Scrutatio

Domenica, 26 maggio 2024 - San Filippo Neri ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α´ - 1 Samuele - Kings I 28


font
GREEK BIBLEBIBBIA VOLGARE
1 Κατ' εκεινας δε τας ημερας συνηθροισαν οι Φιλισταιοι τα στρατευματα αυτων προς εκστρατειαν, δια να πολεμησωσι μετα του Ισραηλ. Και ειπεν ο Αγχους προς τον Δαβιδ, Εξευρε μετα βεβαιοτητος οτι θελεις εξελθει μετ' εμου εις τον πολεμον, συ και οι ανδρες σου.1 In quei dì intervenne che i Filistei raunarono la loro gente, per apparecchiarsi a battaglia contro ad Israel; e Achis disse a David: io so ora, che tu e i tuoi uomini uscirete meco a campo.
2 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Αγχους, Θελεις βεβαιως γνωρισει τι θελει καμει ο δουλος σου. Και ειπεν ο Αγχους προς τον Δαβιδ, Δια τουτο θελω σε καμει αρχισωματοφυλακα μου διαπαντος.2 E David disse ad Achis: questo, che il tuo servo dee fare, saprai ora. E Achis disse a David: io ti farò guardiano del capo mio per tutto il tempo.
3 Απεθανε δε ο Σαμουηλ, και πας ο Ισραηλ εθρηνησεν αυτον και ενεταφιασεν αυτον εν Ραμα τη πολει αυτου. Και εξεβαλεν ο Σαουλ εκ του τοπου τους εχοντας πνευμα μαντειας και τους μαγους.3 E Samuel (tra questo) morio; e tutto Israel il pianse, e seppelliron lo nella sua città di Ramata. E Saul levò di sopra la terra tutti i magi e indovini (e arioli, e quegli che aveano in ventre spirito indovino, uccise).
4 Συνηθροισθησαν λοιπον οι Φιλισταιοι και ηλθον και εστρατοπεδευσαν εν Σουνημ? και συνηθροισεν ο Σαουλ παντα τον Ισραηλ, και εστρατοπεδευσαν εν Γελβουε.4 E i Filistei si raunarono, e vennero e puosero campo in Sunam. E Saul raunò tutto Israel, e venne in Gelboe.
5 Και οτε ειδεν ο Σαουλ το στρατοπεδον των Φιλισταιων, εφοβηθη, και ετρομαξεν η καρδια αυτου σφοδρα.5 E vidde Saul il campo de' Filistei; e temette, e isbigottì il suo cuore molto.
6 Και ηρωτησεν ο Σαουλ τον Κυριον? αλλ' ο Κυριος δεν απεκριθη προς αυτον ουτε δι' ενυπνιων ουτε δια του Ουριμ ουτε δια προφητων.6 E domandò consiglio a Dio; e non gli respuose, nè per sogni, nè per sacerdoti, nè per profeti.
7 Τοτε ειπεν ο Σαουλ προς τους δουλους αυτου, Ζητησατε μοι γυναικα εχουσαν πνευμα μαντειας, δια να υπαγω προς αυτην και να ερωτησω αυτην. Και οι δουλοι αυτου ειπον προς αυτον, Ιδου, ειναι εν Εν-δωρ γυνη τις εχουσα πνευμα μαντειας.7 E Saul disse a' servi suoi cercate d'una femina, la quale abbia lo spirito indovino, e andaronne a lei, e domandarolla. E i servi suoi dissero a lui in Endor sì è una femina, la quale ha quello spirito.
8 Και μετεσχηματισθη ο Σαουλ και ενεδυθη αλλα ιματια, και υπηγεν αυτος και δυο ανδρες μετ' αυτου και ηλθον προς την γυναικα δια νυκτος? και ειπε, Μαντευσον, παρακαλω, εις εμε δια του πνευματος της μαντειας και αναβιβασον μοι οντινα σοι ειπω.8 E mutato l'abito suo, e vestito d'altre vestimenta, andò egli, e due uomini con esso lui; e vennero la notte a quella femina, e disseli; indovinami nello spirito indovinatore, e suscita chi io dirò.
