Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ´ - 1 Re - Kings III 2


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και ηγγισαν αι ημεραι δαυιδ αποθανειν αυτον και ενετειλατο τω σαλωμων υιω αυτου λεγων1 Amikor aztán Dávid halálának ideje közeledett, ezt parancsolta fiának, Salamonnak:
2 εγω ειμι πορευομαι εν οδω πασης της γης και ισχυσεις και εση εις ανδρα2 »Én immár elmegyek minden földi lény útjára: légy erős és légy férfi.
3 και φυλαξεις την φυλακην κυριου του θεου σου του πορευεσθαι εν ταις οδοις αυτου φυλασσειν τας εντολας αυτου και τα δικαιωματα και τα κριματα τα γεγραμμενα εν νομω μωυσεως ινα συνιης α ποιησεις κατα παντα οσα αν εντειλωμαι σοι3 Tartsd meg, amivel az Úrnak, Istenednek tartozol, járj az Ő útjain, tartsd meg szertartásait, parancsait, végzéseit s intelmeit, amint meg van írva Mózes törvényében, hogy így boldogulj mindenben, amit cselekszel, s mindenhol, ahova fordulsz,
4 ινα στηση κυριος τον λογον αυτου ον ελαλησεν λεγων εαν φυλαξωσιν οι υιοι σου την οδον αυτων πορευεσθαι ενωπιον εμου εν αληθεια εν ολη καρδια αυτων και εν ολη ψυχη αυτων λεγων ουκ εξολεθρευθησεται σοι ανηρ επανωθεν θρονου ισραηλ4 az Úr megvalósítsa szavát, amelyet rólam mondott: ‘Ha fiaid megtartják útjukat, s teljes szívükből s teljes lelkükből hűségesen járnak előttem, nem fogy el ivadékod Izrael királyi székéről.’
5 και γε συ εγνως οσα εποιησεν μοι ιωαβ υιος σαρουιας οσα εποιησεν τοις δυσιν αρχουσιν των δυναμεων ισραηλ τω αβεννηρ υιω νηρ και τω αμεσσαι υιω ιεθερ και απεκτεινεν αυτους και εταξεν τα αιματα πολεμου εν ειρηνη και εδωκεν αιμα αθωον εν τη ζωνη αυτου τη εν τη οσφυι αυτου και εν τω υποδηματι αυτου τω εν τω ποδι αυτου5 Te is tudod, mit cselekedett velem Joáb, Száruja fia, mit cselekedett Izrael seregének két fővezérével, Ábnerrel, Nér fiával és Amászával, Jeter fiával: megölte őket, s mint háborúban, vért ontott békesség idején, s mint csatában, vért hintett derekán levő övére s lábán levő sarujára.
6 και ποιησεις κατα την σοφιαν σου και ου καταξεις την πολιαν αυτου εν ειρηνη εις αδου6 Cselekedj tehát bölcsességed szerint, s ne juttasd ősz fejét békességgel az alvilágba.
7 και τοις υιοις βερζελλι του γαλααδιτου ποιησεις ελεος και εσονται εν τοις εσθιουσιν την τραπεζαν σου οτι ουτως ηγγισαν μοι εν τω με αποδιδρασκειν απο προσωπου αβεσσαλωμ του αδελφου σου7 A gileádi Barzilláj fiai iránt azonban légy hálás: asztalodnál egyenek, mert előzékenységet tanúsítottak irántam, amikor Absalom bátyád színe elől menekültem.
8 και ιδου μετα σου σεμει υιος γηρα υιος του ιεμενι εκ βαουριμ και αυτος κατηρασατο με καταραν οδυνηραν τη ημερα η επορευομην εις παρεμβολας και αυτος κατεβη εις απαντην μου εις τον ιορδανην και ωμοσα αυτω εν κυριω λεγων ει θανατωσω σε εν ρομφαια8 Nálad van Szemei is, Jemini fiának, a Bahurimból való Gerának a fia, aki szörnyű átokkal illetett, amikor Mahanaimba mentem, de akinek, mivel lejött elém, amikor átkeltem a Jordánon, megesküdtem az Úrra és azt mondtam: Nem foglak megölni a karddal.
9 και ου μη αθωωσης αυτον οτι ανηρ σοφος ει συ και γνωση α ποιησεις αυτω και καταξεις την πολιαν αυτου εν αιματι εις αδου9 Te azonban ne hagyd őt büntetlenül: bölcs ember vagy, s tudni fogod, mit cselekedj vele, hogy ősz fejét vérrel juttasd az alvilágba.«
10 και εκοιμηθη δαυιδ μετα των πατερων αυτου και εταφη εν πολει δαυιδ10 Dávid aztán aludni tért atyáihoz, s eltemették a Dávid-városban.
