Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 24


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και αβρααμ ην πρεσβυτερος προβεβηκως ημερων και κυριος ευλογησεν τον αβρααμ κατα παντα1 Ábrahám, akit az Úr mindennel megáldott, öreg és élemedett korú volt már.
2 και ειπεν αβρααμ τω παιδι αυτου τω πρεσβυτερω της οικιας αυτου τω αρχοντι παντων των αυτου θες την χειρα σου υπο τον μηρον μου2 Akkor Ábrahám azt mondta háza legöregebb szolgájának, aki gondját viselte mindenének, amije volt: »Tedd a kezedet az ágyékom alá,
3 και εξορκιω σε κυριον τον θεον του ουρανου και τον θεον της γης ινα μη λαβης γυναικα τω υιω μου ισαακ απο των θυγατερων των χαναναιων μεθ' ων εγω οικω εν αυτοις3 hadd eskesselek meg az Úrra, az ég és föld Istenére, hogy nem veszel fiamnak feleséget a kánaániak lányai közül, akik között lakom,
4 αλλα εις την γην μου ου εγενομην πορευση και εις την φυλην μου και λημψη γυναικα τω υιω μου ισαακ εκειθεν4 hanem elmégy az én földemre és az én rokonságomhoz, s onnan veszel feleséget fiamnak, Izsáknak!«
5 ειπεν δε προς αυτον ο παις μηποτε ου βουλεται η γυνη πορευθηναι μετ' εμου οπισω εις την γην ταυτην αποστρεψω τον υιον σου εις την γην οθεν εξηλθες εκειθεν5 A szolga azt felelte: »Hátha nem akar az a lány eljönni velem erre a földre? Vigyem vissza akkor a fiadat arra a helyre, ahonnan kijöttél?«
6 ειπεν δε προς αυτον αβρααμ προσεχε σεαυτω μη αποστρεψης τον υιον μου εκει6 Ábrahám erre így szólt: »Őrizkedj attól, hogy valaha is visszavidd a fiamat oda!
7 κυριος ο θεος του ουρανου και ο θεος της γης ος ελαβεν με εκ του οικου του πατρος μου και εκ της γης ης εγενηθην ος ελαλησεν μοι και ωμοσεν μοι λεγων σοι δωσω την γην ταυτην και τω σπερματι σου αυτος αποστελει τον αγγελον αυτου εμπροσθεν σου και λημψη γυναικα τω υιω μου ισαακ εκειθεν7 Az Úr, az ég Istene, aki kihozott engem atyám házából és szülőföldemről, aki szólt hozzám, és megesküdött nekem, azt mondta: ‘Ivadékodnak adom majd ezt a földet!’ – Ő elküldi majd angyalát előtted, s kapsz onnan feleséget a fiamnak.
8 εαν δε μη θελη η γυνη πορευθηναι μετα σου εις την γην ταυτην καθαρος εση απο του ορκου τουτου μονον τον υιον μου μη αποστρεψης εκει8 Ha azonban a lány nem akar követni téged, nem kötelez ez az eskü. A fiamat azonban ne vidd vissza oda!«
9 και εθηκεν ο παις την χειρα αυτου υπο τον μηρον αβρααμ του κυριου αυτου και ωμοσεν αυτω περι του ρηματος τουτου9 Erre a szolga odatette kezét urának, Ábrahámnak az ágyéka alá, és megesküdött neki erre a dologra.
10 και ελαβεν ο παις δεκα καμηλους απο των καμηλων του κυριου αυτου και απο παντων των αγαθων του κυριου αυτου μεθ' εαυτου και αναστας επορευθη εις την μεσοποταμιαν εις την πολιν ναχωρ10 A szolga vett azután tíz tevét ura csordájából, vitt magával mindenféle javaiból, aztán elindult, elment, és eljutott Arám Naharaimba, Náchor városához.
