Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ´ - 2 Re - Kings IV 6


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και ειπον οι υιοι των προφητων προς ελισαιε ιδου δη ο τοπος εν ω ημεις οικουμεν ενωπιον σου στενος αφ' ημων1 Majd azt mondták a prófétafiak Elizeusnak: »Íme, ez a hely, ahol felügyeleted alatt lakunk, szűk nekünk.
2 πορευθωμεν δη εως του ιορδανου και λαβωμεν εκειθεν ανηρ εις δοκον μιαν και ποιησωμεν εαυτοις εκει του οικειν εκει και ειπεν δευτε2 Hadd menjünk el a Jordánhoz s hadd hozzon mindenki az erdőből egy-egy szálfát, hogy ott lakóhelyet építsünk magunknak.« Ő azt mondta: »Menjetek el.«
3 και ειπεν ο εις επιεικεως δευρο μετα των δουλων σου και ειπεν εγω πορευσομαι3 Azt mondta erre egyikük: »Gyere azonban te is el szolgáiddal.« Ő felelte: »Elmegyek.«
4 και επορευθη μετ' αυτων και ηλθον εις τον ιορδανην και ετεμνον τα ξυλα4 El is ment velük. Amikor aztán a Jordánhoz jutottak, vágták a fát.
5 και ιδου ο εις καταβαλλων την δοκον και το σιδηριον εξεπεσεν εις το υδωρ και εβοησεν ω κυριε και αυτο κεχρημενον5 Történt azonban, hogy amint egyikük egy szálfát kivágott, a fejsze vasa beleesett a vízbe. Erre ő felkiáltott s azt mondta: »Jaj, jaj, jaj, uram, ezt is csak kölcsön kaptam.«
6 και ειπεν ο ανθρωπος του θεου που επεσεν και εδειξεν αυτω τον τοπον και απεκνισεν ξυλον και ερριψεν εκει και επεπολασεν το σιδηριον6 Azt mondta erre az Isten embere: »Hova esett?« Amikor az megmutatta neki a helyet, ő levágott egy fadarabot, odahajította s felúszott a vas.
7 και ειπεν υψωσον σαυτω και εξετεινεν την χειρα αυτου και ελαβεν αυτο7 Erre azt mondta: »Vedd ki.« Az kinyújtotta kezét s kivette.
8 και βασιλευς συριας ην πολεμων εν ισραηλ και εβουλευσατο προς τους παιδας αυτου λεγων εις τον τοπον τονδε τινα ελμωνι παρεμβαλω8 Szíria királya pedig hadakozott Izraellel s megállapodott szolgáival: »Ezen és ezen a helyen vessünk lest.«
9 και απεστειλεν ελισαιε προς τον βασιλεα ισραηλ λεγων φυλαξαι μη παρελθειν εν τω τοπω τουτω οτι εκει συρια κεκρυπται9 Elküldött erre az Isten embere Izrael királyához ezzel az üzenettel: »Vigyázz, ne vonulj át ezen s ezen a helyen, mert ott akarnak lesbe állni a szírek.«
10 και απεστειλεν ο βασιλευς ισραηλ εις τον τοπον ον ειπεν αυτω ελισαιε και εφυλαξατο εκειθεν ου μιαν ουδε δυο10 Elküldött tehát Izrael királya arra a helyre, amelyet neki az Isten embere mondott s előre elfoglalta és vigyázott ott magára nem egyszer, sem kétszer.
11 και εξεκινηθη η ψυχη βασιλεως συριας περι του λογου τουτου και εκαλεσεν τους παιδας αυτου και ειπεν προς αυτους ουκ αναγγελειτε μοι τις προδιδωσιν με βασιλει ισραηλ11 Felháborodott ezen a dolgon Szíria királyának szíve s összehívta szolgáit és azt mondta: »Miért nem jelentitek nekem, ki az én árulóm Izrael királyánál?«
12 και ειπεν εις των παιδων αυτου ουχι κυριε μου βασιλευ οτι ελισαιε ο προφητης ο εν ισραηλ αναγγελλει τω βασιλει ισραηλ παντας τους λογους ους εαν λαλησης εν τω ταμιειω του κοιτωνος σου12 Azt mondta erre egyik szolgája: »Nem úgy van az, uram király, de Elizeus próféta, aki Izraelben van, megjelent minden szót Izrael királyának, amelyet te a hálókamrádban beszélsz.«
13 και ειπεν δευτε ιδετε που ουτος και αποστειλας λημψομαι αυτον και ανηγγειλαν αυτω λεγοντες ιδου εν δωθαιμ13 Azt mondta erre nekik: »Menjetek s nézzétek meg, hol van, hogy odaküldjek s elfogassam.« Jelentették is neki: »Íme, Dótánban van.«
14 και απεστειλεν εκει ιππον και αρμα και δυναμιν βαρειαν και ηλθον νυκτος και περιεκυκλωσαν την πολιν14 Ekkor lovakat, szekereket és erős csapatokat küldött oda s azok, amikor éjjel megérkeztek, körülvették a várost.
