Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α´ - 1 Samuele - Kings I 26


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Ηλθον δε οι Ζιφαιοι προς τον Σαουλ εις Γαβαα, λεγοντες, Δεν κρυπτεται ο Δαβιδ εν τω βουνω Εχελα απεναντι Γεσιμων;1 Les gens de Ziph vinrent trouver Saül à Guibéa: “Ne sais-tu pas, lui dirent-ils, que David est caché sur la colline Hakila, à l’est de la Steppe?”
2 Και εσηκωθη ο Σαουλ και κατεβη εις την ερημον Ζιφ, εχων μεθ' εαυτου τρεις χιλιαδας ανδρων εκλεκτων εκ του Ισραηλ, δια να ζητη τον Δαβιδ εν τη ερημω Ζιφ.2 Saül descendit aussitôt au désert de Ziph avec 3 000 hommes d’élite d’Israël; il alla à la recherche de David dans le désert de Ziph.
3 Και εστρατοπεδευσεν ο Σαουλ επι του βουνου Εχελα, του απεναντι Γεσιμων, πλησιον της οδου. Ο δε Δαβιδ εκαθητο εν τη ερημω και ειδεν οτι ο Σαουλ ηρχετο κατοπιν αυτου εις την ερημον.3 Alors que Saül campait sur la colline de Hakila, qui est sur le bord du chemin à l’est de la Steppe, David, qui séjournait au désert, fut averti que Saül venait le rejoindre dans son désert.
4 Οθεν απεστειλεν ο Δαβιδ κατασκοπους και εμαθεν οτι ο Σαουλ ηλθε τωοντι.4 Il envoya des espions et il sut que Saül arrivait.
5 Και σηκωθεις ο Δαβιδ ηλθεν εις τον τοπον οπου ο Σαουλ ειχε στρατοπεδευσει? και παρετηρησεν ο Δαβιδ τον τοπον οπου εκοιματο ο Σαουλ, και Αβενηρ ο υιος του Νηρ, ο αρχιστρατηγος αυτου? εκοιματο δε ο Σαουλ εντος του περιβολου, και ο λαος ητο εστρατοπεδευμενος κυκλω αυτου.5 Alors David vint à l’endroit même où Saül campait. David reconnut l’endroit où étaient couchés Saül et Abner, fils de Ner, le chef de l’armée. Saül était couché au centre et les gens de sa troupe étaient tout autour.
6 Τοτε ελαλησεν ο Δαβιδ και ειπε προς τον Αχιμελεχ τον Χετταιον και προς τον Αβισαι τον υιον της Σερουιας, αδελφον του Ιωαβ, λεγων, Τις θελει καταβη μετ' εμου προς τον Σαουλ εις το στρατοπεδον; Και ειπεν ο Αβισαι, Εγω θελω καταβη μετα σου.6 David demanda à Ahimélek le Hittite et à Abisaï fils de Sérouya, frère de Joab: “Qui ira avec moi jusqu’à Saül au milieu de son camp?” Abisaï répondit: “J’irai avec toi.”
7 Ηλθον λοιπον ο Δαβιδ και ο Αβισαι δια νυκτος προς τον λαον? και ιδου, ο Σαουλ εκειτο κοιμωμενος εντος του περιβολου, και το δορυ αυτου εμπεπηγμενον εις την γην προς την κεφαλην αυτου? ο δε Αβενηρ και ο λαος εκοιμωντο κυκλω αυτου.7 David et Abisaï arrivèrent donc de nuit jusqu’à la troupe. Saül dormait au milieu du camp et sa lance était plantée en terre à côté de lui, et tous ses hommes dormaient autour de lui.
8 Τοτε ειπεν ο Αβισαι προς τον Δαβιδ, Ο Θεος απεκλεισε σημερον εις την χειρα σου τον εχθρον σου? τωρα λοιπον ας παταξω αυτον δια του δορατος εως της γης δια μιας? και δεν θελω δευτερωσει επ' αυτον.8 Abisaï dit alors à David: “Aujourd’hui Dieu a livré ton ennemi entre tes mains. Laisse-moi le clouer à terre avec sa lance, je n’aurai pas besoin de m’y reprendre à deux fois.”
