Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 13


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και εγενηθη μετα ταυτα και τω αβεσσαλωμ υιω δαυιδ αδελφη καλη τω ειδει σφοδρα και ονομα αυτη θημαρ και ηγαπησεν αυτην αμνων υιος δαυιδ1 Ezek után az történt, hogy Ámnon, Dávid fia, megszerette Absalomnak, Dávid fiának Támár nevű, igen szép nővérét.
2 και εθλιβετο αμνων ωστε αρρωστειν δια θημαρ την αδελφην αυτου οτι παρθενος ην αυτη και υπερογκον εν οφθαλμοις αμνων του ποιησαι τι αυτη2 Annyira gyötrődött utána, hogy beteg lett szerelméért, hisz mivel az szűz volt, lehetetlennek tűnt előtte, hogy vele valami illetlenséget elkövethessen.
3 και ην τω αμνων εταιρος και ονομα αυτω ιωναδαβ υιος σαμαα του αδελφου δαυιδ και ιωναδαβ ανηρ σοφος σφοδρα3 Volt azonban Ámnonnak egy barátja, név szerint Jonadáb, Semmaának, Dávid fivérének fia, aki igen eszes ember volt.
4 και ειπεν αυτω τι σοι οτι συ ουτως ασθενης υιε του βασιλεως το πρωι πρωι ουκ απαγγελεις μοι και ειπεν αυτω αμνων θημαρ την αδελφην αβεσσαλωμ του αδελφου μου εγω αγαπω4 Ez megkérdezte tőle: »Miért fogysz így napról-napra, királyfi? Miért nem közlöd velem?« Azt mondta erre neki Ámnon: »Szeretem Támárt, fivéremnek, Absalomnak nővérét.«
5 και ειπεν αυτω ιωναδαβ κοιμηθητι επι της κοιτης σου και μαλακισθητι και εισελευσεται ο πατηρ σου του ιδειν σε και ερεις προς αυτον ελθετω δη θημαρ η αδελφη μου και ψωμισατω με και ποιησατω κατ' οφθαλμους μου βρωμα οπως ιδω και φαγω εκ των χειρων αυτης5 Jonadáb azt felelte neki: »Feküdj ágyadba és színlelj betegséget, s ha apád eljön, hogy meglátogasson, mondd neki: Hadd jöjjön el, kérlek, Támár, a nővérem, hogy enni adjon nekem. De itt készítse el az étket, hogy az ő kezéből egyem.«
6 και εκοιμηθη αμνων και ηρρωστησεν και εισηλθεν ο βασιλευς ιδειν αυτον και ειπεν αμνων προς τον βασιλεα ελθετω δη θημαρ η αδελφη μου προς με και κολλυρισατω εν οφθαλμοις μου δυο κολλυριδας και φαγομαι εκ της χειρος αυτης6 Ámnon le is feküdt és betegnek tetette magát. Amikor aztán eljött a király, hogy meglátogassa, azt mondta Ámnon a királynak: »Hadd jöjjön el, kérlek, Támár, a nővérem, hogy a szemem előtt süteményt süssön, és az ő kezéből egyek!«
7 και απεστειλεν δαυιδ προς θημαρ εις τον οικον λεγων πορευθητι δη εις τον οικον αμνων του αδελφου σου και ποιησον αυτω βρωμα7 Erre Dávid elküldött Támár házához ezzel az üzenettel: »Menj el Ámnonnak, a fivérednek a házába, s készíts ennivalót neki.«
8 και επορευθη θημαρ εις τον οικον αμνων αδελφου αυτης και αυτος κοιμωμενος και ελαβεν το σταις και εφυρασεν και εκολλυρισεν κατ' οφθαλμους αυτου και ηψησεν τας κολλυριδας8 Támár el is ment Ámnonnak, a fivérének a házába, ahol az feküdt. Fogta a lisztet, bekeverte, kiszaggatta a szeme előtt, és megsütötte az ételt.
9 και ελαβεν το τηγανον και κατεκενωσεν ενωπιον αυτου και ουκ ηθελησεν φαγειν και ειπεν αμνων εξαγαγετε παντα ανδρα επανωθεν μου και εξηγαγον παντα ανδρα απο επανωθεν αυτου9 Aztán vette, amit sütött, kiszedte, és eléje tette. Ámnon azonban nem akart enni és azt mondta: »Küldjetek ki mindenkit előlem.« Amikor aztán mindenkit eltávolítottak,
10 και ειπεν αμνων προς θημαρ εισενεγκε το βρωμα εις το ταμιειον και φαγομαι εκ της χειρος σου και ελαβεν θημαρ τας κολλυριδας ας εποιησεν και εισηνεγκεν τω αμνων αδελφω αυτης εις τον κοιτωνα10 azt mondta Ámnon Támárnak: »Hozd be az ételt a hálókamrába, hogy a te kezedből egyem.« Erre vette Támár a süteményt, amelyet készített, s bevitte Ámnonhoz, a fivéréhez a hálókamrába.