15 και ωρθρισεν ο λειτουργος ελισαιε αναστηναι και εξηλθεν και ιδου δυναμις κυκλουσα την πολιν και ιππος και αρμα και ειπεν το παιδαριον προς αυτον ω κυριε πως ποιησωμεν15 Amikor aztán reggel az Isten emberének szolgája felkelt és kiment, látta a sereget, a lovakat meg a szekereket a város körül s jelentette urának és azt mondta: »Jaj, jaj, jaj, uram, mitévők legyünk?«
16 και ειπεν ελισαιε μη φοβου οτι πλειους οι μεθ' ημων υπερ τους μετ' αυτων16 Ő azonban felelte: »Ne félj, mert többen vannak velünk, mint velük.«
17 και προσευξατο ελισαιε και ειπεν κυριε διανοιξον τους οφθαλμους του παιδαριου και ιδετω και διηνοιξεν κυριος τους οφθαλμους αυτου και ειδεν και ιδου το ορος πληρες ιππων και αρμα πυρος περικυκλω ελισαιε17 Majd imádkozott Elizeus és azt mondta: »Uram, nyisd meg a szemét, hadd lásson.« Erre megnyitotta az Úr a legény szemét s az látott: s íme, a hegy tele volt lovakkal s tüzes szekerekkel Elizeus körül.
18 και κατεβησαν προς αυτον και προσηυξατο ελισαιε προς κυριον και ειπεν παταξον δη τουτο το εθνος αορασια και επαταξεν αυτους αορασια κατα το ρημα ελισαιε18 Amikor aztán az ellenség felvonult ellene, Elizeus ismét imádkozott az Úrhoz, ezekkel a szavakkal: »Sújtsd, kérlek, vaksággal e nemzetet.« Erre az Úr azzal sújtotta őket, hogy nem láttak, – Elizeus szava szerint.
19 και ειπεν προς αυτους ελισαιε ουχ αυτη η πολις και αυτη η οδος δευτε οπισω μου και απαξω υμας προς τον ανδρα ον ζητειτε και απηγαγεν αυτους εις σαμαρειαν19 Ekkor Elizeus így szólt hozzájuk: »Nem ez az út s nem ez a város, gyertek utánam s majd megmutatom nektek azt az embert, akit kerestek.« Azzal elvitte őket Szamariába.
20 και εγενετο ως εισηλθον εις σαμαρειαν και ειπεν ελισαιε ανοιξον δη κυριε τους οφθαλμους αυτων και ιδετωσαν και διηνοιξεν κυριος τους οφθαλμους αυτων και ειδον και ιδου ησαν εν μεσω σαμαρειας20 Amikor aztán beértek Szamariába, azt mondta Elizeus: »Uram, nyisd meg a szemüket, hadd lássanak.« Erre megnyitotta az Úr a szemüket s látták, hogy Szamaria közepében vannak.
21 και ειπεν ο βασιλευς ισραηλ ως ειδεν αυτους ει παταξας παταξω πατερ21 Izrael királya, amikor meglátta őket, azt mondta Elizeusnak: »Levágassam-e őket, apám?«
22 και ειπεν ου παταξεις ει μη ους ηχμαλωτευσας εν ρομφαια σου και τοξω σου συ τυπτεις παραθες αρτους και υδωρ ενωπιον αυτων και φαγετωσαν και πιετωσαν και απελθετωσαν προς τον κυριον αυτων22 Ám ő azt mondta: »Ne vágasd le, mert nem kardoddal és íjaddal fogtad el őket, hogy levághatnád őket. Sőt tégy eléjük kenyeret és vizet, hogy egyenek s igyanak s aztán hadd menjenek urukhoz.«
23 και παρεθηκεν αυτοις παραθεσιν μεγαλην και εφαγον και επιον και απεστειλεν αυτους και απηλθον προς τον κυριον αυτων και ου προσεθεντο ετι μονοζωνοι συριας του ελθειν εις γην ισραηλ23 Erre ő nagy lakomát készített nekik s miután ettek és ittak, elbocsátotta őket s azok elmentek urukhoz. Ettől kezdve nem jöttek többé a szíriai portyázók Izrael földjére.
