Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 18


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και επεσκεψατο δαυιδ τον λαον τον μετ' αυτου και κατεστησεν επ' αυτων χιλιαρχους και εκατονταρχους1 Ekkor Dávid szemlét tartott népén, s ezredeseket és századosokat rendelt föléjük,
2 και απεστειλεν δαυιδ τον λαον το τριτον εν χειρι ιωαβ και το τριτον εν χειρι αβεσσα υιου σαρουιας αδελφου ιωαβ και το τριτον εν χειρι εθθι του γεθθαιου και ειπεν δαυιδ προς τον λαον εξελθων εξελευσομαι και γε εγω μεθ' υμων2 s a nép egyharmadát Joáb keze alá, egyharmadát Abizájnak, Száruja fiának, Joáb fivérének keze alá, egyharmadát a Gátból való Ittaj keze alá vetette. Majd azt mondta a király a népnek: »Én is kivonulok veletek.«
3 και ειπαν ουκ εξελευση οτι εαν φυγη φυγωμεν ου θησουσιν εφ' ημας καρδιαν και εαν αποθανωμεν το ημισυ ημων ου θησουσιν εφ' ημας καρδιαν οτι συ ως ημεις δεκα χιλιαδες και νυν αγαθον οτι εση ημιν εν τη πολει βοηθεια του βοηθειν3 A nép azonban ezt felelte: »Ne jöjj ki, mert ha mi megfutamodunk is, velünk nem nagyon törődnek, s ha a fele közülünk elesik is, nem sokat gondolnak vele, te magad azonban tízezernek számítasz, jobb tehát, ha a városból oltalmunkra leszel.«
4 και ειπεν προς αυτους ο βασιλευς ο εαν αρεση εν οφθαλμοις υμων ποιησω και εστη ο βασιλευς ανα χειρα της πυλης και πας ο λαος εξεπορευετο εις εκατονταδας και εις χιλιαδας4 Azt mondta erre a király nekik: »Amit ti jónak láttok, azt teszem.« Megállt tehát a király a kapunál, a nép pedig kivonult százas és ezres csapatokban.
5 και ενετειλατο ο βασιλευς τω ιωαβ και τω αβεσσα και τω εθθι λεγων φεισασθε μοι του παιδαριου του αβεσσαλωμ και πας ο λαος ηκουσεν εντελλομενου του βασιλεως πασιν τοις αρχουσιν υπερ αβεσσαλωμ5 A király ekkor megparancsolta Joábnak, Abizájnak és Ittajnak: »Életben hagyjátok ám nekem azt a gyermeket, Absalomot!« Hallotta az egész nép is, amikor a király minden vezérnek parancsot adott Absalom felől.
6 και εξηλθεν πας ο λαος εις τον δρυμον εξ εναντιας ισραηλ και εγενετο ο πολεμος εν τω δρυμω εφραιμ6 Kivonult tehát a nép a mezőre Izrael ellen, s Efraim erdejében megtörtént az ütközet.
7 και επταισεν εκει ο λαος ισραηλ ενωπιον των παιδων δαυιδ και εγενετο η θραυσις μεγαλη εν τη ημερα εκεινη εικοσι χιλιαδες ανδρων7 Ott Dávid serege megverte Izrael népét, s annak nagy lett a vesztesége azon a napon: húszezer ember.
8 και εγενετο εκει ο πολεμος διεσπαρμενος επι προσωπον πασης της γης και επλεονασεν ο δρυμος του καταφαγειν εκ του λαου υπερ ους κατεφαγεν εν τω λαω η μαχαιρα εν τη ημερα εκεινη8 Majd kiterjedt a harc annak az egész földnek a színére és sokkal többen voltak azok, akiket az erdő emésztett meg a népből, mint azok, akiket a kard emésztett meg azon a napon.