11 και προσηγαγεν αυτω του φαγειν και επελαβετο αυτης και ειπεν αυτη δευρο κοιμηθητι μετ' εμου αδελφη μου11 Amikor azonban odavitte neki az ételt, az megragadta őt, s azt mondta: »Gyere, aludj velem, nővérem.«
12 και ειπεν αυτω μη αδελφε μου μη ταπεινωσης με διοτι ου ποιηθησεται ουτως εν ισραηλ μη ποιησης την αφροσυνην ταυτην12 Ő azonban így felelt neki: »Ne, testvér, ne kövess el erőszakot rajtam! Nem szabad ilyet tenni Izraelben, ne tégy ilyen butaságot.
13 και εγω που αποισω το ονειδος μου και συ εση ως εις των αφρονων εν ισραηλ και νυν λαλησον δη προς τον βασιλεα οτι ου μη κωλυση με απο σου13 Hisz én nem tudnám elviselni szégyenemet, te meg olyan lennél Izraelben, mint valami bolond. Szólj csak inkább a királynak, s ő nem fog megtagadni tőled.«
14 και ουκ ηθελησεν αμνων του ακουσαι της φωνης αυτης και εκραταιωσεν υπερ αυτην και εταπεινωσεν αυτην και εκοιμηθη μετ' αυτης14 Ám ő nem hajlott könyörgésére, hanem erősebb lévén, legyűrte és hált vele.
15 και εμισησεν αυτην αμνων μισος μεγα σφοδρα οτι μεγα το μισος ο εμισησεν αυτην υπερ την αγαπην ην ηγαπησεν αυτην και ειπεν αυτη αμνων αναστηθι και πορευου15 Utána azonban Ámnon nagyon nagy gyűlöletre gerjedt iránta, úgyhogy nagyobb volt a gyűlölet, amellyel gyűlölte, mint a szeretet, amellyel azelőtt szerette. Azt mondta azért neki Ámnon: »Kelj fel, s eredj!«
16 και ειπεν αυτω θημαρ μη αδελφε οτι μεγαλη η κακια η εσχατη υπερ την πρωτην ην εποιησας μετ' εμου του εξαποστειλαι με και ουκ ηθελησεν αμνων ακουσαι της φωνης αυτης16 Ő azt felelte neki: »Nagyobb ez a gonoszság, amelyet most követsz el rajtam, amikor kiűzöl, mint az, amelyet az imént cselekedtél.« Ám ő nem akart rá hallgatni,
17 και εκαλεσεν το παιδαριον αυτου τον προεστηκοτα του οικου αυτου και ειπεν αυτω εξαποστειλατε δη ταυτην απ' εμου εξω και αποκλεισον την θυραν οπισω αυτης17 hanem beszólította azt a legényt, aki szolgált neki és azt mondta: »Kergesd ki ezt előlem és zárd be mögötte az ajtót!« –
18 και επ' αυτης ην χιτων καρπωτος οτι ουτως ενεδιδυσκοντο αι θυγατερες του βασιλεως αι παρθενοι τους επενδυτας αυτων και εξηγαγεν αυτην ο λειτουργος αυτου εξω και απεκλεισεν την θυραν οπισω αυτης18 A lány bokáig érő köntöst viselt, mert ilyen ruhát hordtak a király szűz lányai. – A legény ki is kergette és bezárta mögötte az ajtót.
19 και ελαβεν θημαρ σποδον και επεθηκεν επι την κεφαλην αυτης και τον χιτωνα τον καρπωτον τον επ' αυτης διερρηξεν και επεθηκεν τας χειρας αυτης επι την κεφαλην αυτης και επορευθη πορευομενη και κραζουσα19 Ekkor Támár hamut hintett fejére, megszaggatta bokáig érő köntösét, fejére tette kezét, és járt-kelt jajgatva.
20 και ειπεν προς αυτην αβεσσαλωμ ο αδελφος αυτης μη αμνων ο αδελφος σου εγενετο μετα σου και νυν αδελφη μου κωφευσον οτι αδελφος σου εστιν μη θης την καρδιαν σου του λαλησαι εις το ρημα τουτο και εκαθισεν θημαρ χηρευουσα εν οικω αβεσσαλωμ του αδελφου αυτης20 A fivére, Absalom megkérdezte tőle: »Talán Ámnon, a fivéred veled aludt? Most azonban, testvérem, hallgass: a fivéred ő, ne gyötrődjék szíved e dolog miatt!« – Így aztán Támár megszégyenülten Absalomnak, a fivérének házában maradt.