24 και εγενετο μετα ταυτα και ηθροισεν υιος αδερ βασιλευς συριας πασαν την παρεμβολην αυτου και ανεβη και περιεκαθισεν σαμαρειαν24 Történt pedig ezek után, hogy Ben-Hadad, Szíria királya egybegyűjtötte egész seregét s felment s ostrom alá vette Szamariát.
25 και εγενετο λιμος μεγας εν σαμαρεια και ιδου περιεκαθηντο επ' αυτην εως ου εγενηθη κεφαλη ονου πεντηκοντα σικλων αργυριου και τεταρτον του καβου κοπρου περιστερων πεντε σικλων αργυριου25 Erre nagy éhínség támadt Szamariában, mert addig ostromolták, amíg egy szamárfejet nyolcvan ezüstön, egy negyed káb galambtrágyát pedig öt ezüstön adtak.
26 και ην ο βασιλευς ισραηλ διαπορευομενος επι του τειχους και γυνη εβοησεν προς αυτον λεγουσα σωσον κυριε βασιλευ26 Amikor aztán egyszer Izrael királya a várfalon járkált, felkiáltott hozzá egy asszony, s ezt mondta: »Segíts rajtam, uram király.«
27 και ειπεν αυτη μη σε σωσαι κυριος ποθεν σωσω σε μη απο της αλωνος η απο της ληνου27 Ő azt mondta: »Ha az Úr nem segít rajtad, én honnan segítselek? A szérűről vagy a sajtóról?« Majd azt mondta neki a király: »Mit akarsz?« Ő azt felelte:
28 και ειπεν αυτη ο βασιλευς τι εστιν σοι και ειπεν η γυνη αυτη ειπεν προς με δος τον υιον σου και φαγομεθα αυτον σημερον και τον υιον μου και φαγομεθα αυτον αυριον28 »Ez az asszony azt mondta nekem: ‘Add ide a fiadat, hogy ma megegyük, holnap aztán megesszük az én fiamat.’
29 και ηψησαμεν τον υιον μου και εφαγομεν αυτον και ειπον προς αυτην τη ημερα τη δευτερα δος τον υιον σου και φαγωμεν αυτον και εκρυψεν τον υιον αυτης29 Megfőztük tehát a fiamat s megettük. Másnap aztán azt mondtam neki: Add ide a fiadat, hogy megegyük. Ő azonban elrejtette fiát.«
30 και εγενετο ως ηκουσεν ο βασιλευς ισραηλ τους λογους της γυναικος διερρηξεν τα ιματια αυτου και αυτος διεπορευετο επι του τειχους και ειδεν ο λαος τον σακκον επι της σαρκος αυτου εσωθεν30 Amikor ezt a király meghallotta, megszaggatta ruháját s tovább ment a várfalon; ekkor az egész nép látta, hogy alul a testén szőrzsákot viselt.
31 και ειπεν ταδε ποιησαι μοι ο θεος και ταδε προσθειη ει στησεται η κεφαλη ελισαιε επ' αυτω σημερον31 Majd azt mondta a király: »Sújtson engem Isten most és mindenkoron, ha Elizeusnak, Sáfát fiának feje ma rajta marad!«
32 και ελισαιε εκαθητο εν τω οικω αυτου και οι πρεσβυτεροι εκαθηντο μετ' αυτου και απεστειλεν ανδρα προ προσωπου αυτου πριν ελθειν τον αγγελον προς αυτον και αυτος ειπεν προς τους πρεσβυτερους ει οιδατε οτι απεστειλεν ο υιος του φονευτου ουτος αφελειν την κεφαλην μου ιδετε ως αν ελθη ο αγγελος αποκλεισατε την θυραν και παραθλιψατε αυτον εν τη θυρα ουχι φωνη των ποδων του κυριου αυτου κατοπισθεν αυτου32 Elizeus ekkor a házában ült s körülötte ültek a vének. Odaküldött tehát előre egy embert, de mielőtt még ez a követ odaért volna, ő azt mondta a véneknek: »Tudjátok-e, hogy a gyilkos fia ideküld, hogy fejemet vegyék? Vigyázzatok tehát s ha a követ ideér, zárjátok be az ajtót s ne engedjétek bejönni, mert íme, ura lábának nesze követi őt.«
33 ετι αυτου λαλουντος μετ' αυτων και ιδου αγγελος κατεβη προς αυτον και ειπεν ιδου αυτη η κακια παρα κυριου τι υπομεινω τω κυριω ετι33 Még beszélt velük, amikor megjelent a követ, aki hozzá jött és azt mondta: »Íme, ekkora baj származott az Úrtól, mit várjak még az Úrtól?«