11 και εκοιμισεν τας καμηλους εξω της πολεως παρα το φρεαρ του υδατος το προς οψε ηνικα εκπορευονται αι υδρευομεναι11 Miután pedig letelepítette a tevéket a városon kívül, a kút mellett, estefelé, olyan idő tájban, amikor az asszonyok vizet meríteni járnak, így szólt:
12 και ειπεν κυριε ο θεος του κυριου μου αβρααμ ευοδωσον εναντιον εμου σημερον και ποιησον ελεος μετα του κυριου μου αβρααμ12 »Uram, Ábrahámnak, az én uramnak Istene, esedezem, jöjj ma segítségemre, és cselekedj irgalmasságot a gazdámmal, Ábrahámmal!
13 ιδου εγω εστηκα επι της πηγης του υδατος αι δε θυγατερες των οικουντων την πολιν εκπορευονται αντλησαι υδωρ13 Íme, itt állok a víz forrása mellett, s ki fognak jönni e város lakóinak lányai vizet meríteni.
14 και εσται η παρθενος η αν εγω ειπω επικλινον την υδριαν σου ινα πιω και ειπη μοι πιε και τας καμηλους σου ποτιω εως αν παυσωνται πινουσαι ταυτην ητοιμασας τω παιδι σου ισαακ και εν τουτω γνωσομαι οτι εποιησας ελεος τω κυριω μου αβρααμ14 Add tehát, hogy az a lány, aki, ha azt mondom neki: ‘Döntsd meg korsódat, hadd igyam’, azt válaszolja: ‘Igyál, sőt, a tevéidet is megitatom’ – az legyen az, akit szolgádnak, Izsáknak rendeltél, s erről ismerjem meg, hogy irgalmasságot cselekedtél urammal!«
15 και εγενετο προ του συντελεσαι αυτον λαλουντα εν τη διανοια και ιδου ρεβεκκα εξεπορευετο η τεχθεισα βαθουηλ υιω μελχας της γυναικος ναχωρ αδελφου δε αβρααμ εχουσα την υδριαν επι των ωμων αυτης15 Még be sem fejezte magában ezeket a szavakat, amikor íme, korsóval a vállán kijött Rebekka, annak a Bátuelnek a lánya, akit Melka, Náchornak, Ábrahám fivérének a felesége szült.
16 η δε παρθενος ην καλη τη οψει σφοδρα παρθενος ην ανηρ ουκ εγνω αυτην καταβασα δε επι την πηγην επλησεν την υδριαν και ανεβη16 A lány igen szép volt, még szűz, férfit nem ismert. Lement a forráshoz, telemerítette korsóját, és feljött.
17 επεδραμεν δε ο παις εις συναντησιν αυτης και ειπεν ποτισον με μικρον υδωρ εκ της υδριας σου17 A szolga ekkor eléje szaladt, és így szólt: »Adj egy kis vizet innom a korsódból!«
18 η δε ειπεν πιε κυριε και εσπευσεν και καθειλεν την υδριαν επι τον βραχιονα αυτης και εποτισεν αυτον18 A lány azt felelte: »Igyál, uram!« Azzal gyorsan leeresztette korsóját karjára, s inni adott neki.
19 εως επαυσατο πινων και ειπεν και ταις καμηλοις σου υδρευσομαι εως αν πασαι πιωσιν19 Amikor aztán ivott, hozzátette: »Sőt, tevéidnek is merítek vizet, amíg eleget nem isznak!«
20 και εσπευσεν και εξεκενωσεν την υδριαν εις το ποτιστηριον και εδραμεν ετι επι το φρεαρ αντλησαι και υδρευσατο πασαις ταις καμηλοις20 Ki is öntötte korsóját az itatóba, visszafutott a kúthoz, hogy vizet merítsen. Merített, és adott valamennyi tevének.
21 ο δε ανθρωπος κατεμανθανεν αυτην και παρεσιωπα του γνωναι ει ευοδωκεν κυριος την οδον αυτου η ου21 A szolga csak hallgatagon nézte, mert meg akarta tudni, szerencséssé tette-e az Úr az ő útját, vagy sem.
22 εγενετο δε ηνικα επαυσαντο πασαι αι καμηλοι πινουσαι ελαβεν ο ανθρωπος ενωτια χρυσα ανα δραχμην ολκης και δυο ψελια επι τας χειρας αυτης δεκα χρυσων ολκη αυτων22 Amikor aztán ittak a tevék, a férfi elővett két aranyfüggőt, amely fél sékelt nyomott, s ugyanannyi karkötőt, amelynek a súlya tíz sékel volt.
