Scrutatio

Venerdi, 17 maggio 2024 - San Pasquale Baylon ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 22


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και εγενετο μετα τα ρηματα ταυτα ο θεος επειραζεν τον αβρααμ και ειπεν προς αυτον αβρααμ αβρααμ ο δε ειπεν ιδου εγω1 Miután mindezek megtörténtek, Isten próbára tette Ábrahámot. Megszólította őt: »Ábrahám!« Ő azt felelte: »Itt vagyok!«
2 και ειπεν λαβε τον υιον σου τον αγαπητον ον ηγαπησας τον ισαακ και πορευθητι εις την γην την υψηλην και ανενεγκον αυτον εκει εις ολοκαρπωσιν εφ' εν των ορεων ων αν σοι ειπω2 Isten akkor azt mondta neki: »Vedd egyszülött fiadat, Izsákot, akit szeretsz, és menj el a Mória földjére. Áldozd fel ott egészen elégő áldozatul az egyik hegyen, amelyet majd mutatok neked!«
3 αναστας δε αβρααμ το πρωι επεσαξεν την ονον αυτου παρελαβεν δε μεθ' εαυτου δυο παιδας και ισαακ τον υιον αυτου και σχισας ξυλα εις ολοκαρπωσιν αναστας επορευθη και ηλθεν επι τον τοπον ον ειπεν αυτω ο θεος3 Erre Ábrahám kora reggel felkelt, megnyergelte szamarát, maga mellé vette két szolgáját és a fiát, Izsákot, s miután fát hasogatott az egészen elégő áldozathoz, elindult arra a helyre, amelyet Isten mondott neki.
4 τη ημερα τη τριτη και αναβλεψας αβρααμ τοις οφθαλμοις ειδεν τον τοπον μακροθεν4 A harmadik napon, amikor felemelte szemét, meglátta azt a helyet a távolban.
5 και ειπεν αβρααμ τοις παισιν αυτου καθισατε αυτου μετα της ονου εγω δε και το παιδαριον διελευσομεθα εως ωδε και προσκυνησαντες αναστρεψωμεν προς υμας5 Azt mondta erre szolgáinak: »Várjatok itt a szamárral; én meg a gyermek elmegyünk amoda, s miután imádkoztunk, visszatérünk hozzátok!«
6 ελαβεν δε αβρααμ τα ξυλα της ολοκαρπωσεως και επεθηκεν ισαακ τω υιω αυτου ελαβεν δε και το πυρ μετα χειρα και την μαχαιραν και επορευθησαν οι δυο αμα6 Vette tehát az egészen elégő áldozathoz való fát, feltette a fiára, Izsákra, ő pedig a tüzet és a kardot vitte a kezében. Amint így ketten együtt mentek,
7 ειπεν δε ισαακ προς αβρααμ τον πατερα αυτου ειπας πατερ ο δε ειπεν τι εστιν τεκνον λεγων ιδου το πυρ και τα ξυλα που εστιν το προβατον το εις ολοκαρπωσιν7 azt mondta Izsák az apjának, Ábrahámnak: »Apám!« Ő válaszolt: »Mit akarsz, fiam?« »Íme – mondta a fiú –, itt a tűz meg a fa, de hol van az egészen elégő áldozat?«
8 ειπεν δε αβρααμ ο θεος οψεται εαυτω προβατον εις ολοκαρπωσιν τεκνον πορευθεντες δε αμφοτεροι αμα8 Ábrahám azt felelte: »Fiam, Isten majd gondoskodik magának egészen elégő áldozatról!« Így mentek ketten együtt,
9 ηλθον επι τον τοπον ον ειπεν αυτω ο θεος και ωκοδομησεν εκει αβρααμ θυσιαστηριον και επεθηκεν τα ξυλα και συμποδισας ισαακ τον υιον αυτου επεθηκεν αυτον επι το θυσιαστηριον επανω των ξυλων9 míg végül eljutottak arra a helyre, amelyet Isten mutatott neki. Ábrahám oltárt épített ott, elrendezte rajta a fát, s miután megkötözte a fiát, Izsákot, feltette az oltárra, a farakásra.
10 και εξετεινεν αβρααμ την χειρα αυτου λαβειν την μαχαιραν σφαξαι τον υιον αυτου10 Aztán Ábrahám kinyújtotta kezét, és megfogta a kardot, hogy feláldozza a fiát.
