Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ´ - 2 Re - Kings IV 10


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και τω αχααβ εβδομηκοντα υιοι εν σαμαρεια και εγραψεν ιου βιβλιον και απεστειλεν εν σαμαρεια προς τους αρχοντας σαμαρειας και προς τους πρεσβυτερους και προς τους τιθηνους υιων αχααβ λεγων1 Volt továbbá Áchábnak hetven fia Szamariában. Leveleket írt s küldött tehát Jéhu Szamariába, a város előkelőihez s véneihez s Ácháb nevelőihez ezzel az üzenettel:
2 και νυν ως εαν ελθη το βιβλιον τουτο προς υμας μεθ' υμων οι υιοι του κυριου υμων και μεθ' υμων το αρμα και οι ιπποι και πολεις οχυραι και τα οπλα2 »Mihelyt megkapjátok e levelet, minthogy nálatok vannak uratok fiai meg a szekerek, a lovak, az erős városok és a fegyverek,
3 και οψεσθε τον αγαθον και τον ευθη εν τοις υιοις του κυριου υμων και καταστησετε αυτον επι τον θρονον του πατρος αυτου και πολεμειτε υπερ του οικου του κυριου υμων3 válasszátok ki a legjobbat, s aki nektek leginkább tetszik uratok fiai közül, azt ültessétek apja királyi székébe s harcoljatok uratok házáért.«
4 και εφοβηθησαν σφοδρα και ειπον ιδου οι δυο βασιλεις ουκ εστησαν κατα προσωπον αυτου και πως στησομεθα ημεις4 Erre azok igen megijedtek s azt mondták: »Íme, két király nem tudott megállni előtte, hogy tudnánk ellene állni mi?«
5 και απεστειλαν οι επι του οικου και οι επι της πολεως και οι πρεσβυτεροι και οι τιθηνοι προς ιου λεγοντες παιδες σου ημεις και οσα εαν ειπης προς ημας ποιησομεν ου βασιλευσομεν ανδρα το αγαθον εν οφθαλμοις σου ποιησομεν5 Elküldtek tehát az udvarnagyok, a város elöljárói meg a vének és a nevelők Jéhuhoz s üzenték: »A te szolgáid vagyunk, akármit parancsolsz, megtesszük. Nem választunk királyt magunknak: amit jónak látsz, azt cselekedd.«
6 και εγραψεν προς αυτους βιβλιον δευτερον λεγων ει εμοι υμεις και της φωνης μου υμεις εισακουετε λαβετε την κεφαλην ανδρων των υιων του κυριου υμων και ενεγκατε προς με ως η ωρα αυριον εις ιεζραελ και οι υιοι του βασιλεως ησαν εβδομηκοντα ανδρες ουτοι αδροι της πολεως εξετρεφον αυτους6 Erre egy második levelet írt nekik ezzel az üzenettel: »Ha enyéim vagytok s nekem engedelmeskedtek, vegyétek uratok fiainak fejét s holnap ilyenkor gyertek hozzám Jezreelbe.« A királyfiak – hetven ember – a város nagyjainál nevelkedtek.
7 και εγενετο ως ηλθεν το βιβλιον προς αυτους και ελαβον τους υιους του βασιλεως και εσφαξαν αυτους εβδομηκοντα ανδρας και εθηκαν τας κεφαλας αυτων εν καρταλλοις και απεστειλαν αυτας προς αυτον εις ιεζραελ7 Amikor tehát a levél megérkezett hozzájuk, vették a királyfiakat s megölték a hetven embert s kosarakba tették fejüket s elküldték hozzá Jezreelbe.
8 και ηλθεν ο αγγελος και απηγγειλεν λεγων ηνεγκαν τας κεφαλας των υιων του βασιλεως και ειπεν θετε αυτας βουνους δυο παρα την θυραν της πυλης εις πρωι8 Amikor a követ odaért, jelentette neki, s szólt: »Elhozták a királyfiak fejét.« Erre ő azt felelte: »Rakjátok őket két rakásba a kapu mellé reggelig.«
9 και εγενετο πρωι και εξηλθεν και εστη εν τω πυλωνι της πολεως και ειπεν προς παντα τον λαον δικαιοι υμεις ιδου εγω ειμι συνεστραφην επι τον κυριον μου και απεκτεινα αυτον και τις επαταξεν παντας τουτους9 Amikor aztán megvirradt, kiment, odaállt s azt mondta az egész népnek: »Igazak vagytok! Én ugyan összeesküdtem uram ellen s megöltem őt, de ki ölte meg mindezeket?