23 και επηρωτησεν αυτην και ειπεν θυγατηρ τινος ει αναγγειλον μοι ει εστιν παρα τω πατρι σου τοπος ημιν καταλυσαι23 Aztán megkérdezte: »Kinek a lánya vagy? Mondd csak nekem, van-e atyád házában hely megszállni?«
24 και ειπεν αυτω θυγατηρ βαθουηλ ειμι εγω του μελχας ον ετεκεν τω ναχωρ24 Az így felelt: »Melka fiának, akit Náchornak szült, Bátuelnek a lánya vagyok.«
25 και ειπεν αυτω και αχυρα και χορτασματα πολλα παρ' ημιν και τοπος του καταλυσαι25 Majd hozzátette: »Alom meg széna igen sok van nálunk, hely is van bővében megszállni.«
26 και ευδοκησας ο ανθρωπος προσεκυνησεν κυριω26 A férfi erre meghajtotta magát, leborult az Úr előtt,
27 και ειπεν ευλογητος κυριος ο θεος του κυριου μου αβρααμ ος ουκ εγκατελιπεν την δικαιοσυνην αυτου και την αληθειαν απο του κυριου μου εμε ευοδωκεν κυριος εις οικον του αδελφου του κυριου μου27 és azt mondta: »Áldott legyen az Úr, uramnak, Ábrahámnak Istene, aki nem vonta meg irgalmasságát és hűségét gazdámtól, sőt, egyenesen gazdám testvérének házába vezérelt utamon!«
28 και δραμουσα η παις απηγγειλεν εις τον οικον της μητρος αυτης κατα τα ρηματα ταυτα28 Elfutott erre a lány, s hírül vitte anyja házának mindazt, amit hallott.
29 τη δε ρεβεκκα αδελφος ην ω ονομα λαβαν και εδραμεν λαβαν προς τον ανθρωπον εξω επι την πηγην29 Volt pedig Rebekkának egy fivére, akit Lábánnak hívtak; ő sietve kiment ahhoz az emberhez, oda, ahol a forrás volt.
30 και εγενετο ηνικα ειδεν τα ενωτια και τα ψελια επι τας χειρας της αδελφης αυτου και οτε ηκουσεν τα ρηματα ρεβεκκας της αδελφης αυτου λεγουσης ουτως λελαληκεν μοι ο ανθρωπος και ηλθεν προς τον ανθρωπον εστηκοτος αυτου επι των καμηλων επι της πηγης30 Amikor ugyanis látta a függőket és testvére kezén a karkötőket, s hallotta mindazokat a szavakat, amelyekkel az elbeszélte: »Ezt és ezt mondta nékem az az ember« – kiment ahhoz az emberhez, aki a tevék mellett álldogált a vízforrásnál,
31 και ειπεν αυτω δευρο εισελθε ευλογητος κυριος ινα τι εστηκας εξω εγω δε ητοιμακα την οικιαν και τοπον ταις καμηλοις31 és azt mondta neki: »Gyere be, áldottja az Úrnak! Miért álldogálsz idekinn? Elkészítettem a házat és a tevéknek a helyet!«
32 εισηλθεν δε ο ανθρωπος εις την οικιαν και απεσαξεν τας καμηλους και εδωκεν αχυρα και χορτασματα ταις καμηλοις και υδωρ νιψασθαι τοις ποσιν αυτου και τοις ποσιν των ανδρων των μετ' αυτου32 Azzal bevezette a szállásra, leszedte a szerszámot a tevékről, és almot meg szénát adott a tevéknek, valamint vizet, hogy ő meg emberei, akik vele jöttek, megmoshassák lábukat.
33 και παρεθηκεν αυτοις αρτους φαγειν και ειπεν ου μη φαγω εως του λαλησαι με τα ρηματα μου και ειπαν λαλησον33 Aztán ennivalót tett eléje. Ő azonban így szólt: »Nem eszem, amíg el nem mondom mondandómat!« Azt felelte neki: »Mondd hát el!«
34 και ειπεν παις αβρααμ εγω ειμι34 Erre ő így szólt: »Ábrahám szolgája vagyok.
