Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Apocalisse - Revelation 18


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Και μετα ταυτα ειδον αγγελον καταβαινοντα εκ του ουρανου, οστις ειχεν εξουσιαν μεγαλην, και η γη εφωτισθη εκ της δοξης αυτου,1 Après cela je vis un autre ange qui descendait du ciel et rayonnait une telle puissance que la terre était illuminée par sa gloire.
2 και εκραξε δυνατα μετα φωνης μεγαλης, λεγων? Επεσεν, επεσε Βαβυλων η μεγαλη, και εγεινε κατοικητηριον δαιμονων και φυλακη παντος πνευματος ακαθαρτου και φυλακη παντος ορνεου ακαθαρτου και μισητου?2 Il cria d’une voix puissante: Elle est tombée! Elle est tombée, Babylone la Grande! Elle est devenue une demeure de démons, un abri pour tout esprit impur, un repaire d’oiseaux impurs et indésirables.
3 διοτι εκ του οινου του θυμου της πορνειας αυτης επιον παντα τα εθνη, και οι βασιλεις της γης επορνευσαν μετ' αυτης και οι εμποροι της γης επλουτησαν εκ της υπερβολης της εντρυφησεως αυτης.3 Toutes les nations s’enivraient de sa luxure effrénée les rois de la terre couchaient avec elle les marchands de la terre se sont enrichis avec elle, tant elle savait dépenser.”
4 Και ηκουσα αλλην φωνην εκ του ουρανου, λεγουσαν? Εξελθετε εξ αυτης ο λαος μου, δια να μη συγκοινωνησητε εις τας αμαρτιας αυτης, και να μη λαβητε εκ των πληγων αυτης?4 Alors j’ai entendu une autre voix venant du ciel qui disait: “Sortez de chez elle, ô mon peuple. Ne vous laissez pas contaminer par ses péchés, car vous auriez part à ses châtiments.
5 διοτι αι αμαρτιαι αυτης εφθασαν εως του ουρανου, και ενεθυμηθη ο Θεος τα αδικηματα αυτης.5 Ses péchés se sont accumulés jusqu’à toucher le ciel, et Dieu s’est souvenu de ses méfaits.
6 Αποδοτε εις αυτην ως και αυτη απεδωκεν εις εσας, και διπλασιασατε εις αυτην διπλασια κατα τα εργα αυτης? με το ποτηριον, με το οποιον εκερασε, διπλασιον κερασατε εις αυτην?6 Payez-la de sa propre monnaie, rendez-lui au double ce qu’elle a fait, préparez-lui double mesure de ce qu’elle faisait boire!
7 οσον εδοξασεν εαυτην και κατετρυφησε, τοσον βασανισμον και πενθος δοτε εις αυτην. Διοτι λεγει εν τη καρδια αυτης, Καθημαι βασιλισσα και χηρα δεν ειμαι και πενθος δεν θελω ιδει,7 Donnez-lui tourments et peines à la mesure de son orgueil et de son luxe. Elle se dit: Je suis là et je suis reine, je ne suis pas veuve et ne connaîtrai pas le deuil.
8 δια τουτο εν μια ημερα θελουσιν ελθει αι πληγαι αυτης, θανατος και πενθος και πεινα, και θελει κατακαυθη εν πυρι? διοτι ισχυρος ειναι Κυριος ο Θεος ο κρινων αυτην.8 Pour cela en un jour ses fléaux tomberont sur elle: la mort, le deuil et la famine, après quoi le feu la réduira en cendres. Car Dieu qui l’a condamnée est un puissant Seigneur.
9 Και θελουσι κλαυσει αυτην και πενθησει δι' αυτην οι βασιλεις της γης, οι πορνευσαντες και κατατρυφησαντες μετ' αυτης, οταν βλεπωσι τον καπνον της πυρπολησεως αυτης,9 Les rois de la terre qui couchaient avec elle, pleureront et se frapperont la poitrine quand ils verront les fumées de son incendie.
10 απο μακροθεν ισταμενοι δια τον φοβον του βασανισμου αυτης, λεγοντες? Ουαι, ουαι, η πολις η μεγαλη, Βαβυλων, η πολις η ισχυρα, διοτι εν μια ωρα ηλθεν η κρισις σου.10 Ils se tiendront à distance effrayés du tourment qui la frappe et diront: “Hélas, hélas pour toi, Grande Ville! Hélas pour toi, Babylone, ville puissante! En l’espace d’une heure ta sentence est venue.”
11 Και οι εμποροι της γης κλαιουσι και πενθουσι δι' αυτην, διοτι ουδεις αγοραζει πλεον τας πραγματειας αυτων,11 Les marchands de la terre pleurent et se lamentent sur elle, car plus personne ne leur achète leur marchandise,
12 πραγματειας χρυσου και αργυρου και λιθων τιμιων και μαργαριτων και βυσσου και πορφυρας και μεταξης και κοκκινου και παν ξυλον αρωματικον και παν σκευος ελεφαντινον και παν σκευος εκ ξυλου πολυτιμου και χαλκου και σιδηρου και μαρμαρου,12 leur cargaison d’or et d’argent, de pierres précieuses et de perles, de lin fin, de soie, et d’étoffes de couleur; leurs bois odorants, leurs objets d’ivoire et de bois précieux; le bronze, le fer et le marbre;
13 και κιναμωμον και θυμιαματα και μυρον και λιβανον και οινον και ελαιον και σεμιδαλιν και σιτον και κτηνη και προβατα και ιππους και αμαξας και ανδραποδα και ψυχας ανθρωπων.13 le cinnamome, l’amome, les parfums, la myrrhe et l’encens; le vin, l’huile, la semoule et les blés; les bestiaux, les moutons, les chevaux, les mulets, les humains - les personnes humaines!
