1 Και το παιδιον ο Σαμουηλ υπηρετει τον Κυριον εμπροσθεν του Ηλει. Ο λογος δε του Κυριου ητο σπανιος κατ' εκεινας τας ημερας? ορασις δεν εφαινετο. | 1 Azokban a napokban, amikor a gyermek Sámuel Héli előtt az Úrnak szolgált, ritka volt az Úr szózata, s nem fordult elő gyakran látomás. |
2 Κατ' εκεινον δε τον καιρον, οτε ο Ηλει εκοιτετο εν τω τοπω αυτου, και οι οφθαλμοι αυτου ησαν ημαυρωμενοι, ωστε δεν ηδυνατο να βλεπη, | 2 Történt azonban az egyik nap, amikor Héli, akinek szeme elhomályosodott már és látni sem tudott, a szokott helyén pihent, |
3 ο δε Σαμουηλ εκοιτετο εν τω ναω του Κυριου, οπου ητο η κιβωτος του Θεου, πριν ο λυχνος του Θεου σβεσθη, | 3 Isten mécsesét pedig még nem oltották ki, és Sámuel az Úr templomában aludt, ahol az Isten ládája volt, |
4 εκαλεσεν ο Κυριος τον Σαμουηλ? ο δε απεκριθη, Ιδου, εγω. | 4 hogy szólította az Úr Sámuelt. Az felelt és így szólt: »Itt vagyok!« |
5 Και ετρεξε προς τον Ηλει και ειπεν, Ιδου, εγω? διοτι με εκαλεσας. Ο δε ειπε, Δεν σε εκαλεσα? επιστρεψον να κοιμηθης. Και υπηγε να κοιμηθη. | 5 Azután odafutott Hélihez és azt mondta: »Itt vagyok, hívtál!« Héli azt felelte: »Nem hívtalak, menj vissza és aludj!« Elment tehát és aludt. |
6 Ο δε Κυριος εκαλεσε παλιν εκ δευτερου, Σαμουηλ. Και εσηκωθη ο Σαμουηλ και υπηγε προς τον Ηλει και ειπεν, Ιδου, εγω? διοτι με εκαλεσας. Ο δε απεκριθη, Δεν σε εκαλεσα, τεκνον μου? επιστρεψον να κοιμηθης. | 6 Ám az Úr ismét szólította Sámuelt. Sámuel megint felkelt, Hélihez ment, s azt mondta: »Itt vagyok, hívtál!« Az ezt felelte: »Nem hívtalak, fiam, menj vissza és aludj!« |
7 Και Σαμουηλ δεν εγνωριζεν ετι τον Κυριον, και ο λογος του Κυριου δεν ειχεν ετι αποκαλυφθη εις αυτον. | 7 Sámuel ugyanis még nem ismerte az Urat, még nem nyilatkozott meg neki az Úr szózata. |
8 Και εκαλεσεν ο Κυριος τον Σαμουηλ παλιν εκ τριτου. Και εσηκωθη και υπηγε προς τον Ηλει και ειπεν, Ιδου, εγω? διοτι με εκαλεσας. Και ενοησεν ο Ηλει οτι ο Κυριος εκαλεσε το παιδιον. | 8 Ám az Úr ismét, harmadszor is szólította Sámuelt. Ő megint felkelt, Hélihez ment, |
9 Και ειπεν ο Ηλει προς τον Σαμουηλ, Υπαγε να κοιμηθης? και εαν σε κραξη, θελεις ειπει, Λαλησον, Κυριε? διοτι ο δουλος σου ακουει. Και ο Σαμουηλ υπηγε και εκοιμηθη εν τω τοπω αυτου. | 9 és azt mondta neki: »Itt vagyok, hívtál!« Megértette erre Héli, hogy az Úr szólítja a gyermeket, ezért azt mondta Sámuelnek: »Menj és aludj, s ha megint szólít, mondd neki: ‘Szólj, Uram, mert hallja a te szolgád!’« Elment tehát Sámuel, s aludt a helyén. |
10 Και ηλθεν ο Κυριος και σταθεις εκαλεσε καθως το προτερον, Σαμουηλ, Σαμουηλ. Τοτε ο Σαμουηλ απεκριθη, Λαλησον, διοτι ο δουλος σου ακουει. | 10 Ekkor eljött az Úr, odaállt és szólította, ahogy előbb is szólította: »Sámuel, Sámuel!« Sámuel erre azt felelte: »Szólj, Uram, mert hallja a te szolgád!« |
11 Και ειπεν ο Κυριος προς τον Σαμουηλ, Ιδου, εγω θελω καμει εις τον Ισραηλ πραγμα, ωστε παντος ακουοντος αυτο θελουσιν ηχησει αμφοτερα τα ωτα? | 11 Azt mondta ekkor az Úr Sámuelnek: »Íme, olyan dolgot művelek Izraelben, hogy annak, aki meghallja, belecsendül mindkét füle. |