11 και αι ημεραι ας εβασιλευσεν δαυιδ επι τον ισραηλ τεσσαρακοντα ετη εν χεβρων εβασιλευσεν ετη επτα και εν ιερουσαλημ τριακοντα τρια ετη11 Az idő, amely alatt Dávid Izraelen uralkodott, negyven esztendő volt. Hebronban uralkodott hét esztendeig, Jeruzsálemben harmincháromig.
12 και σαλωμων εκαθισεν επι του θρονου δαυιδ του πατρος αυτου υιος ετων δωδεκα και ητοιμασθη η βασιλεια αυτου σφοδρα12 Salamon aztán beült apjának, Dávidnak trónjába, s uralma igen megszilárdult.
13 και εισηλθεν αδωνιας υιος αγγιθ προς βηρσαβεε μητερα σαλωμων και προσεκυνησεν αυτη η δε ειπεν ειρηνη η εισοδος σου και ειπεν ειρηνη13 Bement erre Adoniás, Haggit fia, Batsebához, Salamon anyjához. Ez így szólt hozzá: »Békességes-e a jöveteled?« Ő azt felelte neki: »Békességes.«
14 λογος μοι προς σε και ειπεν αυτω λαλησον14 Majd mondta: »Beszédem volna veled.« Ő azt mondta: »Szólj!« Erre ő
15 και ειπεν αυτη συ οιδας οτι εμοι ην η βασιλεια και επ' εμε εθετο πας ισραηλ το προσωπον αυτου εις βασιλεα και εστραφη η βασιλεια και εγενηθη τω αδελφω μου οτι παρα κυριου εγενετο αυτω15 így szólt: »Tudod, hogy az enyém volt a királyság, s egész Izrael engem tett meg királyának, de elkerült tőlem a királyság, s az öcsémé lett, mert az Úr neki rendelte.
16 και νυν αιτησιν μιαν εγω αιτουμαι παρα σου μη αποστρεψης το προσωπον σου και ειπεν αυτω βηρσαβεε λαλει16 Most azért egy kérésem lenne hozzád, ne szégyenítsd meg arcomat.« Ő azt mondta neki: »Szólj!«
17 και ειπεν αυτη ειπον δη προς σαλωμων τον βασιλεα οτι ουκ αποστρεψει το προσωπον αυτου απο σου και δωσει μοι την αβισακ την σωμανιτιν εις γυναικα17 Erre ő azt mondta: »Kérlek, mondd Salamon királynak (hisz neked nem tagadhat meg semmit sem), hogy adja nekem a sunemi Abiságot feleségül.«
18 και ειπεν βηρσαβεε καλως εγω λαλησω περι σου τω βασιλει18 Azt mondta erre Batseba: »Jó, majd beszélek érdekedben a királlyal.«
19 και εισηλθεν βηρσαβεε προς τον βασιλεα σαλωμων λαλησαι αυτω περι αδωνιου και εξανεστη ο βασιλευς εις απαντην αυτη και κατεφιλησεν αυτην και εκαθισεν επι του θρονου αυτου και ετεθη θρονος τη μητρι του βασιλεως και εκαθισεν εκ δεξιων αυτου19 Elment tehát Batseba Salamon királyhoz, hogy beszéljen vele Adoniás érdekében. A király felkelt, eléje ment, meghajtotta magát előtte, s leült királyi székébe; majd odatettek egy királyi széket a király anyjának, s az leült az ő jobbjára
20 και ειπεν αυτω αιτησιν μιαν μικραν εγω αιτουμαι παρα σου μη αποστρεψης το προσωπον σου και ειπεν αυτη ο βασιλευς αιτησαι μητερ εμη οτι ουκ αποστρεψω σε20 és azt mondta neki: »Egy kis kérésem lenne hozzád, ne szégyenítsd meg arcomat.« Azt mondta erre neki a király: »Kérj, anyám, hisz lehetetlen, hogy elutasítsalak.«
21 και ειπεν δοθητω δε αβισακ η σωμανιτις τω αδωνια τω αδελφω σου εις γυναικα21 Erre ő azt mondta: »Adasd a sunemi Abiságot Adoniás bátyádnak feleségül.«
22 και απεκριθη σαλωμων ο βασιλευς και ειπεν τη μητρι αυτου και ινα τι συ ητησαι την αβισακ τω αδωνια και αιτησαι αυτω την βασιλειαν οτι ουτος αδελφος μου ο μεγας υπερ εμε και αυτω αβιαθαρ ο ιερευς και αυτω ιωαβ ο υιος σαρουιας ο αρχιστρατηγος εταιρος22 Salamon király erre azt felelte az anyjának: »Miért kéred te a sunemi Abiságot Adoniásnak? Kérd neki mindjárt a királyságot, hiszen bátyám, és az ő pártján van Abjatár pap meg Joáb, Száruja fia.«
23 και ωμοσεν ο βασιλευς σαλωμων κατα του κυριου λεγων ταδε ποιησαι μοι ο θεος και ταδε προσθειη οτι κατα της ψυχης αυτου ελαλησεν αδωνιας τον λογον τουτον23 Majd megesküdött Salamon király az Úrra, ezekkel a szavakkal: »Úgy segéljen engem az Úr most és mindenkor, hogy önnön élete ellen mondta ki Adoniás ezt a dolgot.