11 και εκαλεσεν αυτον αγγελος κυριου εκ του ουρανου και ειπεν αυτω αβρααμ αβρααμ ο δε ειπεν ιδου εγω11 De íme, az Úr angyala kiáltott a mennyből, és azt mondta: »Ábrahám, Ábrahám!« Ő azt felelte: »Itt vagyok!«
12 και ειπεν μη επιβαλης την χειρα σου επι το παιδαριον μηδε ποιησης αυτω μηδεν νυν γαρ εγνων οτι φοβη τον θεον συ και ουκ εφεισω του υιου σου του αγαπητου δι' εμε12 Azt mondta erre neki: »Ne nyújtsd ki kezed a gyermekre, és ne árts neki semmit! Most már tudom, hogy féled Istent, s a kedvemért egyszülött fiadnak sem kegyelmeztél!«
13 και αναβλεψας αβρααμ τοις οφθαλμοις αυτου ειδεν και ιδου κριος εις κατεχομενος εν φυτω σαβεκ των κερατων και επορευθη αβρααμ και ελαβεν τον κριον και ανηνεγκεν αυτον εις ολοκαρπωσιν αντι ισαακ του υιου αυτου13 Erre Ábrahám felemelte a szemét, s meglátott maga mögött egy kost, amely szarvánál fogva fennakadt a bozótban. Elhozta, és a fia helyett azt áldozta fel egészen elégő áldozatul.
14 και εκαλεσεν αβρααμ το ονομα του τοπου εκεινου κυριος ειδεν ινα ειπωσιν σημερον εν τω ορει κυριος ωφθη14 Annak a helynek ezért ezt a nevet adta: »Az Úr gondoskodik!« Azért mondják mindmáig: »A hegyen majd gondoskodik az Úr!«
15 και εκαλεσεν αγγελος κυριου τον αβρααμ δευτερον εκ του ουρανου15 Majd másodszor is megszólította az Úr angyala Ábrahámot a mennyből, és azt mondta:
16 λεγων κατ' εμαυτου ωμοσα λεγει κυριος ου εινεκεν εποιησας το ρημα τουτο και ουκ εφεισω του υιου σου του αγαπητου δι' εμε16 »Önmagamra esküszöm – mondja az Úr –, hogy mivel ezt megtetted, s a kedvemért egyszülött fiadnak sem kegyelmeztél,
17 η μην ευλογων ευλογησω σε και πληθυνων πληθυνω το σπερμα σου ως τους αστερας του ουρανου και ως την αμμον την παρα το χειλος της θαλασσης και κληρονομησει το σπερμα σου τας πολεις των υπεναντιων17 megáldalak, és megsokasítom ivadékodat, mint az ég csillagait és mint a tengerpart fövenyét: utódod birtokolni fogja ellenségeinek kapuit,
18 και ενευλογηθησονται εν τω σπερματι σου παντα τα εθνη της γης ανθ' ων υπηκουσας της εμης φωνης18 és a te utódodban nyer áldást a föld minden népe, mivel engedelmeskedtél szavamnak!«
19 απεστραφη δε αβρααμ προς τους παιδας αυτου και ανασταντες επορευθησαν αμα επι το φρεαρ του ορκου και κατωκησεν αβρααμ επι τω φρεατι του ορκου19 Erre Ábrahám visszatért szolgáihoz, elindultak, és elmentek együtt Beersebába; Ábrahám ezután Beersebában lakott.
20 εγενετο δε μετα τα ρηματα ταυτα και ανηγγελη τω αβρααμ λεγοντες ιδου τετοκεν μελχα και αυτη υιους ναχωρ τω αδελφω σου20 Miután ezek így végbementek, hírül hozták Ábrahámnak, hogy Melka szintén szült fiakat Náchornak, a fivérének:
21 τον ωξ πρωτοτοκον και τον βαυξ αδελφον αυτου και τον καμουηλ πατερα συρων21 Húszt, az elsőszülöttet, Búzt, ennek öccsét, továbbá Kámuelt, Arám atyját,
22 και τον χασαδ και τον αζαυ και τον φαλδας και τον ιεδλαφ και τον βαθουηλ22 Kászedet, Azáut, valamint Feldást, Jedláfot
23 και βαθουηλ εγεννησεν την ρεβεκκαν οκτω ουτοι υιοι ους ετεκεν μελχα τω ναχωρ τω αδελφω αβρααμ23 és Bátuelt, akitől Rebekka született: ezt a nyolcat szülte Melka Náchornak, Ábrahám fivérének.
24 και η παλλακη αυτου η ονομα ρεημα ετεκεν και αυτη τον ταβεκ και τον γααμ και τον τοχος και τον μωχα24 Mellékfelesége pedig, akit Reumának hívtak, Tábét, Gáhámot, Táhást és Maákát szülte.