Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α´ - 1 Samuele - Kings I 30


font
GREEK BIBLEJERUSALEM
1 Και οτε ο Δαβιδ και οι ανδρες αυτου εισηλθον εις Σικλαγ την τριτην ημεραν, οι Αμαληκιται ειχον καμει εισδρομην εις το μεσημβρινον και εις Σικλαγ, και ειχον παταξει την Σικλαγ και κατακαυσει αυτην εν πυρι?1 David et ses hommes arrivèrent à Ciqlag le surlendemain. Or les Amalécites avaient fait unerazzia au Négeb et contre Ciqlag; ils avaient dévasté Ciqlag et l'avaient livrée au feu.
2 και ειχον αιχμαλωτισει τας γυναικας τας εν αυτη, απο μικρου εως μεγαλου? δεν εθανατωσαν ουδενα, αλλα ελαβον αυτους και υπηγαν εις την οδον αυτων.2 Ils avaient fait captifs les femmes et tous ceux qui y étaient, petits et grands. Ils n'avaient tuépersonne, mais ils les avaient emmenés et avaient continué leur chemin.
3 Ο δε Δαβιδ και οι ανδρες αυτου ηλθον εις την πολιν, και ιδου, ητο πυρπολημενη? και αι γυναικες αυτων και οι υιοι αυτων και αι θυγατερες αυτων ηχμαλωτισμενοι.3 Lors donc que David et ses hommes arrivèrent à la ville, ils virent qu'elle était brûlée et que leursfemmes, leurs fils et leurs filles avaient été enlevés.
4 Τοτε υψωσεν ο Δαβιδ και ο λαος ο μετ' αυτου την φωνην αυτων και εκλαυσαν, εωσου δεν εμεινε πλεον εν αυτοις δυναμις να κλαιωσι.4 Alors David et toute la troupe qui l'accompagnait se mirent à crier et à pleurer jusqu'à ce qu'ilsn'en eussent plus la force.
5 Και αμφοτεραι αι γυναικες του Δαβιδ ηχμαλωτισθησαν, Αχινοαμ η Ιεζραηλιτις, και Αβιγαια η γυνη Ναβαλ του Καρμηλιτου.5 Les deux femmes de David avaient été emmenées captives, Ahinoam de Yizréel et Abigayil, lafemme de Nabal de Karmel.
6 Και εθλιβη ο Δαβιδ σφοδρα? διοτι ο λαος ελεγε να λιθοβολησωσιν αυτον, επειδη η ψυχη παντος του λαου ητο καταπικρος, εκαστος δια τους υιους αυτου και δια τας θυγατερας αυτου? ο Δαβιδ ομως εκραταιωθη εν Κυριω τω Θεω αυτου.6 David était en grande détresse, car les gens parlaient de le lapider; tous avaient en effet l'âmepleine d'amertume, chacun à cause de ses fils et de ses filles. Mais David retrouva courage en Yahvé son Dieu.
7 Και ειπεν ο Δαβιδ προς Αβιαθαρ τον ιερεα, υιον του Αχιμελεχ, Φερε μοι ενταυθα, παρακαλω, το εφοδ. Και εφερεν ο Αβιαθαρ το εφοδ προς τον Δαβιδ.7 David dit au prêtre Ebyatar, fils d'Ahimélek: "Je t'en prie, apporte-moi l'éphod", et Ebyatarapporta l'éphod à David.
8 Και ηρωτησεν ο Δαβιδ τον Κυριον, λεγων, Να καταδιωξω οπισθεν τουτων των ληστων; θελω προφθασει αυτους; Ο δε ειπε προς αυτον, Καταδιωξον? διοτι θελεις βεβαιως προφθασει και αφευκτως θελεις ελευθερωσει παντα.8 Alors David consulta Yahvé et demanda: "Poursuivrai-je ce rezzou et l'atteindrai-je" La réponsefut: "Poursuis, car sûrement tu l'atteindras et tu libéreras les captifs."
9 Τοτε υπηγεν ο Δαβιδ, αυτος και οι εξακοσιοι ανδρες οι μετ' αυτου, και ηλθον εως του χειμαρρου Βοσορ, οπου οι απομενοντες εσταθησαν.9 David partit avec les 600 hommes qui l'accompagnaient et ils arrivèrent au torrent de Besor.
10 Ο δε Δαβιδ, αυτος και τετρακοσιοι ανδρες, κατεδιωκον, επειδη εμειναν οπισω διακοσιοι, οιτινες αποκαμοντες δεν ηδυναντο να διαβωσι τον χειμαρρον Βοσορ.10 David continua la poursuite avec 400 hommes, mais 200 restèrent, qui étaient trop fatigués pourfranchir le torrent de Besor.