21 και ηκουσεν ο βασιλευς δαυιδ παντας τους λογους τουτους και εθυμωθη σφοδρα και ουκ ελυπησεν το πνευμα αμνων του υιου αυτου οτι ηγαπα αυτον οτι πρωτοτοκος αυτου ην21 Amikor aztán Dávid király meghallotta ezt a dolgot, nagyon elszomorodott, de nem akarta megszomorítani Ámnonnak, fiának lelkét, mert szerette őt, mivel elsőszülötte volt.
22 και ουκ ελαλησεν αβεσσαλωμ μετα αμνων απο πονηρου εως αγαθου οτι εμισει αβεσσαλωμ τον αμνων επι λογου ου εταπεινωσεν θημαρ την αδελφην αυτου22 Absalom azonban nem beszélt Ámnonnal sem rosszat, sem jót, mert gyűlölte Absalom Ámnont, azért, hogy meggyalázta Támárt, a nővérét.
23 και εγενετο εις διετηριδα ημερων και ησαν κειροντες τω αβεσσαλωμ εν βελασωρ τη εχομενα εφραιμ και εκαλεσεν αβεσσαλωμ παντας τους υιους του βασιλεως23 Történt azonban két esztendő múlva, hogy Absalom juhnyírást tartott Baálhácorban, amely Efraim mellett van. Erre Absalom meghívta a király valamennyi fiát.
24 και ηλθεν αβεσσαλωμ προς τον βασιλεα και ειπεν ιδου δη κειρουσιν τω δουλω σου πορευθητω δη ο βασιλευς και οι παιδες αυτου μετα του δουλου σου24 Elment ugyanis a királyhoz és azt mondta neki: »Íme, szolgád juhnyírást tart, kérlek, jöjjön el a király a szolgáival együtt szolgájához.«
25 και ειπεν ο βασιλευς προς αβεσσαλωμ μη δη υιε μου μη πορευθωμεν παντες ημεις και ου μη καταβαρυνθωμεν επι σε και εβιασατο αυτον και ουκ ηθελησεν του πορευθηναι και ευλογησεν αυτον25 Azt mondta erre a király Absalomnak: »Ne, fiam, ne kívánd, hogy mindnyájan elmenjünk és terhedre legyünk.« Unszolására sem akart elmenni, hanem megáldotta őt.
26 και ειπεν αβεσσαλωμ και ει μη πορευθητω δη μεθ' ημων αμνων ο αδελφος μου και ειπεν αυτω ο βασιλευς ινα τι πορευθη μετα σου26 Azt mondta ekkor Absalom: »Hát ha te nem akarsz eljönni, hadd jöjjön el, kérlek, velünk legalább Ámnon, a fivérem.« Azt mondta erre neki a király: »Nem szükséges, hogy veled menjen.«
27 και εβιασατο αυτον αβεσσαλωμ και απεστειλεν μετ' αυτου τον αμνων και παντας τους υιους του βασιλεως και εποιησεν αβεσσαλωμ ποτον κατα τον ποτον του βασιλεως27 De Absalom unszolta, s így ő elbocsátotta vele Ámnont, s a király valamennyi fiát. Lakomát szerzett erre Absalom, olyat, mint a király lakomája.
28 και ενετειλατο αβεσσαλωμ τοις παιδαριοις αυτου λεγων ιδετε ως αν αγαθυνθη η καρδια αμνων εν τω οινω και ειπω προς υμας παταξατε τον αμνων και θανατωσατε αυτον μη φοβηθητε οτι ουχι εγω ειμι εντελλομαι υμιν ανδριζεσθε και γινεσθε εις υιους δυναμεως28 Legényeinek azonban megparancsolta Absalom: »Vigyázzatok! Ha Ámnon ittas lesz a bortól, s én azt mondom nektek: Üssétek le, akkor öljétek meg. Ne féljetek, hiszen én parancsolom nektek, legyetek bátrak és vitéz emberek!«
29 και εποιησαν τα παιδαρια αβεσσαλωμ τω αμνων καθα ενετειλατο αυτοις αβεσσαλωμ και ανεστησαν παντες οι υιοι του βασιλεως και επεκαθισαν ανηρ επι την ημιονον αυτου και εφυγαν29 Absalom legényei úgy is cselekedtek Ámnonnal, ahogy Absalom parancsolta nekik. Erre a király fiai valamennyien felkeltek, mindegyikük öszvérére ült és elmenekült.
