Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΚΡΙΤΑΙ - Giudici - Judges 19


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Κατ' εκεινας δε τας ημερας βασιλευς δεν ητο εν τω Ισραηλ? και ητο Λευιτης τις παροικων εις τα πλευρα του ορους Εφραιμ, οστις ελαβεν εις εαυτον γυναικα παλλακην εκ Βηθλεεμ Ιουδα.1 En ce temps-là, il n’y avait pas de roi en Israël. Un Lévite qui résidait à l’extrémité de la montagne d’Éphraïm, prit comme concubine une femme de Bethléem en Juda.
2 Και επορνευσεν η παλλακη αυτου παρ' αυτω, και ανεχωρησεν απ' αυτου εις τον οικον του πατρος αυτης εις Βηθλεεμ Ιουδα, και ητο εκει τεσσαρας ολοκληρους μηνας.2 Sa concubine lui fut infidèle et le quitta pour retourner dans la maison de son père, à Bethléem en Juda, où elle resta environ quatre mois.
3 Και εσηκωθη ο ανηρ αυτης και υπηγε κατοπιν αυτης, δια να λαληση ευμενως προς αυτην, ωστε να καμη αυτην να επιστρεψη? ειχε δε μεθ' εαυτου τον δουλον αυτου και δυο ονους? και αυτη εισηγαγεν αυτον εις τον οικον του πατρος αυτης? και οτε ειδεν αυτον ο πατηρ της νεας, εχαρη εις την εντευξιν αυτου.3 Son mari se mit en route pour aller la rejoindre, pour parler à son cœur et la ramener avec lui; il avait avec lui son serviteur et deux ânes. Elle le fit entrer dans la maison de son père et, dès que le père de la jeune femme l’aperçut, il vint tout heureux à sa rencontre.
4 Και εκρατησεν αυτον ο πενθερος αυτου, ο πατηρ της νεας? και εκαθισε μετ' αυτου τρεις ημερας? και εφαγον και επιον και διενυκτερευσαν εκει.4 Son beau-père, père de la jeune femme, le retint et il resta là trois jours avec lui. Ils mangèrent, ils burent et passèrent la nuit en ce lieu.
5 Και την τεταρτην ημεραν, οτε ηγερθησαν το πρωι, εσηκωθη να αναχωρηση? και ειπεν ο πατηρ της νεας προς τον γαμβρον αυτου, Στηριξον την καρδιαν σου με ολιγον αρτον και μετα ταυτα θελετε υπαγει.5 Le quatrième jour, ils se levèrent de bonne heure et le Lévite se prépara pour partir. Mais le père de la jeune femme dit à son gendre: “Prends des forces, mange un morceau de pain; ensuite vous partirez.”
6 Και εκαθισαν και εφαγον και επιον οι δυο ομου? και ειπεν ο πατηρ της νεας προς τον ανδρα, Ευαρεστηθητι, παρακαλω, και διανυκτερευσον, και ας ευφρανθη η καρδια σου.6 Ils s’assirent donc, ils mangèrent et burent tous les deux. Alors le père de la jeune femme dit à son mari: “Passe encore une nuit, prends un peu de bon temps!”
7 Και οτε ο ανθρωπος εσηκωθη να αναχωρηση, ο πενθερος αυτου εβιασεν αυτον? οθεν εμεινε και διενυκτερευσεν εκει.7 L’homme allait se lever pour partir, mais son beau-père insista tellement qu’il revint et passa encore la nuit en cet endroit.
8 Και ηγερθη το πρωι την πεμπτην ημεραν δια να αναχωρηση? και ειπεν ο πατηρ της νεας, Στηριξον, παρακαλω, την καρδιαν σου. Και εμειναν εωσου εκλινεν η ημερα, και συνεφαγον αμφοτεροι.8 Le cinquième jour, quand il se leva de bon matin pour se mettre en route, le père de la jeune femme lui dit: “Reprends donc des forces, attends la tombée du jour.” Ils mangèrent tous les deux.