9 και συνηντησεν αβεσσαλωμ ενωπιον των παιδων δαυιδ και αβεσσαλωμ επιβεβηκως επι του ημιονου αυτου και εισηλθεν ο ημιονος υπο το δασος της δρυος της μεγαλης και εκρεμασθη η κεφαλη αυτου εν τη δρυι και εκρεμασθη ανα μεσον του ουρανου και ανα μεσον της γης και ο ημιονος υποκατω αυτου παρηλθεν9 Történetesen Absalom is Dávid szolgái elé került. Öszvéren nyargalt ugyanis, s amikor az öszvér egy sűrű és nagy cserfa alá jutott, Absalom fennakadt fejénél fogva a cserfán, s amíg ő függött ég és föld között, az öszvér, amelyen ült, továbbhaladt.
10 και ειδεν ανηρ εις και ανηγγειλεν ιωαβ και ειπεν ιδου εωρακα τον αβεσσαλωμ κρεμαμενον εν τη δρυι10 Meglátta mármost ezt valaki és jelentette Joábnak: »Láttam Absalomot, amint egy cserfán függött.«
11 και ειπεν ιωαβ τω ανδρι τω απαγγελλοντι και ιδου εορακας τι οτι ουκ επαταξας αυτον εις την γην και εγω αν δεδωκειν σοι δεκα αργυριου και παραζωνην μιαν11 Azt mondta erre Joáb annak az embernek, aki a hírt hozta neki: »Ha láttad, miért nem szegezted a földhöz, s én tíz sékel ezüstöt meg egy övet adtam volna neked.«
12 ειπεν δε ο ανηρ προς ιωαβ και εγω ειμι ιστημι επι τας χειρας μου χιλιους σικλους αργυριου ου μη επιβαλω χειρα μου επι τον υιον του βασιλεως οτι εν τοις ωσιν ημων ενετειλατο ο βασιλευς σοι και αβεσσα και τω εθθι λεγων φυλαξατε μοι το παιδαριον τον αβεσσαλωμ12 Azt mondta az Joábnak: »Ha ezer sékel ezüstöt mérnél is kezembe, akkor sem nyújtanám ki kezemet a király fiára, mert fülünk hallatára parancsolta a király neked, Abizájnak és Ittajnak: ‘Vigyázzatok ám nekem a gyermekre, Absalomra!’
13 μη ποιησαι εν τη ψυχη αυτου αδικον και πας ο λογος ου λησεται απο του βασιλεως και συ στηση εξ εναντιας13 De meg ha vakmerően kockáztattam volna is életemet, a dolog semmiképpen sem maradhatott volna titokban a király előtt, s vajon akkor te mellettem állnál-e vele szemben?«
14 και ειπεν ιωαβ τουτο εγω αρξομαι ουχ ουτως μενω ενωπιον σου και ελαβεν ιωαβ τρια βελη εν τη χειρι αυτου και ενεπηξεν αυτα εν τη καρδια αβεσσαλωμ ετι αυτου ζωντος εν τη καρδια της δρυος14 Azt mondta erre Joáb: »Nem teszek úgy, ahogy te akarod, hanem megtámadom előtted.« Kezébe vett tehát három dárdát, és beledöfte Absalom szívébe. Mivel még vonaglott a cserfán függve,
15 και εκυκλωσαν δεκα παιδαρια αιροντα τα σκευη ιωαβ και επαταξαν τον αβεσσαλωμ και εθανατωσαν αυτον15 odafutott Joáb tíz fegyverhordozó legénye, leütötték és megölték.
16 και εσαλπισεν ιωαβ εν κερατινη και απεστρεψεν ο λαος του μη διωκειν οπισω ισραηλ οτι εφειδετο ιωαβ του λαου16 Ekkor Joáb megfúvatta a harsonát, s visszatartotta a népet, hogy ne üldözze a menekülő Izraelt, mert kímélni akarta a sokaságot.