30 και εγενετο αυτων οντων εν τη οδω και η ακοη ηλθεν προς δαυιδ λεγων επαταξεν αβεσσαλωμ παντας τους υιους του βασιλεως και ου κατελειφθη εξ αυτων ουδε εις30 Amikor még úton voltak, ez a hír érkezett Dávidhoz: »Mind megölte Absalom a király fiait, egyetlenegy sem maradt meg közülük.«
31 και ανεστη ο βασιλευς και διερρηξεν τα ιματια αυτου και εκοιμηθη επι την γην και παντες οι παιδες αυτου οι περιεστωτες αυτω διερρηξαν τα ιματια αυτων31 Erre a király felkelt, megszaggatta ruháit, levetette magát a földre és körülötte álló szolgái is mindnyájan megszaggatták ruháikat.
32 και απεκριθη ιωναδαβ υιος σαμαα αδελφου δαυιδ και ειπεν μη ειπατω ο κυριος μου ο βασιλευς οτι παντα τα παιδαρια τους υιους του βασιλεως εθανατωσεν οτι αμνων μονωτατος απεθανεν οτι επι στοματος αβεσσαλωμ ην κειμενος απο της ημερας ης εταπεινωσεν θημαρ την αδελφην αυτου32 Megszólalt azonban Jonadáb, Semmaának, Dávid fivérének fia, és azt mondta: »Ne gondolja azt az én uram, a király, hogy mind megölték a király fiait: csak Ámnon halt meg, mert ő Absalom begyében volt attól a naptól kezdve, hogy erőszakot követett el Támáron, a nővérén.
33 και νυν μη θεσθω ο κυριος μου ο βασιλευς επι την καρδιαν αυτου ρημα λεγων παντες οι υιοι του βασιλεως απεθαναν οτι αλλ' η αμνων μονωτατος απεθανεν33 Nos tehát ne vegye szívére uram, a király azt a szóbeszédet és ne mondja: Mind megölték a király fiait – mert csak Ámnon halt meg.«
34 και απεδρα αβεσσαλωμ και ηρεν το παιδαριον ο σκοπος τους οφθαλμους αυτου και ειδεν και ιδου λαος πολυς πορευομενος εν τη οδω οπισθεν αυτου εκ πλευρας του ορους εν τη καταβασει και παρεγενετο ο σκοπος και απηγγειλεν τω βασιλει και ειπεν ανδρας εωρακα εκ της οδου της ωρωνην εκ μερους του ορους34 Közben Absalom elmenekült. Az őrálló legény pedig felemelte szemét, széttekintett és jelentette, hogy íme, sok nép jön a mellékúton, a hegyoldal felől.
35 και ειπεν ιωναδαβ προς τον βασιλεα ιδου οι υιοι του βασιλεως παρεισιν κατα τον λογον του δουλου σου ουτως εγενετο35 Azt mondta erre Jonadáb a királynak: »Lám, itt vannak a király fiai: úgy történt, ahogy szolgád mondta.«
36 και εγενετο ηνικα συνετελεσεν λαλων και ιδου οι υιοι του βασιλεως ηλθαν και επηραν την φωνην αυτων και εκλαυσαν και γε ο βασιλευς και παντες οι παιδες αυτου εκλαυσαν κλαυθμον μεγαν σφοδρα36 Amikor megszűnt szólni, meg is jelentek a király fiai és bementek és hangos sírásra fakadtak. Maga a király és minden szolgája is sírt nagyon nagy jajgatással.
37 και αβεσσαλωμ εφυγεν και επορευθη προς θολμαι υιον εμιουδ βασιλεα γεδσουρ εις γην μαχαδ και επενθησεν ο βασιλευς δαυιδ επι τον υιον αυτου πασας τας ημερας37 Absalom azonban elmenekült, s Talmajhoz, Ammiúd fiához, Gessúr királyához ment, és Dávid minden nap gyászolta fiát.
38 και αβεσσαλωμ απεδρα και επορευθη εις γεδσουρ και ην εκει ετη τρια38 Miután Absalom elmenekült és Gessúrba jutott, ott volt három esztendeig.
39 και εκοπασεν το πνευμα του βασιλεως του εξελθειν οπισω αβεσσαλωμ οτι παρεκληθη επι αμνων οτι απεθανεν39 Dávid király végül felhagyott Absalom üldözésével, mert megvigasztalódott Ámnon halálán.