24 και νυν ζη κυριος ος ητοιμασεν με και εθετο με επι τον θρονον δαυιδ του πατρος μου και αυτος εποιησεν μοι οικον καθως ελαλησεν κυριος οτι σημερον θανατωθησεται αδωνιας24 Nos tehát, az Úr életére mondom – aki megerősített és apámnak, Dávidnak királyi székébe helyezett engem, s aki, miként megmondta, házat szerzett nekem –, hogy még ma megölik Adoniást.«
25 και εξαπεστειλεν σαλωμων ο βασιλευς εν χειρι βαναιου υιου ιωδαε και ανειλεν αυτον και απεθανεν αδωνιας εν τη ημερα εκεινη25 Tüstént ki is adta Salamon király Benájának, Jojáda fiának a parancsot, s az halálra sújtotta.
26 και τω αβιαθαρ τω ιερει ειπεν ο βασιλευς αποτρεχε συ εις αναθωθ εις αγρον σου οτι ανηρ θανατου ει συ εν τη ημερα ταυτη και ου θανατωσω σε οτι ηρας την κιβωτον της διαθηκης κυριου ενωπιον του πατρος μου και οτι εκακουχηθης εν απασιν οις εκακουχηθη ο πατηρ μου26 Abjatár papnak pedig ezt mondta a király: »Eredj Anatótba, a jószágodra, mert bár megérdemelnéd a halált, ma nem öllek meg, mert te hordoztad az Úr Isten ládáját apám, Dávid előtt, s részt vettél mindazon a szenvedésben, amelyet apám szenvedett.«
27 και εξεβαλεν σαλωμων τον αβιαθαρ του μη ειναι ιερεα του κυριου πληρωθηναι το ρημα κυριου ο ελαλησεν επι τον οικον ηλι εν σηλωμ27 Így távolította el Salamon Abjatárt az Úr papságából, hogy beteljesedjék az Úr szava, amelyet Silóban Héli háza felől mondott.
28 και η ακοη ηλθεν εως ιωαβ του υιου σαρουιας οτι ιωαβ ην κεκλικως οπισω αδωνιου και οπισω σαλωμων ουκ εκλινεν και εφυγεν ιωαβ εις το σκηνωμα του κυριου και κατεσχεν των κερατων του θυσιαστηριου28 Joábhoz pedig hírnök érkezett. Joáb ugyanis Adoniáshoz hajlott és Salamonhoz nem hajlott. Erre Joáb az Úr sátrába menekült, s megfogta az oltár szarvát.