9 Αλλ' ο Δαβιδ ειπε προς τον Αβισαι, Μη θανατωσης αυτον? διοτι τις επιβαλων την χειρα αυτου επι τον κεχρισμενον του Κυριου θελει εισθαι αθωος;9 Mais David répondit à Abisaï: “Ne le tue pas! Peux-tu porter la main sur celui que Yahvé a consacré, et rester impuni?”
10 Ειπε μαλιστα ο Δαβιδ, Ζη Κυριος, ο Κυριος θελει παταξει αυτον? η η ημερα αυτου θελει ελθει, και θελει αποθανει? θελει καταβη εις πολεμον και θανατωθη?10 David dit encore: “Aussi vrai que Yahvé est vivant, c’est Yahvé lui-même qui le frappera; ou bien il mourra parce que ce sera son jour, ou bien il ira au combat et il y restera.
11 μη γενοιτο εις εμε παρα Κυριου, να επιβαλω την χειρα μου επι τον κεχρισμενον του Κυριου? λαβε ομως τωρα, παρακαλω, το δορυ το προς την κεφαλην αυτου και το αγγειον του υδατος, και ας αναχωρησωμεν.11 Mais je ne porterai pas la main sur celui que Yahvé a consacré. Prends seulement la lance qui est à côté de lui et la cruche d’eau, et allons-nous en.”
12 Ελαβε λοιπον ο Δαβιδ το δορυ και το αγγειον του υδατος απο πλησιον της κεφαλης του Σαουλ? και ανεχωρησαν, και ουδεις ειδε και ουδεις ενοησε και ουδεις εξυπνησε? διοτι παντες εκοιμωντο, επειδη βαθυς υπνος παρα Κυριου επεσεν επ' αυτους.12 David prit la lance et la cruche qui étaient à côté de Saül et ils partirent. Personne ne le vit, personne ne sut, personne ne bougea; tous dormaient, et Yahvé avait envoyé sur eux un sommeil de plomb.
13 Τοτε διεβη ο Δαβιδ εις το περαν και εσταθη επι της κορυφης του ορους μακροθεν? ητο δε πολυ αποστασις μεταξυ αυτων.13 David passa de l’autre côté et il se tint à distance sur le sommet de la montagne; un grand espace les séparait.
14 Και εβοησεν ο Δαβιδ προς τον λαον και προς τον Αβενηρ τον υιον του Νηρ, λεγων, Δεν αποκρινεσαι, Αβενηρ; Και απεκριθη ο Αβενηρ και ειπε, Τις εισαι συ, οστις βοας προς τον βασιλεα;14 David appela alors les hommes de troupe et Abner, fils de Ner: “Ne répondras-tu pas, Abner?” Abner répondit: “Qu’as-tu à m’appeler?”
15 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Αβενηρ, Δεν εισαι ανηρ συ; και τις ομοιος σου μεταξυ του Ισραηλ; δια τι λοιπον δεν φυλαττεις τον κυριον σου τον βασιλεα; διοτι εισηλθε τις εκ του λαου δια να θανατωση τον βασιλεα τον κυριον σου?15 David dit à Abner: “N’es-tu pas un homme, et qui n’a pas son pareil en Israël? Pourquoi donc as-tu gardé si mal le roi, ton seigneur? Quelqu’un est entré et il voulait tuer le roi, ton seigneur.
16 δεν ειναι καλον το πραγμα τουτο, το οποιον επραξας? ζη Κυριος, σεις εισθε αξιοι θανατου, επειδη δε εφυλαξατε τον κυριον σας, τον κεχρισμενον του Κυριου. Και τωρα, ιδετε που ειναι το δορυ του βασιλεως και το αγγειον του υδατος? το προς την κεφαλην αυτου.16 Tu as bien mal agi; aussi vrai que Yahvé est vivant, vous méritez la mort pour n’avoir pas gardé votre maître, celui que Yahvé a consacré. Regarde donc où sont la lance et la cruche d’eau qui étaient à côté du roi?”
17 Και εγνωρισεν ο Σαουλ την φωνην του Δαβιδ και ειπεν, Η φωνη σου ειναι, τεκνον μου Δαβιδ; Και ο Δαβιδ ειπεν, Η φωνη μου, κυριε μου βασιλευ.17 Saül reconnut la voix de David et dit: “Est-ce ta voix, mon fils David!” David répondit: “Oui, c’est moi, mon seigneur le roi!”
