd nella grande pianura, cioè nella piana che si trova nel territorio di Ragau.
6 και συνηντησαν προς αυτον παντες οι κατοικουντες την ορεινην και παντες οι κατοικουντες τον ευφρατην και τον τιγριν και τον υδασπην και πεδια αριωχ βασιλεως ελυμαιων και συνηλθον εθνη πολλα εις παραταξιν υιων χελεουδ6 Ma si schierarono a fianco di costui tutti gli abitanti delle montagne e quelli della zona dell'Eufrate, del Tigri e dell'Idaspe e gli abitanti della pianura di Arioch, re degli Elamiti. Così molte genti si trovarono adunate in aiuto ai figli di Cheleud.
7 και απεστειλεν ναβουχοδονοσορ βασιλευς ασσυριων επι παντας τους κατοικουντας την περσιδα και επι παντας τους κατοικουντας προς δυσμαις τους κατοικουντας την κιλικιαν και δαμασκον και τον λιβανον και αντιλιβανον και παντας τους κατοικουντας κατα προσωπον της παραλιας7 Allora Nabucodònosor re degli Assiri spedì messaggeri a tutti gli abitanti della Persia e a tutti gli abitanti delle regioni occidentali: a quelli della Cilicia e di Damasco, del Libano e dell'Antilibano e a tutti gli abitanti della fascia litoranea
8 και τους εν τοις εθνεσι του καρμηλου και γαλααδ και την ανω γαλιλαιαν και το μεγα πεδιον εσδρηλων8 e a quelli che appartenevano alle popolazioni del Carmelo e di Gàlaad, della Galilea superiore e della grande pianura di Esdrelon;
9 και παντας τους εν σαμαρεια και ταις πολεσιν αυτης και περαν του ιορδανου εως ιερουσαλημ και βατανη και χελους και καδης και του ποταμου αιγυπτου και ταφνας και ραμεσση και πασαν γην γεσεμ9 a tutti gli abitanti della Samaria e delle sue città, a quelli che stavano oltre il Giordano fino a Gerusalemme, Batane, Chelus e Cades e al torrente d'Egitto, nonché a Tafni, a Ramesse e a tutto il paese di Gessen,
10 εως του ελθειν επανω τανεως και μεμφεως και παντας τους κατοικουντας την αιγυπτον εως του ελθειν επι τα ορια της αιθιοπιας10 fino a comprendere la regione al di sopra di Tanis e Menfi, e ancora a tutti gli abitanti dell'Egitto sino ai confini dell'Etiopia.
11 και εφαυλισαν παντες οι κατοικουντες πασαν την γην το ρημα ναβουχοδονοσορ βασιλεως ασσυριων και ου συνηλθον αυτω εις τον πολεμον οτι ουκ εφοβηθησαν αυτον αλλ' ην εναντιον αυτων ως ανηρ εις και ανεστρεψαν τους αγγελους αυτου κενους εν ατιμια προσωπου αυτων11 Ma gli abitanti di tutte queste regioni disprezzarono l'invito di Nabucodònosor re degli Assiri e non lo seguirono nella guerra, perché non avevano alcun timore di lui, che agli occhi loro era come un uomo qualunque. Essi respinsero i suoi messaggeri a mani vuote e con disonore.
12 και εθυμωθη ναβουχοδονοσορ επι πασαν την γην ταυτην σφοδρα και ωμοσε κατα του θρονου και της βασιλειας αυτου ει μην εκδικησειν παντα τα ορια της κιλικιας και δαμασκηνης και συριας ανελειν τη ρομφαια αυτου και παντας τους κατοικουντας εν γη μωαβ και τους υιους αμμων και πασαν την ιουδαιαν και παντας τους εν αιγυπτω εως του ελθειν επι τα ορια των δυο θαλασσων12 Allora Nabucodònosor si accese di sdegno terribile contro tutte queste regioni e giurò per il suo trono e per il suo regno che avrebbe fatto sicura vendetta, devastando con la spada i paesi della Cilicia, di Damasco e della Siria, tutte le popolazioni della terra di Moab, gli Ammoniti, tutta la Giudea e tutti gli abitanti dell'Egitto fino al limite dei due mari.
13 και παρεταξατο εν τη δυναμει αυτου προς αρφαξαδ βασιλεα εν τω ετει τω επτακαιδεκατω και εκραταιωθη εν τω πολεμω αυτου και ανεστρεψεν πασαν την δυναμιν αρφαξαδ και πασαν την ιππον αυτου και παντα τα αρματα αυτου13 Quindi marciò con l'esercito contro il re Arpacsàd nel diciassettesimo anno, e prevalse su di lui in battaglia, travolgendo l'esercito di Arpacsàd con tutta la sua cavalleria e tutti i suoi carri.
14 και εκυριευσε των πολεων αυτου και αφικετο εως εκβατανων και εκρατησε των πυργων και επρονομευσε τας πλατειας αυτης και τον κοσμον αυτης εθηκεν εις ονειδος αυτης14 S'impadronì delle sue città, giunse fino a Ecbàtana e ne espugnò le torri, ne saccheggiò le piazze e ne mutò lo splendore in ludibrio.
15 και ελαβε τον αρφαξαδ εν τοις ορεσι ραγαυ και κατηκοντισεν αυτον εν ταις σιβυναις αυτου και εξωλεθρευσεν αυτον εως της ημερας εκεινης15 Poi sorprese Arpacsàd sui monti di Ragau, lo trafisse con le sue lance e lo tolse di mezzo in quel giorno.
16 και ανεστρεψεν μετ' αυτων αυτος και πας ο συμμικτος αυτου πληθος ανδρων πολεμιστων πολυ σφοδρα και ην εκει ραθυμων και ευωχουμενος αυτος και η δυναμις αυτου εφ' ημερας εκατον εικοσι16 Fece quindi ritorno a Ninive con tutto l'esercito eterogeneo, che era una moltitudine infinita di guerrieri e si fermò là, egli e il suo esercito, per centoventi giorni dandosi a divertimenti e banchetti.