10 ιδετε αφφω οτι ου πεσειται απο του ρηματος κυριου εις την γην ου ελαλησεν κυριος επι τον οικον αχααβ και κυριος εποιησεν οσα ελαλησεν εν χειρι δουλου αυτου ηλιου10 Nos tehát láthatjátok, hogy semmi sem hullott a földre az Úrnak azon szavaiból, amelyeket az Úr Ácháb háza ellen mondott, s az Úr megtette, amit szolgája, Illés által szólt.«
11 και επαταξεν ιου παντας τους καταλειφθεντας εν τω οικω αχααβ εν ιεζραελ και παντας τους αδρους αυτου και τους γνωστους αυτου και τους ιερεις αυτου ωστε μη καταλιπειν αυτου καταλειμμα11 Majd megölte Jéhu mindazokat, akik még megmaradtak Ácháb házából Jezreelben, valamint összes nagyjait, bizalmasait s papjait, úgyhogy egy sem maradt meg belőlük.
12 και ανεστη και επορευθη εις σαμαρειαν αυτος εν βαιθακαδ των ποιμενων εν τη οδω12 Aztán felkelt és elment Szamariába. Amikor útján a pásztorok hajlékához jutott,
13 και ιου ευρεν τους αδελφους οχοζιου βασιλεως ιουδα και ειπεν τινες υμεις και ειπον οι αδελφοι οχοζιου ημεις και κατεβημεν εις ειρηνην των υιων του βασιλεως και των υιων της δυναστευουσης13 találkozott Ahaszjának, Júda királyának testvéreivel s azt mondta nekik: »Kik vagytok?« Azok azt felelték: »Ahaszja testvérei vagyunk s lemegyünk, hogy köszöntsük a király fiait s a királynő fiait.«
14 και ειπεν συλλαβετε αυτους ζωντας και συνελαβον αυτους ζωντας και εσφαξαν αυτους εις βαιθακαδ τεσσαρακοντα και δυο ανδρας ου κατελιπεν ανδρα εξ αυτων14 Erre ő azt mondta: »Fogjátok meg őket elevenen.« Amikor aztán megfogták őket elevenen, lemészárolták őket – negyvenkét embert – a hajlék mellett levő vízveremnél. Egyet sem hagyott meg közülük.
15 και επορευθη εκειθεν και ευρεν τον ιωναδαβ υιον ρηχαβ εν τη οδω εις απαντην αυτου και ευλογησεν αυτον και ειπεν προς αυτον ιου ει εστιν καρδια σου μετα καρδιας μου ευθεια καθως η καρδια μου μετα της καρδιας σου και ειπεν ιωναδαβ εστιν και ειπεν ιου και ει εστιν δος την χειρα σου και εδωκεν την χειρα αυτου και ανεβιβασεν αυτον προς αυτον επι το αρμα15 Amikor aztán tovább ment onnan, Jonadábbal, Rekáb fiával találkozott s köszöntötte őt s azt mondta: »Olyan igaz-e a szíved, mint amilyen az én szívem a te szívedhez?« Azt mondta erre Jonadáb: »Igen.« »Ha igen« – mondta, – »add kezedet.« Az kezét adta neki, mire ő felvette maga mellé a szekérre,
16 και ειπεν προς αυτον δευρο μετ' εμου και ιδε εν τω ζηλωσαι με τω κυριω σαβαωθ και επεκαθισεν αυτον εν τω αρματι αυτου16 és azt mondta neki: »Gyere velem s lásd buzgalmamat az Úrért.« Helyet adott tehát neki szekerén,
17 και εισηλθεν εις σαμαρειαν και επαταξεν παντας τους καταλειφθεντας του αχααβ εν σαμαρεια εως του αφανισαι αυτον κατα το ρημα κυριου ο ελαλησεν προς ηλιου17 elvitte Szamariába s ott megölte mindazokat, akik még megmaradtak Ácháb házából Szamariában, egy szálig, az Úr azon szava szerint, amelyet Illés által szólt.