29 και απηγγελη τω σαλωμων λεγοντες οτι εφυγεν ιωαβ εις την σκηνην του κυριου και ιδου κατεχει των κερατων του θυσιαστηριου και απεστειλεν σαλωμων προς ιωαβ λεγων τι γεγονεν σοι οτι πεφευγας εις το θυσιαστηριον και ειπεν ιωαβ οτι εφοβηθην απο προσωπου σου και εφυγον προς κυριον και απεστειλεν σαλωμων ο βασιλευς τον βαναιου υιον ιωδαε λεγων πορευου και ανελε αυτον και θαψον αυτον29 Jelentették erre Salamon királynak, hogy Joáb az Úr sátrába menekült, s az oltár mellett van. Erre Salamon elküldte Benáját, Jojáda fiát, s megparancsolta: »Eredj, öld meg.«
30 και ηλθεν βαναιου υιος ιωδαε προς ιωαβ εις την σκηνην του κυριου και ειπεν αυτω ταδε λεγει ο βασιλευς εξελθε και ειπεν ιωαβ ουκ εκπορευομαι οτι ωδε αποθανουμαι και απεστρεψεν βαναιας υιος ιωδαε και ειπεν τω βασιλει λεγων ταδε λελαληκεν ιωαβ και ταδε αποκεκριται μοι30 Elment tehát Benája az Úr sátorához, s azt mondta neki: »Ezt üzeni a király: Gyere ki.« Ő azonban azt mondta: »Nem megyek ki, itt halok meg.« Jelentette Benája a királynak a dolgot, s azt mondta: »Ezt mondta Joáb, s ezt felelte nekem.«
31 και ειπεν αυτω ο βασιλευς πορευου και ποιησον αυτω καθως ειρηκεν και ανελε αυτον και θαψεις αυτον και εξαρεις σημερον το αιμα ο δωρεαν εξεχεεν ιωαβ απ' εμου και απο του οικου του πατρος μου31 Azt mondta erre neki a király: »Tégy, ahogy mondtam: öld meg, s temesd el, s hárítsd el rólam s apám házáról a felelősséget azért az ártatlan vérért, amelyet Joáb kiontott,
32 και απεστρεψεν κυριος το αιμα της αδικιας αυτου εις κεφαλην αυτου ως απηντησεν τοις δυσιν ανθρωποις τοις δικαιοις και αγαθοις υπερ αυτον και απεκτεινεν αυτους εν ρομφαια και ο πατηρ μου δαυιδ ουκ εγνω το αιμα αυτων τον αβεννηρ υιον νηρ αρχιστρατηγον ισραηλ και τον αμεσσα υιον ιεθερ αρχιστρατηγον ιουδα32 az ő vérét pedig az ő fejére fordítsa az Úr, mert két igaz s nálánál különb embert pusztított el és ölt meg apám, Dávid tudta nélkül a karddal: Ábnert, Nér fiát, Izrael hadvezérét és Amászát, Jeter fiát, Júda hadvezérét.
33 και επεστραφη τα αιματα αυτων εις κεφαλην αυτου και εις κεφαλην του σπερματος αυτου εις τον αιωνα και τω δαυιδ και τω σπερματι αυτου και τω οικω αυτου και τω θρονω αυτου γενοιτο ειρηνη εως αιωνος παρα κυριου33 Szálljon tehát vérük Joáb fejére s ivadékainak fejére mindörökre, de Dávidnak és ivadékának, házának és trónjának békessége legyen az Úrtól mindörökre.«
34 και απηντησεν βαναιου υιος ιωδαε τω ιωαβ και εθανατωσεν αυτον και εθαψεν αυτον εν τω οικω αυτου εν τη ερημω34 Felment tehát Benája, Jojáda fia, s rárohant és megölte, s eltemettette házában, a pusztában.
35 και εδωκεν ο βασιλευς τον βαναιου υιον ιωδαε αντ' αυτου επι την στρατηγιαν και η βασιλεια κατωρθουτο εν ιερουσαλημ και τον σαδωκ τον ιερεα εδωκεν ο βασιλευς εις ιερεα πρωτον αντι αβιαθαρ [35α] και εδωκεν κυριος φρονησιν τω σαλωμων και σοφιαν πολλην σφοδρα και πλατος καρδιας ως η αμμος η παρα την θαλασσαν [35β] και επληθυνθη η φρονησις σαλωμων σφοδρα υπερ την φρονησιν παντων αρχαιων υιων και υπερ παντας φρονιμους αιγυπτου [35χ] και ελαβεν την θυγατερα φαραω και εισηγαγεν αυτην εις την πολιν δαυιδ εως συντελεσαι αυτον τον οικον αυτου και τον οικον κυριου εν πρωτοις και το τειχος ιερουσαλημ κυκλοθεν εν επτα ετεσιν εποιησεν και συνετελεσεν [35δ] και ην τω σαλωμων εβδομηκοντα χιλιαδες αιροντες