11 Και ευρηκαν ανθρωπον Αιγυπτιον εν αγρω και εφεραν αυτον προς τον Δαβιδ? και εδωκαν εις αυτον αρτον, και εφαγε, και εποτισαν αυτον υδωρ?11 On trouva un Egyptien dans la campagne et on l'amena à David. On lui donna du pain, qu'ilmangea, et on lui fit boire de l'eau.
12 και εδωκαν εις αυτον τμημα πηττας συκων και δυο βοτρυς σταφιδων? και εφαγε, και επανηλθε το πνευμα αυτου εις αυτον? διοτι δεν ειχε φαγει αρτον ουδε ειχε πιει υδωρ, τρεις ημερας και τρεις νυκτας.12 On lui donna aussi une masse de figues et deux grappes de raisins secs. Il mangea et ses espritslui revinrent; en effet, il n'avait rien mangé ni rien bu depuis trois jours et trois nuits.
13 Και ειπε προς αυτον ο Δαβιδ, Τινος εισαι; και ποθεν εισαι; Και ειπεν, Ειμαι νεος Αιγυπτιος, δουλος τινος Αμαληκιτου? και με αφηκεν ο κυριος μου, επειδη ηρρωστησα τρεις ημερας τωρα?13 David lui demanda: "A qui appartiens-tu et d'où es-tu?" Il répondit: "Je suis un jeune Egyptien,esclave d'un Amalécite. Mon maître m'a abandonné parce que j'étais malade, voici aujourd'hui trois jours.
14 ημεις εκαμαμεν εισδρομην εις το μεσημβρινον των Χερεθαιων και εις τα μερη της Ιουδαιας και εις το μεσημβρινον του Χαλεβ? και επυρπολησαμεν την Σικλαγ.14 Nous avons fait la razzia contre le Négeb des Kerétiens et celui de Juda et contre le Négeb deCaleb, et nous avons incendié Ciqlag."
15 Και ειπε προς αυτον ο Δαβιδ, Δυνασαι να με οδηγησης κατω προς τους ληστας τουτους; Ο δε ειπεν, Ομοσον μοι εις τον Θεον, οτι δεν θελεις με θανατωσει ουτε θελεις με παραδωσει εις την χειρα του κυριου μου, και θελω σε οδηγησει κατω προς τουτους τους ληστας.15 David lui demanda: "Veux-tu me guider vers ce rezzou?" Il répondit: "Jure-moi par Dieu que tune me feras pas mourir et que tu ne me livreras pas à mon maître, et je te guiderai vers ce rezzou."
16 Και οτε ωδηγησεν αυτον κατω, ιδου, ησαν διεσκορπισμενοι επι το προσωπον παντος του τοπου, τρωγοντες και πινοντες και χορευοντες, δια παντα τα λαφυρα τα μεγαλα, τα οποια ελαβον εκ της γης των Φιλισταιων και εκ της γης του Ιουδα.16 Il l'y conduisit donc, et voici qu'ils étaient disséminés par toute la contrée, mangeant, buvant etfaisant la fête, à cause de tout le grand butin qu'ils avaient rapporté du pays des Philistins et du pays de Juda.
17 Και επαταξεν αυτους ο Δαβιδ απο της αυγης μεχρι της εσπερας της επιουσης? και δεν διεσωθη ουδε εις εξ αυτων, πλην τετρακοσιων νεων, οιτινες εκαθηντο επι καμηλων και εφυγον.17 David les massacra, depuis l'aube jusqu'au soir du lendemain. Personne n'en réchappa, sauf 400jeunes hommes, qui montèrent sur les chameaux et s'enfuirent.
18 Και ηλευθερωσεν ο Δαβιδ οσα ηρπασαν οι Αμαληκιται? και τας δυο γυναικας αυτου ηλευθερωσεν ο Δαβιδ.18 David délivra tout ce que les Amalécites avaient pris -- David délivra aussi ses deux femmes.
19 Και δεν ελειψεν εις αυτους ουτε μικρον ουτε μεγα, ουτε υιοι ουτε θυγατερες ουτε λαφυρον ουτε ουδεν εκ των οσα ηρπασαν απ' αυτων? τα παντα επανελαβεν ο Δαβιδ.19 Rien ne fut perdu pour eux, depuis les petites choses jusqu'aux grandes, depuis le butinjusqu'aux fils et aux filles, tout ce qui leur avait été enlevé: David ramena tout.
20 Και ελαβεν ο Δαβιδ παντα τα προβατα και τους βοας, και φεροντες αυτα εμπροσθεν των αλλων κτηνων, ελεγον, Ταυτα ειναι τα λαφυρα του Δαβιδ.20 Ils prirent tout le petit et le gros bétail et le poussèrent devant lui en disant: "Voilà le butin deDavid!"