18 και συνηθροισεν ιου παντα τον λαον και ειπεν προς αυτους αχααβ εδουλευσεν τω βααλ ολιγα και γε ιου δουλευσει αυτω πολλα18 Majd egybegyűjtötte Jéhu az egész népet és azt mondta: »Ácháb keveset tisztelte Baált, én többet fogom tisztelni.
19 και νυν παντες οι προφηται του βααλ παντας τους δουλους αυτου και τους ιερεις αυτου καλεσατε προς με ανηρ μη επισκεπητω οτι θυσια μεγαλη μοι τω βααλ πας ος εαν επισκεπη ου ζησεται και ιου εποιησεν εν πτερνισμω ινα απολεση τους δουλους του βααλ19 Most azért hívjátok hozzám Baál minden prófétáját, minden szolgáját s minden papját. Senki se maradjon el, mert nagy áldozatot mutatok be Baálnak. Aki hiányozni fog, nem marad életben.« Jéhu azonban ezt cselből cselekedte, hogy elveszíthesse Baál tisztelőit.
20 και ειπεν ιου αγιασατε ιερειαν τω βααλ και εκηρυξαν20 Majd azt mondta: »Szenteljetek ünnepet Baálnak.« Ki is hirdettette
21 και απεστειλεν ιου εν παντι ισραηλ λεγων και νυν παντες οι δουλοι του βααλ και παντες οι ιερεις αυτου και παντες οι προφηται αυτου μηδεις απολειπεσθω οτι θυσιαν μεγαλην ποιω ος αν απολειφθη ου ζησεται και ηλθον παντες οι δουλοι του βααλ και παντες οι ιερεις αυτου και παντες οι προφηται αυτου ου κατελειφθη ανηρ ος ου παρεγενετο και εισηλθον εις τον οικον του βααλ και επλησθη ο οικος του βααλ στομα εις στομα21 és megüzente Izrael minden határába. Erre eljött Baál összes szolgája – nem maradt senki sem, aki el nem jött volna –, és bementek Baál templomába, úgyhogy Baál háza színültig megtelt.
22 και ειπεν ιου τω επι του οικου μεσθααλ εξαγαγε ενδυματα πασι τοις δουλοις του βααλ και εξηνεγκεν αυτοις ο στολιστης22 Azt mondta erre azoknak, akik a ruhákat kezelték: »Hozzatok ruhákat Baál minden szolgájának.« Azok elő is hozták nekik a ruhákat.
23 και εισηλθεν ιου και ιωναδαβ υιος ρηχαβ εις οικον του βααλ και ειπεν τοις δουλοις του βααλ ερευνησατε και ιδετε ει εστιν μεθ' υμων των δουλων κυριου οτι αλλ' η οι δουλοι του βααλ μονωτατοι23 Erre bement Jéhu Jonadábbal, Rekáb fiával Baál templomába és azt mondta Baál tisztelőinek: »Vizsgálódjatok s nézzetek utána, nehogy legyen közöttetek valaki az Úr szolgái közül, s hogy Baál szolgái egyedül legyenek.«
24 και εισηλθεν του ποιησαι τα θυματα και τα ολοκαυτωματα και ιου εταξεν εαυτω εξω ογδοηκοντα ανδρας και ειπεν ανηρ ος εαν διασωθη απο των ανδρων ων εγω αναγω επι χειρας υμων η ψυχη αυτου αντι της ψυχης αυτου24 Bementek tehát, hogy véresáldozatokat és egészen elégő áldozatokat tegyenek. Jéhu azonban elkészített magának kinn nyolcvan embert s azt mondta nekik: »Aki elszalaszt egyet ez emberek közül, akiket én a kezetekbe juttatok, életével lakol annak életéért.«
25 και εγενετο ως συνετελεσεν ποιων την ολοκαυτωσιν και ειπεν ιου τοις παρατρεχουσιν και τοις τρισταταις εισελθοντες παταξατε αυτους ανηρ μη εξελθατω εξ αυτων και επαταξαν αυτους εν στοματι ρομφαιας και ερριψαν οι παρατρεχοντες και οι τρισταται και επορευθησαν εως πολεως οικου του βααλ25 Amikor aztán bevégezték az egészen elégő áldozatot, az történt, hogy Jéhu megparancsolta vitézeinek s főtisztjeinek: »Menjetek be s üssétek le őket, el ne meneküljön egy sem!« Erre kardélre hányták és odadobták őket a vitézek s a főtisztek, majd behatoltak Baál templomának városába
26 και εξηνεγκαν την στηλην του βααλ και ενεπρησαν αυτην26 s kihozták a bálványt Baál templomából és elégették
27 και κατεσπασαν τας στηλας του βααλ και καθειλον τον οικον του βααλ και εταξαν αυτον εις λυτρωνας εως της ημερας ταυτης27 s összetörték, aztán lerombolták Baál házát s árnyékszéket csináltak a helyére mind a mai napig.