9 Και οτε ο ανθρωπος εσηκωθη να αναχωρηση, αυτος και η παλλακη αυτου και ο δουλος αυτου, ειπε προς αυτον ο πενθερος αυτου, ο πατηρ της νεας, Ιδου, τωρα η ημερα κλινει προς εσπεραν? διανυκτερευσατε, παρακαλω? ιδου η ημερα υπαγει να τελειωση? διανυκτερευσον ενταυθα, και ας ευφρανθη η καρδια σου? και αυριον σηκονεσθε το πρωι δια την οδοιποριαν σας και υπαγε εις την κατοικιαν σου.9 Comme le mari se levait pour partir avec sa concubine et son serviteur, son beau-père, le père de la jeune femme lui dit: “Regarde! Le jour baisse, le soir ne tardera pas, passez donc ici la nuit. Prends un peu de bon temps; demain vous vous lèverez de bonne heure et vous vous mettrez en route pour rejoindre ta tente.”
10 Ο ανθρωπος ομως δεν ηθελησε να διανυκτερευση? αλλ' εσηκωθη και ανεχωρησε και ηλθεν εως απεναντι της Ιεβους, ητις ειναι η Ιερουσαλημ? και ειχε μεθ' εαυτου δυο ονους σαμαρωμενους, και η παλλακη αυτου ητο μετ' αυτου.10 Mais le mari ne voulut pas passer une nuit de plus. Il se mit en route avec ses deux ânes chargés et sa concubine en direction de Jébus (c’est Jérusalem).
11 Και οτε επλησιασαν εις την Ιεβους, η ημερα ητο πολυ προχωρημενη? και ειπεν ο δουλος προς τον κυριον αυτου, Ελθε, παρακαλω, και ας στρεψωμεν προς την πολιν ταυτην των Ιεβουσαιων, και ας διανυκτερευσωμεν εν αυτη.11 Lorsqu’ils furent près de Jébus, le jour avait beaucoup baissé et le serviteur dit à son maître: “Tu devrais quitter la route et entrer dans cette ville des Jébusites, nous y passerons la nuit.”
12 Και ειπεν ο κυριος αυτου προς αυτον, Δεν θελομεν στρεψει προς πολιν αλλοτριων, ητις δεν ειναι εκ των υιων Ισραηλ? αλλα θελομεν περασει εως Γαβαα.12 Mais son maître lui répondit: “Nous n’entrerons pas dans une ville étrangère: ces gens-là ne sont pas des Israélites. Allons plutôt jusqu’à Guibéa.”
13 Και ειπε προς τον δουλον αυτου, Ελθε, και ας πλησιασωμεν εις ενα εκ των τοπων τουτων και ας διανυκτερευσωμεν εν Γαβαα η εν Ραμα.13 Il ajouta: “Dépêchons-nous d’atteindre l’une de ces villes, Guibéa ou Rama, pour y passer la nuit.”
14 Και διεβησαν και υπηγαν? και εδυσεν επ' αυτους ο ηλιος πλησιον της Γαβαα, ητις ειναι του Βενιαμιν.14 Ils passèrent donc, continuèrent leur route et arrivèrent près de Guibéa de Benjamin lorsque le soleil se couchait.
15 Και εστραφησαν εκει, δια να εισελθωσι να καταλυσωσιν εν Γαβαα? και οτε εισηλθεν, εκαθισεν εν τη πλατεια της πολεως? και δεν ητο ανθρωπος να παραλαβη αυτους εις την οικιαν αυτου δια να διανυκτερευσωσι.15 Quittant la route, ils entrèrent dans Guibéa pour y passer la nuit. Le Lévite alla s’asseoir sur la place, mais personne ne les invita à passer la nuit dans sa maison.