35 κυριος δε ευλογησεν τον κυριον μου σφοδρα και υψωθη και εδωκεν αυτω προβατα και μοσχους αργυριον και χρυσιον παιδας και παιδισκας καμηλους και ονους35 Igen megáldotta az Úr az én uramat, úgyhogy naggyá vált: adott neki juhot, marhát, ezüstöt, aranyat, rabszolgát, szolgálót, tevét és szamarat.
36 και ετεκεν σαρρα η γυνη του κυριου μου υιον ενα τω κυριω μου μετα το γηρασαι αυτον και εδωκεν αυτω οσα ην αυτω36 Sára meg, a gazdám felesége öregkorában fiút szült uramnak, és ő neki adta mindenét, amije volt.
37 και ωρκισεν με ο κυριος μου λεγων ου λημψη γυναικα τω υιω μου απο των θυγατερων των χαναναιων εν οις εγω παροικω εν τη γη αυτων37 Engem pedig megesketett az én uram, és azt mondta: ‘Ne végy feleséget fiamnak a kánaániak lányai közül, akiknek a földjén lakom.
38 αλλ' η εις τον οικον του πατρος μου πορευση και εις την φυλην μου και λημψη γυναικα τω υιω μου εκειθεν38 Menj el atyám házához, és a rokonságomból végy feleséget fiamnak!’
39 ειπα δε τω κυριω μου μηποτε ου πορευσεται η γυνη μετ' εμου39 Azt feleltem erre a gazdámnak: Hátha nem akar a lány eljönni velem?
40 και ειπεν μοι κυριος ω ευηρεστησα εναντιον αυτου αυτος αποστελει τον αγγελον αυτου μετα σου και ευοδωσει την οδον σου και λημψη γυναικα τω υιω μου εκ της φυλης μου και εκ του οικου του πατρος μου40 Ő azt mondta: ‘Az Úr, akinek színe előtt járok, elküldi majd angyalát veled, ő vezérli utadat, és kapsz feleséget fiamnak rokonságomból és atyám házából.
41 τοτε αθωος εση απο της αρας μου ηνικα γαρ εαν ελθης εις την εμην φυλην και μη σοι δωσιν και εση αθωος απο του ορκισμου μου41 Ha elmégy rokonaimhoz, és nem adnak neked, akkor mentes leszel átkomtól.’
42 και ελθων σημερον επι την πηγην ειπα κυριε ο θεος του κυριου μου αβρααμ ει συ ευοδοις την οδον μου ην νυν εγω πορευομαι επ' αυτην42 Eljöttem tehát ma ehhez a vízforráshoz, és azt mondtam: Uram, Ábrahámnak, az én uramnak Istene, ha eddig vezérelted utamat, amelyen most járok –
43 ιδου εγω εφεστηκα επι της πηγης του υδατος και αι θυγατερες των ανθρωπων της πολεως εξελευσονται υδρευσασθαι υδωρ και εσται η παρθενος η αν εγω ειπω ποτισον με μικρον υδωρ εκ της υδριας σου43 íme, itt állok a vízforrás mellett –, add, hogy az a leány, aki kijön vizet meríteni, és azt hallja tőlem: Adj egy kis vizet innom a korsódból,
44 και ειπη μοι και συ πιε και ταις καμηλοις σου υδρευσομαι αυτη η γυνη ην ητοιμασεν κυριος τω εαυτου θεραποντι ισαακ και εν τουτω γνωσομαι οτι πεποιηκας ελεος τω κυριω μου αβρααμ44 azt mondja majd nekem: ‘Igyál csak, és a tevéidnek is merítek’ – az legyen az az asszony, akit az Úr az én uram fiának rendelt!
45 και εγενετο προ του συντελεσαι με λαλουντα εν τη διανοια ευθυς ρεβεκκα εξεπορευετο εχουσα την υδριαν επι των ωμων και κατεβη επι την πηγην και υδρευσατο ειπα δε αυτη ποτισον με45 És amíg csöndben ezeket forgattam magamban, megjelent Rebekka. Odajött, korsó volt a vállán, lement a forráshoz és vizet merített. Én pedig megszólítottam: Adj egy kicsit innom!