21 Και ηλθεν ο Δαβιδ προς τους διακοσιους ανδρας, οιτινες ειχον αποκαμει ωστε δεν ηδυνηθησαν να ακολουθησωσι τον Δαβιδ, οθεν εκαθισεν αυτους εις τον χειμαρρον Βοσορ? και εξηλθον εις συναντησιν του Δαβιδ και εις συναντησιν του λαου του μετ' αυτου? και οτε επλησιασεν ο Δαβιδ εις τον λαον, εχαιρετησεν αυτους.21 David arriva auprès des 200 hommes qui avaient été trop fatigués pour le suivre et qu'il avaitlaissés au torrent de Besor. Ils vinrent au-devant de David et de la troupe qui l'accompagnait; David s'approchaavec la troupe et leur souhaita le bonjour.
22 Και απεκριθηααν παντες οι πονηροι και διεστραμμενοι εκ των ανδρων, οιτινες υπηγαν μετα του Δαβιδ, και ειπον, Επειδη ουτοι δεν ηλθον μεθ' ημων, δεν θελομεν δωσει εις αυτους εκ των λαφυρων, τα οποια ανελαβομεν, παρα εις εκαστον την γυναικα αυτου και τα τεκνα αυτου? και ας λαβωσιν αυτα και ας φυγωσιν.22 Mais tous les méchants et les vauriens parmi les gens qui étaient allés avec David prirent laparole et dirent: "Puisqu'ils ne sont pas venus avec nous, qu'on ne leur donne rien du butin que nous avons sauvé,sauf à chacun sa femme et ses enfants: qu'ils les emmènent et s'en aillent!"
23 Αλλ' ο Δαβιδ ειπε, Δεν θελετε καμει ουτως, αδελφοι μου, εις εκεινα τα οποια ο Κυριος εδωκεν εις ημας, οστις εφυλαξεν ημας και παρεδωκεν εις την χειρα ημων τους ληστας τους ελθοντας εναντιον ημων?23 Mais David dit: "N'agissez pas ainsi, mes frères, avec ce que Yahvé nous a accordé: il nous aprotégés et il a livré entre nos mains le rezzou qui était venu contre nous.
24 και τις θελει σας εισακουσει εις ταυτην την υποθεσιν; αλλα κατα την μεριδα του καταβαινοντος εις τον πολεμον, ουτω θελει εισθαι η μερις του καθημενου πλησιον της αποσκευης? ισα θελουσι μοιραζεσθαι.24 Qui serait de votre avis dans cette affaire? Car: Telle la part de celui qui descend au combat,telle la part de celui qui reste près des bagages. Ils partageront ensemble."
25 Και εγεινεν ουτως απ' εκεινης της ημερας και εις το εξης? και εκαμε τουτο νομον και διαταγμα εν τω Ισραηλ εως της ημερας ταυτης.25 Et, à partir de ce jour-là, il fit de cela pour Israël une règle et une coutume qui persistent encoreaujourd'hui.
26 Οτε δε ηλθεν ο Δαβιδ εις Σικλαγ, επεμψεν εκ των λαφυρων προς τους πρεσβυτερους Ιουδα τους φιλους αυτου, λεγων, Ιδου εις εσας ευλογια, εκ των λαφυρων των εχθρων του Κυριου.26 Arrivé à Ciqlag, David envoya des parts de butin aux anciens de Juda, selon leurs villes, avec cemessage: "Voici pour vous un présent pris sur le butin des ennemis de Yahvé",
27 προς τους εν Βαιθηλ, και προς τους εν Ραμωθ τη μεσημβρινη, και προς τους εν Ιαθειρ,27 à ceux de Betul, à ceux de Rama du Négeb, à ceux de Yattir,
28 και προς τους εν Αροηρ, και προς τους εν Σιφμωθ, και προς τους εν Εσθεμωα,28 à ceux d'Aroër, à ceux de Siphmot, à ceux d'Eshtemoa,
29 και προς τους εν Ραχαλ, και προς τους εν ταις πολεσι των Ιεραμεηλιτων, και προς τους εν ταις πολεσι των Κεναιων,29 à ceux de Karmel, à ceux des villes de Yerahméel, à ceux des villes des Qénites,
30 και προς τους εν Ορμα, και προς τους εν Χωρ-ασαν, και προς τους εν Αθαχ,30 à ceux de Horma, à ceux de Bor-Ashân, à ceux de Etèr,
31 και προς τους εν Χεβρων, και προς παντας τους τοπους, εις τους οποιους ο Δαβιδ περιηρχετο, αυτος και οι ανδρες αυτου.31 à ceux d'Hébron et à tous les endroits que David avait fréquentés avec ses hommes.