28 και ηφανισεν ιου τον βααλ εξ ισραηλ28 Jéhu tehát kipusztította Baált Izraelből,
29 πλην αμαρτιων ιεροβοαμ υιου ναβατ ος εξημαρτεν τον ισραηλ ουκ απεστη ιου απο οπισθεν αυτων αι δαμαλεις αι χρυσαι εν βαιθηλ και εν δαν29 de Jeroboámnak, Nábát fiának bűneitől, aki vétekre vitte Izraelt, nem távozott el s nem hagyta el az aranyborjúkat, amelyek Bételben és Dánban voltak.
30 και ειπεν κυριος προς ιου ανθ' ων οσα ηγαθυνας ποιησαι το ευθες εν οφθαλμοις μου και παντα οσα εν τη καρδια μου εποιησας τω οικω αχααβ υιοι τεταρτοι καθησονται σοι επι θρονου ισραηλ30 Pedig az Úr azt mondta Jéhunak: »Mivel oly serényen megcselekedted azt, ami igaz és kedves volt szemem előtt s végrehajtottad Ácháb házán mindazt, amit szívem akart, fiaid negyedíziglen fognak ülni Izrael trónján.«
31 και ιου ουκ εφυλαξεν πορευεσθαι εν νομω κυριου θεου ισραηλ εν ολη καρδια αυτου ουκ απεστη επανωθεν αμαρτιων ιεροβοαμ υιου ναβατ ος εξημαρτεν τον ισραηλ31 Jéhu azonban nem ügyelt arra, hogy teljes szívéből az Úrnak, Izrael Istenének törvénye szerint járjon: nem távozott ugyanis Jeroboám vétkeitől, aki vétekre vitte Izraelt.
32 εν ταις ημεραις εκειναις ηρξατο κυριος συγκοπτειν εν τω ισραηλ και επαταξεν αυτους αζαηλ εν παντι οριω ισραηλ32 Abban az időben az Úrnak kezdett terhére lenni Izrael, s azért Házaél megverte őket Izraelnek azon egész területén,
33 απο του ιορδανου κατ' ανατολας ηλιου πασαν την γην γαλααδ του γαδδι και του ρουβην και του μανασση απο αροηρ η εστιν επι του χειλους χειμαρρου αρνων και την γαλααδ και την βασαν33 amely a Jordántól keletre van, megverte Gileádnak egész földjét, azaz Gádot, Rúbent és Manasszét, Ároertől kezdve, amely az Arnon patak mellett van, Gileádot is, Básánt is.
34 και τα λοιπα των λογων ιου και παντα οσα εποιησεν και πασα η δυναστεια αυτου και τας συναψεις ας συνηψεν ουχι ταυτα γεγραμμενα επι βιβλιω λογων των ημερων τοις βασιλευσιν ισραηλ34 Jéhu egyéb dolgai pedig s mindaz, amit cselekedett, meg a vitézsége, nemde meg vannak írva Izrael királyainak krónikás könyvében?
35 και εκοιμηθη ιου μετα των πατερων αυτου και εθαψαν αυτον εν σαμαρεια και εβασιλευσεν ιωαχας υιος αυτου αντ' αυτου35 Amikor Jéhu aludni tért atyáihoz, eltemették Szamariában s fia, Joacház lett a király helyette.
36 και αι ημεραι ας εβασιλευσεν ιου επι ισραηλ εικοσι οκτω ετη εν σαμαρεια36 Az idő, amely alatt Jéhu Izraelen, Szamariában uralkodott, huszonnyolc esztendő volt.