αρσιν και ογδοηκοντα χιλιαδες λατομων εν τω ορει [35ε] και εποιησεν σαλωμων την θαλασσαν και τα υποστηριγματα και τους λουτηρας τους μεγαλους και τους στυλους και την κρηνην της αυλης και την θαλασσαν την χαλκην [35φ] και ωκοδομησεν την ακραν και τας επαλξεις αυτης και διεκοψεν την πολιν δαυιδ ουτως θυγατηρ φαραω ανεβαινεν εκ της πολεως δαυιδ εις τον οικον αυτης ον ωκοδομησεν αυτη τοτε ωκοδομησεν την ακραν [35γ] και σαλωμων ανεφερεν τρεις εν τω ενιαυτω ολοκαυτωσεις και ειρηνικας επι το θυσιαστηριον ο ωκοδομησεν τω κυριω και εθυμια ενωπιον κυριου και συνετελεσεν τον οικον [35η] και ουτοι οι αρχοντες οι καθεσταμενοι επι τα εργα του σαλωμων τρεις χιλιαδες και εξακοσιοι επισταται του λαου των ποιουντων τα εργα [35ι] και ωκοδομησεν την ασσουρ και την μαγδω και την γαζερ και την βαιθωρων την επανω και τα βααλαθ [35κ] πλην μετα το οικοδομησαι αυτον τον οικον του κυριου και το τειχος ιερουσαλημ κυκλω μετα ταυτα ωκοδομησεν τας πολεις ταυτας [35λ] και εν τω ετι δαυιδ ζην ενετειλατο τω σαλωμων λεγων ιδου μετα σου σεμει υιος γηρα υιος σπερματος του ιεμινι εκ χεβρων [35μ] ουτος κατηρασατο με καταραν οδυνηραν εν η ημερα επορευομην εις παρεμβολας [35ν] και αυτος κατεβαινεν εις απαντην μοι επι τον ιορδανην και ωμοσα αυτω κατα του κυριου λεγων ει θανατωθησεται εν ρομφαια [35ο] και νυν μη αθωωσης αυτον οτι ανηρ φρονιμος συ και γνωση α ποιησεις αυτω και καταξεις την πολιαν αυτου εν αιματι εις αδου35 Helyébe a király Benáját, Jojáda fiát állította a hadsereg fölé, Abjatár helyébe pedig Szádok papot helyezte.
36 και εκαλεσεν ο βασιλευς τον σεμει και ειπεν αυτω οικοδομησον σεαυτω οικον εν ιερουσαλημ και καθου εκει και ουκ εξελευση εκειθεν ουδαμου36 Majd elküldött a király és elhívatta Szemeit és azt mondta neki: »Építs magadnak Jeruzsálemben házat, s lakj ott, s ki ne menj onnan semerre sem,
37 και εσται εν τη ημερα της εξοδου σου και διαβηση τον χειμαρρουν κεδρων γινωσκων γνωση οτι θανατω αποθανη το αιμα σου εσται επι την κεφαλην σου και ωρκισεν αυτον ο βασιλευς εν τη ημερα εκεινη37 mert amely napon kimész és átkelsz a Kedron patakon, tudd meg, hogy halállal lakolsz, s a te fejeden lesz a véred.«
38 και ειπεν σεμει προς τον βασιλεα αγαθον το ρημα ο ελαλησας κυριε μου βασιλευ ουτω ποιησει ο δουλος σου και εκαθισεν σεμει εν ιερουσαλημ τρια ετη38 Azt mondta erre Szemei a királynak: »Jól van. Ahogy uram, a király szólt, úgy fog cselekedni szolgád.« Jeruzsálemben lakott tehát Szemei számos napon át.
39 και εγενηθη μετα τρια ετη και απεδρασαν δυο δουλοι του σεμει προς αγχους υιον μααχα βασιλεα γεθ και απηγγελη τω σεμει λεγοντες ιδου οι δουλοι σου εν γεθ39 Történt azonban három esztendő múlva, hogy Szemei két szolgája elszökött Ákishoz, Maáka fiához, Gát királyához. Amikor hírül vitték Szemeinek, hogy szolgái Gátba mentek,
40 και ανεστη σεμει και επεσαξε την ονον αυτου και επορευθη εις γεθ προς αγχους του εκζητησαι τους δουλους αυτου και επορευθη σεμει και ηγαγεν τους δουλους αυτου εκ γεθ40 Szemei felkelt, felnyergelte szamarát, s elment Ákishoz Gátba, hogy megkeresse szolgáit, s vissza is hozta őket Gátból.
41 και απηγγελη τω σαλωμων λεγοντες οτι επορευθη σεμει εξ ιερουσαλημ εις γεθ και απεστρεψεν τους δουλους αυτου41 Jelentették azonban Salamonnak, hogy Szemei Jeruzsálemből Gátba ment, s visszajött.