16 Και ιδου, ανθρωπος γερων ηρχετο απο του εργου αυτου εκ του αγρου το εσπερας? και ο ανθρωπος ητο εκ του ορους Εφραιμ, παρωκει δε εν Γαβαα? οι δε ανθρωποι του τοπου ησαν Βενιαμιται.16 Un homme âgé rentrait en fin de journée de son travail aux champs. Cet homme était de la montagne d’Éphraïm, il résidait à Guibéa où les habitants étaient de la tribu de Benjamin.
17 Και υψωσας τους οφθαλμους αυτου, ειδε τον ανθρωπον τον οδοιπορον εν τη πλατεια της πολεως? και ειπεν ο ανθρωπος ο γερων, Που υπαγεις; και ποθεν ερχεσαι;17 Levant les yeux, il aperçut l’homme de passage assis sur la place de la ville. Le vieillard dit au Lévite: “Où vas-tu et d’où viens-tu?”
18 Ο δε ειπε προς αυτον, Ημεις διαβαινομεν εκ Βηθλεεμ Ιουδα εως των πλευρων του ορους Εφραιμ? εκειθεν ειμαι εγω? και υπηγα εως Βηθλεεμ Ιουδα, και τωρα υπαγω εις τον οικον του Κυριου? και δεν ειναι ουδεις να με παραλαβη εις την οικιαν αυτου?18 Il répondit: “Nous venons de Bethléem en Juda et nous allons vers les confins de la montagne d’Éphraïm, car je suis de là-bas. J’étais allé jusqu’à Bethléem en Juda et je retourne chez moi, mais personne ne m’a reçu dans sa maison.
19 εχομεν δε αχυρα και τροφην δια τους ονους ημων, εχομεν και προσετι αρτον και οινον δι' εμε και δια την δουλην σου και δια τον νεον, οστις ειναι μετα των δουλων σου? δεν εχομεν ελλειψιν ουδενος πραγματος.19 J’ai pourtant de la paille et du fourrage pour nos ânes, du pain et du vin pour moi, pour ma femme et pour mon serviteur. Nous n’avons besoin de rien.”
20 Και ειπεν ο ανθρωπος ο γερων, Ειρηνη εις σε? και παν ο, τι χρειαζεσαι εγω φροντιζω? μονον εν τη πλατεια μη διανυκτερευσης.20 L’homme âgé lui dit alors: “Ne t’inquiète pas, je te donnerai ce dont tu as besoin, mais ne passe pas la nuit sur la place.”
21 Και εισηγαγεν αυτον εις τον οικον αυτου και εδωκε τροφην εις τους ονους? και επλυναν τους ποδας αυτων, και εφαγον και επιον.21 Il le fit entrer dans sa maison et donna du fourrage aux ânes pendant que les voyageurs se lavaient les pieds. Ils mangèrent et burent.
22 Ενω ουτοι ευφραινον τας καρδιας αυτων, ιδου, οι ανδρες της πολεως, ανθρωποι παρανομοι περιεκυκλωσαν την οικιαν, κρουοντες εις την θυραν? και ειπον προς τον ανθρωπον τον κυριον της οικιας τον γεροντα, λεγοντες, Εκβαλε τον ανθρωπον, τον ελθοντα εις την οικιαν σου, δια να γνωρισωμεν αυτον.22 Tout semblait aller bien lorsque les hommes de la ville, de vrais voyous, entourèrent la maison et frappèrent à la porte. Ils dirent au vieillard, au maître de maison: “Fais sortir cet homme qui est venu chez toi, pour que nous abusions de lui.”
23 Και εξηλθε προς αυτους ο ανθρωπος, ο κυριος της οικιας, και ειπε προς αυτους, Μη, αδελφοι μου, παρακαλω, μη πραξητε τουτο το κακον? αφου ο ανθρωπος ουτος εισηλθεν εις την οικιαν μου, μη πραξητε τοιαυτην αφροσυνην?23 Le maître de maison sortit pour leur parler; il leur dit: “Non, mes frères, je vous en prie! Ne faites pas de mal. Vous voyez que cet homme est maintenant sous mon toit, ne commettez pas une chose pareille.