14 Και τα οπωρικα της επιθυμιας της ψυχης σου εφυγον απο σου, και παντα τα παχεα και τα λαμπρα εφυγον απο σου, και πλεον δεν θελεις ευρει αυτα.14 Tout ce qui rassasiait ton désir est maintenant loin de toi; tout ce qui est chic et tout ce qui brille est perdu pour toi et ne reviendra pas.
15 Οι εμποροι τουτων, οι πλουτησαντες απ' αυτης, θελουσι σταθη απο μακροθεν δια τον φοβον του βασανισμου αυτης, κλαιοντες και πενθουντες,15 Ceux qui vendaient toutes ces choses et se faisaient riches chez elle, vont se tenir à distance par peur du tourment qui la frappe. Ils vont pleurer et se lamenter:
16 και λεγοντες? Ουαι, ουαι, η πολις η μεγαλη? η ενδεδυμενη βυσσινον και πορφυρουν και κοκκινον και κεχρυσωμενη με χρυσον και λιθους τιμιους και μαργαριτας,16 “Hélas, hélas pour toi, Grande Ville! Tu t’habillais de lin fin, d’étoffes de couleur, tu te parais de bijoux d’or et d’argent, de pierres précieuses et de perles:
17 διοτι εν μια ωρα ηρημωθη ο τοσουτος πλουτος. Και πας πλοιαρχος και παν το πληθος το επι των πλοιων και ναυται και οσοι εμπορευονται δια της θαλασσης, εσταθησαν απο μακροθεν,17 et l’espace d’une heure, tant de richesse s’est perdue!” Le navigateur, le pilote et le matelot, avec tous ceux qui vivent de la mer sont restés à distance.
18 και εκραζον βλεποντες τον καπνον της πυρπολησεως αυτης, λεγοντες? Ποια πολις εσταθη ομοια με την πολιν την μεγαλην;18 Voyant les fumées de son incendie, ils ont crié: "Y a-t-il eu jamais comme la Grande Ville?”
19 Και εβαλον χωμα επι τας κεφαλας αυτων και εκραζον κλαιοντες και πενθουντες, λεγοντες? Ουαι, ουαι, η πολις η μεγαλη, εν η επλουτησαν εκ της αφθονιας αυτης παντες οι εχοντες πλοια εν τη θαλασση? διοτι εν μια ωρα ηρημωθη.19 Ils se sont jeté de la poussière sur la tête, ils ont pleuré et se sont lamentés: “Hélas! Hélas pour toi, Grande Ville! Tous ceux qui ont des bateaux à la mer se sont faits riches grâce à ton luxe, et l’espace d’une heure, tout est ruiné!”
20 Ευφραινου επ' αυτην, ουρανε, και οι αγιοι αποστολοι και οι προφηται, διοτι εκρινεν ο Θεος την κρισιν σας εναντιον αυτης.20 Que le ciel soit en fête! Réjouissez-vous, saints, apôtres et prophètes, car Dieu a défendu votre cause et elle a payé.
21 Και εσηκωσεν εις αγγελος ισχυρος λιθον, ως μυλοπετραν μεγαλην, και ερριψεν εις την θαλασσαν, λεγων? Ουτω με ορμην θελει ριφθη η Βαβυλων η μεγαλη πολις, και δεν θελει ευρεθη πλεον.21 À ce moment un ange formidable a pris une pierre, une meule énorme, et l’a jetée dans la mer. Il a dit: "Babylone, la Grande Ville, sera précipitée avec la même violence. On ne la reverra pas.
22 Και φωνη κιθαρωδων και μουσικων και αυλητων και σαλπιστων δεν θελει ακουσθη πλεον εν σοι, και πας τεχνιτης πασης τεχνης δεν θελει ευρεθη πλεον εν σοι, και φωνη μυλου δεν θελει ακουσθη πλεον εν σοι,22 On n’entendra plus chez toi le chanteur avec sa guitare, le musicien, l’homme de la flûte ou de la harpe. On ne verra plus chez toi les artisans de tout métier; on n’entendra plus chez toi le bruit de la meule.
23 και φως λυχνου δεν θελει φεγγει πλεον εν σοι, και φωνη νυμφιου και νυμφης δεν θελει ακουσθη πλεον εν σοι? διοτι οι εμποροι σου ησαν οι μεγιστανες της γης, διοτι με την γοητειαν σου επλανηθησαν παντα τα εθνη,23 On ne verra plus de lumières, ni de feu ni de lampe; chez toi ne s’entendra plus le chant du marié et celui de l’épouse. C’est que tes marchands étaient les grands de ce monde et tu égarais tous les peuples avec tes drogues:
24 και εν αυτη ευρεθη αιμα προφητων και αγιων και παντων των εσφαγμενων επι της γης.24 chez elle on a trouvé le sang des prophètes, des saints, de tous ceux qui furent massacrés sur cette terre.”