42 και απεστειλεν ο βασιλευς και εκαλεσεν τον σεμει και ειπεν προς αυτον ουχι ωρκισα σε κατα του κυριου και επεμαρτυραμην σοι λεγων εν η αν ημερα εξελθης εξ ιερουσαλημ και πορευθης εις δεξια η εις αριστερα γινωσκων γνωση οτι θανατω αποθανη42 Erre elküldött és elhívatta és azt mondta neki: »Nemde, megeskettelek téged az Úrra, s figyelmeztettelek: amely napon kimész, bárhova mész, tudd meg, hogy halállal lakolsz – s te azt felelted nekem: ‘Jó, megértettem.’
43 και τι οτι ουκ εφυλαξας τον ορκον κυριου και την εντολην ην ενετειλαμην κατα σου43 Miért nem tartottad meg tehát az Úrra tett esküt s azt a parancsot, amelyet parancsoltam neked?«
44 και ειπεν ο βασιλευς προς σεμει συ οιδας πασαν την κακιαν σου ην εγνω η καρδια σου α εποιησας τω δαυιδ τω πατρι μου και ανταπεδωκεν κυριος την κακιαν σου εις κεφαλην σου44 Majd azt mondta a király Szemeinek: »Te tudod mindazt a gonoszságot – tudatában van annak a szíved –, amelyet Dáviddal, az apámmal műveltél: íme, az Úr visszafordítja gonoszságodat fejedre,
45 και ο βασιλευς σαλωμων ηυλογημενος και ο θρονος δαυιδ εσται ετοιμος ενωπιον κυριου εις τον αιωνα45 de Salamon király áldott lesz, s Dávid trónja állandó lesz az Úr előtt mindörökre.«
46 και ενετειλατο ο βασιλευς σαλωμων τω βαναια υιω ιωδαε και εξηλθεν και ανειλεν αυτον και απεθανεν [46α] και ην ο βασιλευς σαλωμων φρονιμος σφοδρα και σοφος και ιουδα και ισραηλ πολλοι σφοδρα ως η αμμος η επι της θαλασσης εις πληθος εσθιοντες και πινοντες και χαιροντες [46β] και σαλωμων ην αρχων εν πασαις ταις βασιλειαις και ησαν προσφεροντες δωρα και εδουλευον τω σαλωμων πασας τας ημερας της ζωης αυτου [46χ] και σαλωμων ηρξατο διανοιγειν τα δυναστευματα του λιβανου [46δ] και αυτος ωκοδομησεν την θερμαι εν τη ερημω [46ε] και τουτο το αριστον τω σαλωμων τριακοντα κοροι σεμιδαλεως και εξηκοντα κοροι αλευρου κεκοπανισμενου δεκα μοσχοι εκλεκτοι και εικοσι βοες νομαδες και εκατον προβατα εκτος ελαφων και δορκαδων και ορνιθων εκλεκτων νομαδων [46φ] οτι ην αρχων εν παντι περαν του ποταμου απο ραφι εως γαζης εν πασιν τοις βασιλευσιν περαν του ποταμου [46γ] και ην αυτω ειρηνη εκ παντων των μερων αυτου κυκλοθεν και κατωκει ιουδα και ισραηλ πεποιθοτες εκαστος υπο την αμπελον αυτου και υπο την συκην αυτου εσθιοντες και πινοντες απο δαν και εως βηρσαβεε πασας τας ημερας σαλωμων [46η] και ουτοι οι αρχοντες του σαλωμων αζαριον υιος σαδωκ του ιερεως και ορνιου υιος ναθαν αρχων των εφεστηκοτων και εδραμ επι τον οικον αυτου και σουβα γραμματευς και βασα υιος αχιθαλαμ αναμιμνησκων και αβι υιος ιωαβ αρχιστρατηγος και αχιρε υιος εδραι επι τας αρσεις και βαναια υιος ιωδαε επι της αυλαρχιας και επι του πλινθειου και ζαχουρ υιος ναθαν ο συμβουλος [46ι] και ησαν τω σαλωμων τεσσαρακοντα χιλιαδες τοκαδες ιπποι εις αρματα και δωδεκα χιλιαδες ιππεων [46κ] και ην αρχων εν πασιν τοις βασιλευσιν απο του ποταμου και εως γης αλλοφυλων και εως οριων αιγυπτου [46λ] σαλωμων υιος δαυιδ εβασιλευσεν επι ισραηλ και ιουδα εν ιερουσαλημ46 Parancsolt tehát a király Benájának, Jojáda fiának, mire az kiment és halálra sújtotta.