12 εν εκεινη τη ημερα θελω εκτελεσει εναντιον του Ηλει παντα οσα ελαλησα περι του οικου αυτου? θελω αρχισει και θελω επιτελεσει, | 12 Azon a napon végrehajtom Hélin mindazt, amit a háza felől mondtam: megkezdem és véghezviszem. |
13 διοτι ανηγγειλα προς αυτον, οτι εγω θελω κρινει τον οικον αυτου εως αιωνος δια την ανομιαν? επειδη γνωρισας οτι οι υιοι αυτου εφερον καταραν εφ' εαυτους, δεν συνεστειλεν αυτους? | 13 Megmondtam ugyanis neki, hogy elítélem házát mindörökre a gonoszság miatt, mert tudta, hogy méltatlanul cselekszenek fiai, s mégsem rótta meg őket. |
14 και δια τουτο ωμοσα εναντιον του οικου του Ηλει, οτι η ανομια των υιων του Ηλει δεν θελει καθαρισθη εις τον αιωνα δια θυσιας ουδε δια προσφορας. | 14 Éppen azért íme, megesküszöm Héli házának, hogy nem törli el soha háza gonoszságát sem véresáldozat, sem ételáldozat!« |
15 Και εκοιμηθη ο Σαμουηλ εως πρωιας? επειτα ηνοιξε τας θυρας του οικου του Κυριου. Και εφοβειτο ο Σαμουηλ να αναγγειλη την ορασιν προς τον Ηλει. | 15 Sámuel aztán reggelig aludt, akkor kinyitotta az Úr házának kapuit, de a látomást nem merte elmondani Sámuel Hélinek. |
16 Εκαλεσε δε ο Ηλει τον Σαμουηλ και ειπε, Σαμουηλ, τεκνον μου. Ο δε απεκριθη, Ιδου, εγω. | 16 Szólította azért Héli Sámuelt és azt mondta neki: »Sámuel fiam!« Ő felelt, s így szólt: »Itt vagyok!« |
17 Και ειπε, Ποιος ειναι ο λογος, ο λαληθεις προς σε; μη κρυψης αυτον, παρακαλω, απ' εμου? ουτω να καμη εις σε ο Θεος και ουτω να προσθεση, εαν κρυψης απ' εμου τινα εκ παντων των λογων των λαληθεντων προς σε. | 17 Erre megkérdezte tőle: »Mi az a szózat, amelyet az Úr hozzád intézett? Kérlek, ne titkold előttem. Büntessen téged az Isten most és mindenkor, ha bármit is eltitkolsz előlem mindabból, amit mondott neked!« |
18 Και ανηγγειλε προς αυτον ο Σαμουηλ παντας τους λογους, και δεν εκρυψεν απ' αυτου ουδενα. Και ειπεν ο Ηλει, Αυτος ειναι Κυριος? ας καμη το αρεστον εις τους οφθαλμους αυτου. | 18 Elmondta erre neki Sámuel az egész dolgot, s nem titkolt el előle semmit sem. Ő azt felelte rá: »Ő az Úr, tegye azt, amit jónak lát szeme.« |
19 Και εμεγαλονεν ο Σαμουηλ? και ο Κυριος ητο μετ' αυτου και δεν αφινε να πιπτη ουδεις εκ των λογων αυτου εις την γην. | 19 Sámuel aztán felnövekedett, s az Úr vele volt, és ezekből a szavakból egy sem esett a földre. |
20 Και πας ο Ισραηλ, απο Δαν εως Βηρ-σαβεε, εγνωρισεν οτι ο Σαμουηλ ητο διωρισμενος εις το να ηναι προφητης του Κυριου. | 20 Meg is tudta egész Izrael, Dántól Beersebáig, hogy Sámuel az Úr meghitt prófétája. |
21 Και εξηκολουθησεν ο Κυριος να φανερονηται εν Σηλω? διοτι απεκαλυπτετο ο Κυριος προς τον Σαμουηλ εν Σηλω δια του λογου του Κυριου. | 21 Az Úr aztán többször is megjelent Silóban, mert Silóban nyilatkoztatta ki magát az Úr Sámuelnek az Úr szava által. Sámuel beszéde pedig eljutott egész Izraelhez. |