17 και ελαβεν τον αβεσσαλωμ και ερριψεν αυτον εις χασμα μεγα εν τω δρυμω εις τον βοθυνον τον μεγαν και εστηλωσεν επ' αυτον σωρον λιθων μεγαν σφοδρα και πας ισραηλ εφυγεν ανηρ εις το σκηνωμα αυτου17 Absalomot aztán levették, s az erdőben egy nagy gödörbe vetették, s igen nagy rakás követ hordtak föléje, egész Izrael pedig sátraiba menekült.
18 και αβεσσαλωμ ετι ζων και εστησεν εαυτω την στηλην εν η ελημφθη και εστηλωσεν αυτην λαβειν την στηλην την εν τη κοιλαδι του βασιλεως οτι ειπεν ουκ εστιν αυτω υιος ενεκεν του αναμνησαι το ονομα αυτου και εκαλεσεν την στηλην χειρ αβεσσαλωμ εως της ημερας ταυτης18 Absalom, amikor még élt, emlékoszlopot állíttatott magának, amely a Király-völgyben van; azt mondta ugyanis: »Fiam nincs, ez legyen tehát nevem emléke.« Éppen azért az emlékoszlopot a maga nevéről nevezte el: »Absalom kezének« hívják azt mind a mai napig.
19 και αχιμαας υιος σαδωκ ειπεν δραμω δη και ευαγγελιω τω βασιλει οτι εκρινεν αυτω κυριος εκ χειρος των εχθρων αυτου19 Ahimaász, Szádok fia ekkor azt mondta: »Elfutok, s hírül viszem a királynak, hogy az Úr kiszabadította ellenségei kezéből.«
20 και ειπεν αυτω ιωαβ ουκ ανηρ ευαγγελιας συ εν τη ημερα ταυτη και ευαγγελιη εν ημερα αλλη εν δε τη ημερα ταυτη ουκ ευαγγελιη ου εινεκεν ο υιος του βασιλεως απεθανεν20 Joáb azonban azt mondta neki: »Te ma ne légy hírmondó, hanem máskor vidd a hírt. Nem akarom, hogy ma te vidd a hírt, mivelhogy meghalt a király fia.«
21 και ειπεν ιωαβ τω χουσι βαδισας αναγγειλον τω βασιλει οσα ειδες και προσεκυνησεν χουσι τω ιωαβ και εξηλθεν21 Majd azt mondta Joáb Kúsinak: »Eredj, s jelentsd a királynak, amit láttál!« Kúsi meghajtotta magát Joáb előtt és elfutott.
22 και προσεθετο ετι αχιμαας υιος σαδωκ και ειπεν προς ιωαβ και εστω οτι δραμω και γε εγω οπισω του χουσι και ειπεν ιωαβ ινα τι τουτο τρεχεις υιε μου δευρο ουκ εστιν σοι ευαγγελια εις ωφελειαν πορευομενω22 Erre Ahimaász, Szádok fia ismét szólt Joábnak: »Mit árt, ha én is elfutok Kúsi után?« Azt mondta erre neki Joáb: »Miért futnál, fiam? Nem leszel jó hír vivője!«
23 και ειπεν τι γαρ εαν δραμουμαι και ειπεν αυτω ιωαβ δραμε και εδραμεν αχιμαας οδον την του κεχαρ και υπερεβη τον χουσι23 Ám az ezt felelte: »Hátha mégis elfutok?« Erre ő azt mondta: »Fuss hát!« Elfutott tehát Ahimaász, a rövidebb úton, s megelőzte Kúsit.
24 και δαυιδ εκαθητο ανα μεσον των δυο πυλων και επορευθη ο σκοπος εις το δωμα της πυλης προς το τειχος και επηρεν τους οφθαλμους αυτου και ειδεν και ιδου ανηρ τρεχων μονος ενωπιον αυτου24 Dávid éppen a két kapu között üldögélt. Ekkor az őr, aki a kapu tetején, a kőfalon volt, felemelte szemét, s látta, hogy egy magányos ember fut feléje.
