Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β´ - 2 Cronache - Chronicles II 1


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και ενισχυσεν σαλωμων υιος δαυιδ επι την βασιλειαν αυτου και κυριος ο θεος αυτου μετ' αυτου και εμεγαλυνεν αυτον εις υψος1 Salamon, Dávid fia meg is erősödött királyságában s az Úr, az ő Istene, vele volt és igen naggyá tette őt.
2 και ειπεν σαλωμων προς παντα ισραηλ τοις χιλιαρχοις και τοις εκατονταρχοις και τοις κριταις και πασιν τοις αρχουσιν εναντιον ισραηλ τοις αρχουσι των πατριων2 Ekkor Salamon felszólította egész Izraelt, az ezredeseket, a századosokat, a hadnagyokat, s a bírákat egész Izraelben meg a családfőket
3 και επορευθη σαλωμων και πασα η εκκλησια μετ' αυτου εις την υψηλην την εν γαβαων ου εκει ην η σκηνη του μαρτυριου του θεου ην εποιησεν μωυσης παις κυριου εν τη ερημω3 és elment az egész sokasággal a gibeoni magaslatra. Ott volt ugyanis az Isten szövetségének sátra, amelyet Mózes, Isten szolgája csinált a pusztában.
4 αλλα κιβωτον του θεου ανηνεγκεν δαυιδ εκ πολεως καριαθιαριμ οτι ητοιμασεν αυτη σκηνην εις ιερουσαλημ4 Az Isten ládáját ugyan Dávid Kirját-Jearimból arra a helyre vitette, amelyet számára készített és ahol számára sátrat állított, azaz Jeruzsálembe,
5 και το θυσιαστηριον το χαλκουν ο εποιησεν βεσελεηλ υιος ουριου υιου ωρ εκει ην εναντι της σκηνης κυριου και εξεζητησεν αυτο σαλωμων και η εκκλησια5 de a rézoltár, amelyet Beszeleél, Húr fiának, Úrinak a fia készített, ott volt az Úr sátra előtt. Felkereste tehát ezt Salamon és az egész gyülekezet,
6 και ανηνεγκεν εκει σαλωμων επι το θυσιαστηριον το χαλκουν ενωπιον κυριου το εν τη σκηνη και ανηνεγκεν επ' αυτο ολοκαυτωσιν χιλιαν6 és felment Salamon az Úr szövetségének sátra előtt levő rézoltárhoz s ezer egészen elégő áldozatot mutatott be rajta.
7 εν τη νυκτι εκεινη ωφθη ο θεος τω σαλωμων και ειπεν αυτω αιτησαι τι σοι δω7 Éjszaka aztán íme, megjelent neki Isten és mondta: »Kérj, amit akarsz s megadom neked.«
8 και ειπεν σαλωμων προς τον θεον συ εποιησας μετα δαυιδ του πατρος μου ελεος μεγα και εβασιλευσας με αντ' αυτου8 Salamon erre így válaszolt Istennek: »Te az én atyámmal, Dáviddal, nagy irgalmasságot cselekedtél és helyébe engem tettél királlyá.
9 και νυν κυριε ο θεος πιστωθητω το ονομα σου επι δαυιδ πατερα μου οτι συ εβασιλευσας με επι λαον πολυν ως ο χους της γης9 Nos tehát, Uram Istenem, teljesedjék ígéreted, amelyet atyámnak, Dávidnak, tettél. Mivel te tettél engem néped királyává, amely oly sok s annyira megszámlálhatatlan, mint a föld pora,
10 νυν σοφιαν και συνεσιν δος μοι και εξελευσομαι ενωπιον του λαου τουτου και εισελευσομαι οτι τις κρινει τον λαον σου τον μεγαν τουτον10 adj nekem bölcsességet és értelmet, hogy tudjak ki- és bejárni néped előtt: hiszen ki tudná helyesen kormányozni ezt a te nagy népedet?«
11 και ειπεν ο θεος προς σαλωμων ανθ' ων εγενετο τουτο εν τη καρδια σου και ουκ ητησω πλουτον χρηματων ουδε δοξαν ουδε την ψυχην των υπεναντιων και ημερας πολλας ουκ ητησω και ητησας σεαυτω σοφιαν και συνεσιν οπως κρινης τον λαον μου εφ' ον εβασιλευσα σε επ' αυτον11 Isten erre így felelt Salamonnak: »Mivel ez tetszett leginkább szívednek és nem kértél gazdagságot, vagyont s dicsőséget, sem azoknak az életét, akik gyűlölnek téged, sőt még hosszú életet sem, hanem bölcsességet és tudományt kértél, hogy kormányozni tudd népemet, amelynek királyává tettelek:
12 την σοφιαν και την συνεσιν διδωμι σοι και πλουτον και χρηματα και δοξαν δωσω σοι ως ουκ εγενηθη ομοιος σοι εν τοις βασιλευσι τοις εμπροσθε σου και μετα σε ουκ εσται ουτως12 megadom neked a bölcsességet és a tudományt, sőt olyan gazdagságot, vagyont és dicsőséget is adok majd neked, hogy nem akad hozzád hasonló sem előtted, sem utánad a királyok között.«
13 και ηλθεν σαλωμων εκ βαμα της εν γαβαων εις ιερουσαλημ απο προσωπου σκηνης μαρτυριου και εβασιλευσεν επι ισραηλ13 Salamon aztán visszatért a gibeoni magaslatról, a szövetség sátra elől Jeruzsálembe, és uralkodott Izraelen.
14 και συνηγαγεν σαλωμων αρματα και ιππεις και εγενοντο αυτω χιλια και τετρακοσια αρματα και δωδεκα χιλιαδες ιππεων και κατελιπεν αυτα εν πολεσιν των αρματων και ο λαος μετα του βασιλεως εν ιερουσαλημ14 Szerzett magának szekereket és lovasokat is, úgyhogy ezernégyszáz szekere és tizenkétezer lovasa lett. Ezeket a szekeres városokban és a király körül, Jeruzsálemben helyezte el.
15 και εθηκεν ο βασιλευς το χρυσιον και το αργυριον εν ιερουσαλημ ως λιθους και τας κεδρους εν τη ιουδαια ως συκαμινους τας εν τη πεδινη εις πληθος15 Az ezüstöt és az aranyat olyan bőségessé tette a király Jeruzsálemben, mint a követ, a cédrusfát pedig mint a vadfügefát, amely nagy tömegben nő az alföldön.
16 και η εξοδος των ιππων των σαλωμων εξ αιγυπτου και η τιμη των εμπορων του βασιλεως εμπορευεσθαι ηγοραζον16 Lovat Egyiptomból és Koából hoztak neki a királyi kereskedők, akik odajártak és szabott áron vásároltak:
17 και ανεβαινον και εξηγον εξ αιγυπτου αρμα εν εξακοσιων αργυριου και ιππον εκατον και πεντηκοντα και ουτως πασιν τοις βασιλευσιν των χετταιων και βασιλευσιν συριας εν χερσιν αυτων εφερον17 egy-egy szekeret hatszáz, egy-egy lovat százötven sékelért. Ugyanígy vásároltak a hetiták összes királyságától és Szíria királyaitól is.
18 και ειπεν σαλωμων του οικοδομησαι οικον τω ονοματι κυριου και οικον τη βασιλεια αυτου18 Majd elhatározta Salamon, hogy házat épít az Úr nevének és palotát önmagának.