9 Και ειπεν η γυνη προς αυτον, Ιδου, συ εξευρεις οσα εκαμεν ο Σαουλ, τινι τροπω εξωλοθρευσε τους εχοντας πνευμα μαντειας και τους μαγους εκ του τοπου? δια τι λοιπον συ παγιδευεις την ζωην μου, δια να με θανατωσωσι;9 E quella femina disse: tu sai quanto abbia fatto Saul, e come egli ha raso di sopra la terra i magi e gl' indovini: come dunque me inganni, per farmi uccidere?
10 Και ωμοσε προς αυτην ο Σαουλ εις τον Κυριον, λεγων, Ζη Κυριος, δεν θελει σε συμβη ουδεν κακον δια τουτο.10 E Saul gli giurò per Dio, e disse: vive il Signore, che per questa cosa tu non avrai nullá di male.
11 Τοτε ειπεν η γυνη, Τινα να σοι αναβιβασω; Και ειπε, τον Σαμουηλ αναβιβασον μοι.11 E la femina disse: chi ti susciterò? E' disse: sùscitami Samuel.
12 Και οτε ειδεν γυνη τον Σαμουηλ, εβοησε μετα φωνης μεγαλης? και ειπεν η γυνη προς τον Σαουλ, λεγουσα, Δια τι με ηπατησας; και συ εισαι ο Σαουλ.12 E veggendo la femina Samuel, sì gridò con grande voce, e disse: Saul, perchè imponesti questo? Tu se' Saul.
13 Και ειπε προς αυτην ο βασιλευς, Μη φοβου? τι ειδες λοιπον; Και ειπεν η γυνη προς τον Σαουλ, Θεους ειδον αναβαινοντας εκ της γης.13 E il re disse: non temere; chi hai tu veduto? Ed ella disse a Saul: io ho veduto gli dii, ascendenti della terra.
14 Και ειπε προς αυτην, Τις ειναι η μορφη αυτου; Η δε ειπε, Γερων τις αναβαινει και ειναι περιτετυλιγμενος με επενδυμα. Και εγνωρισεν ο Σαουλ οτι ητο ο Σαμουηλ, και εκυψε κατα προσωπον εις την γην και προσεκυνησε.14 Ed egli disse: che forma ha egli? Ed ella disse: è uno uomo antico, vestito d' uno mantello. E conobbe Saul, ch' era Samuel; e inchinossi sopra il suo viso in terra, e adorò.
15 Και ειπεν ο Σαμουηλ προς τον Σαουλ, Δια τι με παρηνωχλησας, ωστε να με καμης να αναβω; Και απεκριθη ο Σαουλ, Ευρισκομαι εν μεγαλη αμηχανια? διοτι οι Φιλισταιοι πολεμουσιν εναντιον μου, και ο Θεος απεμακρυνθη απ' εμου και δεν μοι αποκρινεται πλεον ουτε δια προφητων ουτε δι' ενυπνιων? δια τουτο σε εκαλεσα δια να φανερωσης εις εμε τι να καμω.15 E Samuel disse a Saul: perchè m' hai tu inquietato, e fattomi suscitare? E Saul disse: perchè io sono troppo stretto, però che i Filistei combattono contro a me, e Iddio si è partito da me, e non m' ha voluto esaudire nè per profeti nè per sogni; ond' io t'hoe chiamato, acciò che tu mi dichi che debbo fare.
16 Τοτε ειπεν ο Σαμουηλ, Δια τι λοιπον ερωτας εμε, αφου ο Κυριος απεμακρυνθη απο σου και εγεινεν εχθρος σου;16 E Samuel disse: perchè domandi tu me, conciosia cosa che Iddio sia partito da te, e sia andato dal tuo avversario?
