Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α´ - 1 Samuele - Kings I 23


font
GREEK BIBLEBIBBIA CEI 2008
1 Απηγγειλαν δε προς τον Δαβιδ, λεγοντες, Ιδου, οι Φιλισταιοι πολεμουσιν εν Κεειλα και διαρπαζουσι τα αλωνια.1 Riferirono a Davide: «Ecco, i Filistei stanno attaccando Keila e saccheggiano le aie».
2 Και ηρωτησεν ο Δαβιδ τον Κυριον, λεγων, Να υπαγω και να παταξω τους Φιλισταιους τουτους; Και ειπεν ο Κυριος προς τον Δαβιδ, Υπαγε και παταξον τους Φιλισταιους και σωσον την Κεειλα.2 Davide consultò il Signore chiedendo: «Devo andare? Riuscirò a sconfiggere questi Filistei?». Rispose il Signore: «Va’, perché sconfiggerai i Filistei e salverai Keila».
3 Και ειπον οι ανδρες του Δαβιδ προς αυτον, Ιδου, ημεις ενταυθα εν τη Ιουδαια φοβουμεθα? ποσω δε μαλλον, εαν υπαγωμεν εις Κεειλα εναντιον των στρατευματων των Φιλισταιων;3 Ma gli uomini di Davide gli dissero: «Ecco, noi abbiamo già da temere qui in Giuda, tanto più se andremo a Keila contro le schiere dei Filistei».
4 Και ηρωτησε παλιν ο Δαβιδ εκ δευτερου τον Κυριον. Και απεκριθη προς αυτον ο Κυριος και ειπε, Σηκωθητι, καταβα εις Κεειλα? διοτι θελω παραδωσει τους Φιλισταιους εις την χειρα σου.4 Davide consultò di nuovo il Signore e il Signore gli rispose: «Muoviti e scendi a Keila, perché io metterò i Filistei nelle tue mani».
5 Τοτε ηλθεν ο Δαβιδ και οι ανδρες αυτου εις Κεειλα, και επολεμησε προς τους Φιλισταιους και ελαβε τα κτηνη αυτων και επαταξεν αυτους εν σφαγη μεγαλη. Και εσωσεν ο Δαβιδ τους κατοικους της Κεειλα.5 Davide con i suoi uomini scese a Keila, combatté con i Filistei, portò via il loro bestiame e inflisse loro una grande sconfitta. Così Davide salvò gli abitanti di Keila.
6 Οτε δε Αβιαθαρ ο υιος του Αχιμελεχ εφυγε προς τον Δαβιδ εις Κεειλα, αυτος ειχε καταβη με εφοδ εν τη χειρι αυτου.6 Poiché Ebiatàr, figlio di Achimèlec, si era rifugiato presso Davide, anche l’efod nelle sue mani era sceso a Keila.
7 Και απηγγελθη προς τον Σαουλ οτι ηλθεν ο Δαβιδ εις Κεειλα. Και ειπεν ο Σαουλ, Ο Θεος παρεδωκεν αυτον εις την χειρα μου? διοτι απεκλεισθη, εισελθων εις πολιν εχουσαν πυλας και μοχλους.7 Fu riferito a Saul che Davide era giunto a Keila e Saul disse: «Dio l’ha gettato nelle mie mani, poiché si è rinchiuso da sé venendo in una città con porte e sbarre».
8 Και συνεκαλεσεν ο Σαουλ παντα τον λαον εις πολεμον, δια να καταβη εις Κεειλα, να πολιορκηση τον Δαβιδ και τους ανδρας αυτου.8 Saul chiamò tutto il popolo alle armi per scendere a Keila e assediare Davide e i suoi uomini.
9 Και εμαθεν ο Δαβιδ οτι ο Σαουλ εμηχανευετο κακον εναντιον αυτου? και ειπε προς τον Αβιαθαρ τον ιερεα, Φερε ενταυθα το εφοδ.9 Quando Davide seppe che Saul veniva contro di lui macchinando il male, disse al sacerdote Ebiatàr: «Porta qui l’efod».
10 Και ειπεν ο Δαβιδ, Κυριε Θεε του Ισραηλ, μετα βεβαιοτητος ηκουσεν ο δουλος σου οτι ο Σαουλ ζητει να ελθη εις Κεειλα, δια να εξολοθρευση την πολιν εξ αιτιας μου?10 Davide disse: «Signore, Dio d’Israele, il tuo servo ha sentito dire che Saul cerca di venire a Keila per distruggere la città per causa mia.