46 και σπευσασα καθειλεν την υδριαν αυτης αφ' εαυτης και ειπεν πιε συ και τας καμηλους σου ποτιω και επιον και τας καμηλους μου εποτισεν46 Ő sietve leeresztette válláról a korsót, és azt mondta nekem: ‘Igyál csak, és a tevéidet is megitatom!’ Ittam, és ő megitatta a tevéket is.
47 και ηρωτησα αυτην και ειπα τινος ει θυγατηρ η δε εφη θυγατηρ βαθουηλ ειμι του υιου ναχωρ ον ετεκεν αυτω μελχα και περιεθηκα αυτη τα ενωτια και τα ψελια περι τας χειρας αυτης47 Erre megkérdeztem: Kinek a lánya vagy? Azt felelte: ‘Bátuel lánya vagyok, Náchornak azé a fiáé, akit Melka szült neki.’ Erre a függőket rátéve felékesítettem az arcát, karjára pedig ráhúztam a karkötőket.
48 και ευδοκησας προσεκυνησα κυριω και ευλογησα κυριον τον θεον του κυριου μου αβρααμ ος ευοδωσεν μοι εν οδω αληθειας λαβειν την θυγατερα του αδελφου του κυριου μου τω υιω αυτου48 Aztán arcra borultam az Úr előtt, és áldottam az Urat, az én uramnak, Ábrahámnak Istenét, aki a helyes úton vezérelt engem, hogy uram testvérének lányát vigyem feleségül a fiának.
49 ει ουν ποιειτε υμεις ελεος και δικαιοσυνην προς τον κυριον μου απαγγειλατε μοι ει δε μη απαγγειλατε μοι ινα επιστρεψω εις δεξιαν η εις αριστεραν49 Azért tehát, ha irgalmat és hűséget akartok cselekedni urammal, adjátok tudtomra; ha pedig mást akartok, mondjátok meg azt is, hadd menjek jobbra vagy balra!«
50 αποκριθεις δε λαβαν και βαθουηλ ειπαν παρα κυριου εξηλθεν το προσταγμα τουτο ου δυνησομεθα ουν σοι αντειπειν κακον καλω50 Azt felelte erre Lábán és Bátuel: »Az Úrtól való ez a dolog, mi nem mondhatunk neked sem jót, sem rosszat.
51 ιδου ρεβεκκα ενωπιον σου λαβων αποτρεχε και εστω γυνη τω υιω του κυριου σου καθα ελαλησεν κυριος51 Itt van Rebekka előtted: vedd és menj, legyen felesége urad fiának, ahogy az Úr szólt.«
52 εγενετο δε εν τω ακουσαι τον παιδα τον αβρααμ των ρηματων τουτων προσεκυνησεν επι την γην κυριω52 Amikor Ábrahám szolgája meghallotta ezt, leborult, és földig hajtotta magát az Úr előtt.
53 και εξενεγκας ο παις σκευη αργυρα και χρυσα και ιματισμον εδωκεν ρεβεκκα και δωρα εδωκεν τω αδελφω αυτης και τη μητρι αυτης53 Aztán ezüst- és aranytárgyakat meg ruhákat vett elő, és odaadta Rebekkának ajándékba; a fivérének és anyjának is adott ajándékot.