18 Και ειπε, Δια τι ο κυριος μου καταδιωκει ουτως οπισω του δουλου αυτου; διοτι τι επραξα; η τι κακον ειναι εν τη χειρι μου;18 Il ajouta: “Pourquoi mon seigneur se lance-t-il à la poursuite de son serviteur? Qu’ai-je fait? Quel crime ai-je commis?
19 τωρα λοιπον ας ακουση, παρακαλω, ο κυριος μου ο βασιλευς τους λογους του δουλου αυτου? εαν ο Κυριος σε διηγειρεν εναντιον μου, ας δεχθη θυσιαν? αλλ' εαν υιοι ανθρωπων, ουτοι ας ηναι επικαταρατοι ενωπιον του Κυριου? διοτι με εξεβαλον την σημερον απο του να κατοικω εν τη κληρονομια του Κυριου, λεγοντες, Υπαγε, λατρευε αλλους Θεους?19 Que mon seigneur veuille bien écouter les paroles de son serviteur. Si c’est Yahvé qui t’a excité contre moi, je lui présenterai une offrande pour l’apaiser. Mais si ce sont des hommes, que Yahvé les maudisse, car aujourd’hui ils m’ont chassé de l’héritage de Yahvé, comme s’ils disaient: Va et sers d’autres dieux!
20 τωρα λοιπον, ας μη πεση το αιμα μου εις την γην ενωπιον του Κυριου? διοτι εξηλθεν ο βασιλευς του Ισραηλ να ζητηση ενα ψυλλον, ως οταν καταδιωκη τις περδικα εις τα ορη.20 Et le roi d’Israël est parti aujourd’hui en expédition pour chasser un homme comme s’il poursuivait une perdrix dans la montagne. Que mon sang ne tombe pas sur une terre étrangère, loin de Yahvé!”
21 Και ειπεν ο Σαουλ, Ημαρτησα? επιστρεψον, τεκνον μου Δαβιδ? διοτι δεν θελω σε κακοποιησει πλεον, επειδη η ψυχη μου εσταθη σημερον πολυτιμος εις τους οφθαλμους σου? ιδου, επραξα αφρονως και επλανηθην σφοδρα.21 Saül lui répondit: “J’ai péché! Reviens, mon fils David, je ne te ferai plus de mal. Aujourd’hui tu as respecté ma vie, et moi, je me suis conduit comme un insensé, j’ai commis un grand péché!”
22 Και απεκριθη ο Δαβιδ και ειπεν, Ιδου, το δορυ του βασιλεως? και ας καταβη εις εκ των νεων και ας λαβη αυτο.22 David lui dit: “Voici ta lance, mon seigneur, que l’un des jeunes gens vienne la chercher.
23 ο δε Κυριος ας αποδωση εις εκαστον κατα την δικαιοσυνην αυτου και κατα την πιστιν αυτου? διοτι σε παρεδωκεν ο Κυριος σημερον εις την χειρα μου, πλην εγω δεν ηθελησα να επιβαλω την χειρα μου επι τον κεχρισμενον του Κυριου.23 Yahvé rendra à chacun selon sa justice et sa fidélité. Aujourd’hui Yahvé t’avait livré entre mes mains et je n’ai pas voulu porter la main sur celui que Yahvé a consacré.
24 ιδου λοιπον, καθως η ζωη σου εσταθη σημερον πολυτιμος εις τους οφθαλμους μου, ουτως η ζωη μου ας σταθη πολυτιμος εις τους οφθαλμους του Κυριου, και ας με ελευθερωση εκ πασων των θλιψεων.24 Puisque aujourd’hui j’ai eu pour ta vie un très grand respect, Yahvé aura pour la mienne un très grand respect et il me délivrera de tout péril.”
25 Τοτε ειπεν ο Σαουλ προς τον Δαβιδ, Ευλογημενος να ησαι, τεκνον μου Δαβιδ? βεβαιως θελεις κατορθωσει μεγαλα και θελεις βεβαιως υπερισχυσει. Και ο μεν Δαβιδ απηλθεν εις την οδον αυτου, ο δε Σαουλ επεστρεψεν εις τον τοπον αυτου.25 Saül dit à David: “Mon fils, sois béni. Tu réussiras certainement dans tout ce que tu feras.” Après cela David continua son chemin et Saül rentra chez lui.