17 ο Κυριος βεβαιως εκαμεν εις εαυτον ως ελαλησε δι' εμου? διοτι εξεσχισεν ο Κυριος την βασιλειαν εκ της χειρος σου και εδωκεν αυτην εις τον πλησιον σου, τον Δαβιδ?17 Iddio farà a te, sì come egli disse per me; tolleratti il regno, e dividerallo dalle tue mani, e darallo al tuo prossimo David;
18 επειδη δεν υπηκουσας εις την φωνην του Κυριου, ουδε εξετελεσας τον μεγαν θυμον αυτου κατα του Αμαληκ, δια τουτο ο Κυριος εκαμεν εις σε το πραγμα τουτο την ημεραν ταυτην?18 perchè tu non obbedisti alla sua voce, e non compiesti la sua ira in Amalec; e imperciò Iddio t' ha fatto oggi quello che sostieni.
19 και θελει παραδωσει ο Κυριος και τον Ισραηλ μετα σου εις την χειρα των Φιλισταιων? και αυριον συ και οι υιοι σου θελετε εισθαι μετ' εμου? και το στρατοπεδον του Ισραηλ θελει παραδωσει ο Κυριος εις την χειρα των Φιλισταιων.19 E darà Iddio anco Israel con esso teco nelle mani de' Filistei; e domani sarai meco tu con i tuoi figliuoli; e anco il campo [d'Israel] darà Iddio nelle mani de' Filistei.
20 Τοτε επεσεν ο Σαουλ ευθυς ολος εξηπλωμενος κατα γης? διοτι κατετρομαξεν εκ των λογων του Σαμουηλ? και δυναμις δεν ητο εν αυτω, επειδη δεν ειχε φαγει αρτον ολην την ημεραν και ολην την νυκτα.20 E Saul incontanente cadde disteso in terra; però ch' era isbigottito delle parole di Samuel, e fortezza non era rimasa in lui; però che non avea mangiato pane, tutto quello dì.
21 Και ηλθεν η γυνη προς τον Σαουλ και ειδεν οτι ητο σφοδρα τεταραγμενος, και ειπε προς αυτον, Ιδου, η δουλη σου υπηκουσεν εις την φωνην σου, και εβαλον την ζωην μου εις την χειρα μου και υπεταχθην εις τους λογους σου, τους οποιους ελαλησας προς εμε?21 E quella femina entrò a Saul; ed era turbato molto; e disse a lui: ecco che la tua serva hae ubbidito alla voce tua; ho posta l'anima mia nelle tue mani, e auditti quelle parole tue che tu m' hae dette.
22 τωρα λοιπον, ακουσον και συ, παρακαλω, την φωνην της δουλης σου, και ας βαλω ολιγον αρτον εμπροσθεν σου? και φαγε, δια να λαβης δυναμιν, επειδη υπαγεις εις οδοιποριαν.22 Ora intendi tu la voce della tua serva, che io ponga del pane nel tuo cospetto, e che tu mangi e confòrtiti, acciò che tu possi camminare.
23 Πλην δεν ηθελε, λεγων, Δεν θελω φαγει? οι δουλοι ομως αυτου μετα της γυναικος εβιαζον αυτον, και εισηκουσεν εις την φωνην αυτων? και σηκωθεις απο της γης, εκαθησεν επι της κλινης.23 Il quale refiutò, e disse: non mangerò. E costrinserlo i servi e la femina; e alla fine, alla loro preghiera, si levò di terra e sedeo sopra uno letto.
24 ειχε δε η γυνη παχυ δαμαλιον εν τη οικια? και εσπευσε και εσφαξεν αυτο? και λαβουσα αλευρον, εζυμωσε και εψησεν αζυμα εξ αυτου.24 E quella femina avea in casa uno vitello di pascolo; e in fretta l' ebbe morto; e tolse la farina, e intinse pane azimo, e cosselo.
25 Και εφερεν εμπροσθεν του Σαουλ και εμπροσθεν των δουλων αυτου? και εφαγον. Και εσηκωθησαν και ανεχωρησαν την νυκτα εκεινην.25 E puoselo dinanzi a Saul e a' servi suoi. Li quali, mangiato ch' ebbero, si levarono, e andarono tutta quella notte.