11 θελουσι με παραδωσει εις αυτον οι ανδρες της Κεειλα; θελει καταβη ο Σαουλ, καθως ηκουσεν ο δουλος σου; Κυριε Θεε του Ισραηλ, φανερωσον, δεομαι, προς τον δουλον σου. Και ειπεν ο Κυριος, Θελει καταβη.11 Mi metteranno nelle sue mani i signori di Keila? Scenderà Saul, come ha saputo il tuo servo? Signore, Dio d’Israele, fallo sapere al tuo servo». Il Signore rispose: «Scenderà».
12 Ειπε παλιν ο Δαβιδ, Θελουσι παραδωσει οι ανδρες της Κεειλα εμε και τους ανδρας μου εις την χειρα του Σαουλ; Και ειπεν ο Κυριος, Θελουσι παραδωσει.12 Davide disse: «I signori di Keila mi consegneranno nelle mani di Saul con i miei uomini?». Il Signore rispose: «Ti consegneranno».
13 Τοτε ο Δαβιδ και οι ανδρες αυτου, εως εξακοσιοι, εσηκωθησαν και εξηλθον απο Κεειλα και υπηγον οπου ηδυναντο. Και απηγγελθη προς τον Σαουλ, οτι διεσωθη ο Δαβιδ απο Κεειλα? οθεν απεσχε του να εξελθη.13 Davide si alzò e uscì da Keila con i suoi uomini, circa seicento, vagando senza mèta. Fu riferito a Saul che Davide si era messo in salvo fuggendo da Keila, ed egli rinunciò all’azione.
14 Ο δε Δαβιδ εκαθησεν εν τη ερημω, εν τοποις οχυροις, και εμενεν επι τινος ορους εν τη ερημω Ζιφ. Και αυτον εζητει ο Σαουλ πασας τας ημερας? ο Θεος ομως δεν παρεδωκεν αυτον εις την χειρα αυτου.14 Davide andò a dimorare nel deserto in luoghi impervi, in zona montuosa, nel deserto di Zif, e Saul lo cercava continuamente; ma Dio non lo mise mai nelle sue mani.
15 Και ειδεν ο Δαβιδ οτι εξηλθεν ο Σαουλ δια να ζητη την ζωην αυτου και ητο ο Δαβιδ εν τη ερημω Ζιφ, εντος του δασους.15 Davide vide che Saul era uscito per attentare alla sua vita. Davide stava nel deserto di Zif, a Corsa.
16 Τοτε εσηκωθη Ιωναθαν, ο υιος του Σαουλ, και υπηγε προς τον Δαβιδ εις το δασος, και ενισχυσε την χειρα αυτου εν τω Θεω.16 Allora Giònata, figlio di Saul, si alzò e andò da Davide a Corsa e ne rinvigorì il coraggio in nome di Dio.
17 Και ειπε προς αυτον, Μη φοβου? διοτι δεν θελει σε ευρει η χειρ Σαουλ του πατρος μου? και συ θελεις βασιλευσει επι τον Ισραηλ, και εγω θελω εισθαι δευτερος σου? μαλιστα και Σαουλ ο πατηρ μου εξευρει τουτο.17 Gli disse: «Non temere: la mano di Saul, mio padre, non potrà raggiungerti e tu regnerai su Israele mentre io sarò a te secondo. Anche Saul, mio padre, lo sa bene».
18 Και εκαμον αμφοτεροι συνθηκην ενωπιον του Κυριου? και εκαθητο ο Δαβιδ εντος του δασους, ο δε Ιωναθαν ανεχωρησεν εις τον οικον αυτου.18 Essi strinsero un patto davanti al Signore. Davide rimase a Corsa e Gionata tornò a casa.
19 Ανεβησαν δε οι Ζιφαιοι προς τον Σαουλ εις Γαβαα, λεγοντες, Δεν ειναι κεκρυμμενος ο Δαβιδ εις ημας εν οχυρωμασι εντος του δασους, επι του βουνου Εχελα, του προς τα δεξια Γεσιμων;19 Ma alcuni di Zif vennero a Gàbaa da Saul per dirgli: «Non sai che Davide è nascosto presso di noi, nei luoghi impervi di Corsa sulla collina di Achilà, a meridione della steppa?