24 ιδου, η θυγατηρ μου η παρθενος και η παλλακη αυτου? τωρα θελω φερει αυτας εξω, και ταπεινωσατε αυτας και καμετε εις αυτας ο, τι φανη αρεστον εις τους οφθαλμους σας? αλλ' εις τον ανθρωπον τουτον μη πραξητε εργον τοιαυτης αφροσυνης.24 J’ai une fille qui est encore vierge, et il y a aussi sa concubine. Je vous les amènerai dehors, vous pourrez les violer et les traiter comme bon vous semblera, mais ne commettez pas une chose aussi ignoble envers cet homme.”
25 Οι ανδρες ομως δεν ηθελησαν να ακουσωσιν αυτον? και ελαβεν ο ανθρωπος την παλλακην αυτου και εφερεν αυτην εξω προς αυτους? και εγνωρισαν αυτην και υβρισαν εις αυτην ολην την νυκτα εως πρωι? και καθως εφανη η αυγη, απελυσαν αυτην.25 Les autres refusèrent de l’écouter. Alors le Lévite prit sa concubine et la leur amena dehors. Ils la violèrent et abusèrent d’elle toute la nuit jusqu’au petit matin; à l’aube ils la laissèrent aller.
26 Και ηλθεν η γυνη προς το χαραγμα της ημερας και επεσε παρα την θυραν της οικιας του ανθρωπου, οπου ητο ο κυριος αυτης, εωσου εφεγξε.26 La femme revint au petit matin et s’écroula devant la porte de la maison où logeait son mari. Elle resta là jusqu’au lever du jour.
27 Και εσηκωθη ο κυριος αυτης το πρωι και ηνοιξε τας θυρας της οικιας και εξηλθε δια να υπαγη εις την οδον αυτου? και ιδου, η γυνη η παλλακη αυτου πεσμενη εις την θυραν της οικιας και αι χειρες αυτης επι του κατωφλιου.27 Alors son mari se leva, ouvrit la porte de la maison et sortit pour reprendre sa route. Sa concubine était étendue devant la porte de la maison, les mains sur le seuil.
28 Και ειπε προς αυτην, Σηκωθητι και ας υπαγωμεν. Αλλα δεν απεκριθη. Τοτε ανελαβεν αυτην επι τον ονον ο ανθρωπος, και εσηκωθη και υπηγεν εις τον τοπον αυτου.28 Il lui dit: “Lève-toi et partons.” Mais il n’y eut pas de réponse. L’homme alors la chargea sur son âne et se mit en route pour retourner chez lui.
29 Και αφου ηλθεν εις την οικιαν αυτου, ελαβε την μαχαιραν και πιασας την παλλακην αυτου, διεμελισεν αυτην μετα των οστεων αυτης εις δωδεκα μερη, και εστειλεν αυτα εις παντα τα ορια του Ισραηλ.29 Rentré chez lui, il prit un couteau, saisit le corps de sa concubine et la découpa, os par os, en douze morceaux qu’il envoya à travers tout le territoire d’Israël. Il avait donné cet ordre aux hommes qu’il envoyait: “Vous demanderez partout en Israël: A-t-on jamais vu cela depuis que les Israélites sont montés du pays d’Égypte jusqu’à ce jour? Réfléchissez, tenez conseil et donnez votre avis.”
30 Και παντες οσοι εβλεπον, ελεγον, Δεν εγεινεν ουδε εφανη τοιουτον πραγμα, αφ' ης ημερας οι υιοι Ισραηλ ανεβησαν εκ γης Αιγυπτου, εως της ημερας ταυτης? σκεφθητε περι τουτου, συμβουλευθητε και λαλησατε.30 Tous ceux qui voyaient cela disaient: “On n’a jamais vu une chose pareille depuis que les fils d’Israël sont montés du pays d’Égypte jusqu’à ce jour.”