25 και ανεβοησεν ο σκοπος και απηγγειλεν τω βασιλει και ειπεν ο βασιλευς ει μονος εστιν ευαγγελια εν τω στοματι αυτου και επορευετο πορευομενος και εγγιζων25 Lekiáltott tehát és jelentette a királynak. Azt mondta erre a király: »Ha egyedül van, jó hír van szájában.« Mialatt pedig az igyekezett és mind közelebb jutott,
26 και ειδεν ο σκοπος ανδρα ετερον τρεχοντα και εβοησεν ο σκοπος προς τη πυλη και ειπεν ιδου ανηρ ετερος τρεχων μονος και ειπεν ο βασιλευς και γε ουτος ευαγγελιζομενος26 látta az őr, hogy másik ember is fut feléje. Lekiáltott tehát a tetőről, s azt mondta: »Feltűnt egy másik ember is, az is egyedül fut.« Azt mondta erre a király: »Az is jó hírt hoz.«
27 και ειπεν ο σκοπος εγω ορω τον δρομον του πρωτου ως δρομον αχιμαας υιου σαδωκ και ειπεν ο βασιλευς ανηρ αγαθος ουτος και γε εις ευαγγελιαν αγαθην ελευσεται27 Majd azt mondta az őr: »Úgy látom, az elsőnek a futása olyan, mint Ahimaásznak, Szádok fiának a futása.« Azt mondta erre a király: »Jó ember az, s jó hírrel jön.«
28 και εβοησεν αχιμαας και ειπεν προς τον βασιλεα ειρηνη και προσεκυνησεν τω βασιλει επι προσωπον αυτου επι την γην και ειπεν ευλογητος κυριος ο θεος σου ος απεκλεισεν τους ανδρας τους μισουντας την χειρα αυτων εν τω κυριω μου τω βασιλει28 Kiáltott ekkor Ahimaász és azt mondta a királynak: »Üdvözlégy, király!« Majd arccal a földre borult a király előtt és azt mondta: »Áldott legyen az Úr, a te Istened, aki kiszolgáltatta azokat az embereket, akik felemelték kezüket az én uram, a király ellen!«
29 και ειπεν ο βασιλευς ειρηνη τω παιδαριω τω αβεσσαλωμ και ειπεν αχιμαας ειδον το πληθος το μεγα του αποστειλαι τον δουλον του βασιλεως ιωαβ και τον δουλον σου και ουκ εγνων τι εκει29 Azt mondta ekkor a király: »Békén van-e a gyermek, Absalom?« Azt mondta erre Ahimaász: »Nagy csődületet láttam, amikor Joáb, a szolgád elküldött engem, a szolgádat, ó király, de egyebet nem tudok.«
30 και ειπεν ο βασιλευς επιστρεψον στηλωθητι ωδε και επεστραφη και εστη30 Azt mondta neki a király: »Fordulj meg, s állj ide.« Amikor erre az megfordult és félreállt,
31 και ιδου ο χουσι παρεγενετο και ειπεν τω βασιλει ευαγγελισθητω ο κυριος μου ο βασιλευς οτι εκρινεν σοι κυριος σημερον εκ χειρος παντων των επεγειρομενων επι σε31 megjelent Kúsi is, s amikor megérkezett, azt mondta: »Jó hírt hozok, uram király, mert az Úr kiszabadított ma téged mindazoknak a kezéből, akik felkeltek ellened.«
32 και ειπεν ο βασιλευς προς τον χουσι ει ειρηνη τω παιδαριω τω αβεσσαλωμ και ειπεν ο χουσι γενοιντο ως το παιδαριον οι εχθροι του κυριου μου του βασιλεως και παντες οσοι επανεστησαν επ' αυτον εις κακα32 Azt mondta erre a király Kúsinak: »Békén van-e a gyermek, Absalom?« Kúsi azt felelte: »Úgy járjanak, mint e gyermek, az én uramnak, a királynak ellenségei, s mindazok, akik vesztére törnek.«