20 τωρα λοιπον, βασιλευ, καταβα, καθ' ολην την επιθυμιαν της ψυχης σου εις το να καταβης? και ημων εργον θελει εισθαι να παραδωσωμεν αυτον εις την χειρα του βασιλεως.20 Ora, dato che il tuo animo desidera scendere, o re, scendi. A noi metterlo nelle mani del re!».
21 Και ειπεν ο Σαουλ, Ευλογημενοι σεις παρα Κυριου, διοτι ελαβετε συμπαθειαν προς εμε?21 Rispose Saul: «Benedetti voi dal Signore, perché avete avuto compassione di me.
22 υπαγετε λοιπον, βεβαιωθητε ακριβεστερα και μαθετε και ιδετε τον τοπον αυτου, που κρυπτεται, τις ειδεν αυτον εκει? διοτι μοι ειπον οτι μηχανευεται πανουργιας?22 Andate dunque, accertatevi ancora, e cercate di conoscere il luogo dove muove i suoi passi e chi lo ha visto là, perché mi hanno detto che egli è molto astuto.
23 ιδετε λοιπον και μαθετε εν τινι εκ παντων των αποκρυφων τοπων ειναι κεκρυμμενος, και επιστρεψατε προς εμε αφου βεβαιωθητε? και θελω υπαγει με σας? και εαν ηναι εν τη γη ταυτη, βεβαιως θελω εξιχνιασει αυτον μεταξυ πασων των χιλιαδων του Ιουδα.23 Cercate di conoscere tutti i nascondigli nei quali si rifugia, e tornate a me con la conferma. Allora verrò con voi e, se sarà nella zona, lo ricercherò in tutti i villaggi di Giuda».
24 Και εσηκωθησαν και υπηγον εις Ζιφ προ του Σαουλ? ο Δαβιδ ομως και οι ανδρες αυτου ησαν εν τη ερημω Μαων, εν τη πεδιαδι κατα τα δεξια του Γεσιμων.24 Si alzarono e tornarono a Zif precedendo Saul. Davide e i suoi uomini erano nel deserto di Maon, nell’Araba a meridione della steppa.
25 Υπηγε δε ο Σαουλ και οι ανδρες αυτου να ζητησωσιν αυτον. Και απηγγελθη τουτο προς τον Δαβιδ? οθεν κατεβη εις την πετραν και εκαθητο εν τη ερημω Μαων. Και ακουσας ο Σαουλ, ετρεξε κατοπιν του Δαβιδ εις την ερημον Μαων.25 Saul andò con i suoi uomini per cercarlo. Ma la cosa fu riferita a Davide, il quale scese presso la rupe, rimanendo nel deserto di Maon. Lo seppe Saul e inseguì Davide nel deserto di Maon.
26 Και ο μεν Σαουλ επορευετο κατα τουτο το μερος του ορους, ο δε Δαβιδ και οι ανδρες αυτου κατ' εκεινο το μερος του ορους? και εσπευσεν ο Δαβιδ να φυγη απο προσωπου του Σαουλ? πλην ο Σαουλ και οι ανδρες αυτου περιεκυκλωσαν τον Δαβιδ και τους ανδρας αυτου, δια να συλλαβωσιν αυτους.26 Saul procedeva sul fianco del monte da una parte e Davide e i suoi uomini sul fianco del monte dall’altra parte. Davide correva via precipitosamente per sfuggire a Saul, e Saul e i suoi uomini accerchiavano Davide e i suoi uomini per catturarli.
27 Ηλθε δε μηνυτης προς τον Σαουλ, λεγων, Σπευσον και ελθε, διοτι οι Φιλισταιοι εφωρμησαν εις την γην.27 Ma arrivò un messaggero a dire a Saul: «Vieni via in fretta, perché i Filistei hanno fatto incursione nella regione».
28 Οθεν επεστρεψεν ο Σαουλ απο του να διωκη κατοπιν του Δαβιδ, και υπηγεν εις συναντησιν των Φιλισταιων? δια τουτο ωνομασαν εκεινον τον τοπον, Σελα-αμμαλεκωθ.28 Allora Saul cessò di inseguire Davide e andò contro i Filistei. Per questo chiamarono quel luogo Rupe della Divisione.
29 24-1 24-1 Ανεβη δε ο Δαβιδ εκειθεν και εκαθησεν εν οχυροις τοποις της Εν-γαδδι.