54 και εφαγον και επιον αυτος και οι ανδρες οι μετ' αυτου οντες και εκοιμηθησαν και αναστας πρωι ειπεν εκπεμψατε με ινα απελθω προς τον κυριον μου54 Lakomához kezdtek, ettek és ittak mindnyájan, aztán lepihentek ott. Reggel aztán felkelt a szolga, és így szólt: »Bocsássatok el engem, hadd menjek el uramhoz!«
55 ειπαν δε οι αδελφοι αυτης και η μητηρ μεινατω η παρθενος μεθ' ημων ημερας ωσει δεκα και μετα ταυτα απελευσεται55 A lány testvére és anyja azt felelték: »Maradjon a lány még legalább tíz napig nálunk, azután hadd menjen!« –
56 ο δε ειπεν προς αυτους μη κατεχετε με και κυριος ευοδωσεν την οδον μου εκπεμψατε με ινα απελθω προς τον κυριον μου56 »Ne tartóztassatok fel – mondta erre a szolga –, hisz az Úr vezérelte utamat! Bocsássatok el, hadd menjek uramhoz!«
57 οι δε ειπαν καλεσωμεν την παιδα και ερωτησωμεν το στομα αυτης57 Erre ők azt felelték: »Hívjuk ide a lányt, kérdezzük meg az ő akaratát!«
58 και εκαλεσαν ρεβεκκαν και ειπαν αυτη πορευση μετα του ανθρωπου τουτου η δε ειπεν πορευσομαι58 Hívatták, s amikor odajött, megkérdezték tőle: »El akarsz-e menni ezzel az emberrel?« Ő azt válaszolta: »Megyek!«
59 και εξεπεμψαν ρεβεκκαν την αδελφην αυτων και τα υπαρχοντα αυτης και τον παιδα τον αβρααμ και τους μετ' αυτου59 Elbocsátották tehát Rebekkát, a nővérüket, és a dajkáját, Ábrahám szolgáját, valamint a kísérőit.
60 και ευλογησαν ρεβεκκαν την αδελφην αυτων και ειπαν αυτη αδελφη ημων ει γινου εις χιλιαδας μυριαδων και κληρονομησατω το σπερμα σου τας πολεις των υπεναντιων60 Jó szerencsét kívántak nővérüknek, és ezt mondták neki: »Nővérünk, szaporodjál ezerszer ezerre, s legyenek utódodé ellenségeinek kapui!«
61 αναστασα δε ρεβεκκα και αι αβραι αυτης επεβησαν επι τας καμηλους και επορευθησαν μετα του ανθρωπου και αναλαβων ο παις την ρεβεκκαν απηλθεν61 Erre Rebekka és a szolgálólányai felszálltak a tevékre, és követték a férfit, a szolga pedig fogta Rebekkát, és elment.
62 ισαακ δε επορευετο δια της ερημου κατα το φρεαρ της ορασεως αυτος δε κατωκει εν τη γη τη προς λιβα62 Izsák eközben megérkezett Lahai-Rói kútjának vidékéről, és a Negeb földjén lakott.
63 και εξηλθεν ισαακ αδολεσχησαι εις το πεδιον το προς δειλης και αναβλεψας τοις οφθαλμοις ειδεν καμηλους ερχομενας63 Mivel a nap alkonyatra hajlott már, kiment busongani a mezőre. Amikor azonban felemelte szemét, látta, hogy tevék jönnek a távolban.
64 και αναβλεψασα ρεβεκκα τοις οφθαλμοις ειδεν τον ισαακ και κατεπηδησεν απο της καμηλου64 Rebekka is felemelte szemét, és meglátta Izsákot. Erre leszállt a tevéről,
65 και ειπεν τω παιδι τις εστιν ο ανθρωπος εκεινος ο πορευομενος εν τω πεδιω εις συναντησιν ημιν ειπεν δε ο παις ουτος εστιν ο κυριος μου η δε λαβουσα το θεριστρον περιεβαλετο65 és megkérdezte a szolgától: »Ki az az ember, aki jön elénk a mezőn?« A szolga azt felelte neki: »Ő az én uram!« Erre a lány hamar fogta a fátylát, és befödte magát.
66 και διηγησατο ο παις τω ισαακ παντα τα ρηματα α εποιησεν66 A szolga aztán elbeszélte Izsáknak mindazt, amit végzett,
67 εισηλθεν δε ισαακ εις τον οικον της μητρος αυτου και ελαβεν την ρεβεκκαν και εγενετο αυτου γυνη και ηγαπησεν αυτην και παρεκληθη ισαακ περι σαρρας της μητρος αυτου67 az pedig bevitte Rebekkát anyjának, Sárának sátrába. Feleségül vette, és annyira megszerette, hogy megvigasztalódott fájdalmától, amelyet anyja halála miatt érzett.