Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΙΗΣΟΥΣ ΝΑΥΗ - Giosuè - Joshua 9


font
GREEK BIBLENEW AMERICAN BIBLE
1 Και οτε ηκουσαν παντες οι βασιλεις, οι εντευθεν του Ιορδανου, οι εν τη ορεινη και οι εν τη πεδινη και οι εν πασι τοις παραλιοις της θαλασσης της μεγαλης, εως κατεναντι του Λιβανου, οι Χετταιοι και οι Αμορραιοι, οι Χαναναιοι, οι Φερεζαιοι, οι Ευαιοι και οι Ιεβουσαιοι,1 When the news reached the kings west of the Jordan, in the mountain regions and in the foothills, and all along the coast of the Great Sea as far as Lebanon: Hittites, Amorites, Canaanites, Perizzites, Hivites and Jebusites,
2 συνηχθησαν παντες ομου, δια να πολεμησωσι τον Ιησουν και τον Ισραηλ.2 they all formed an alliance to launch a common attack against Joshua and Israel.
3 Οι δε κατοικοι της Γαβαων ηκουσαν ο, τι εκαμεν ο Ιησους εις την Ιεριχω και εις την Γαι,3 On learning what Joshua had done to Jericho and Ai, the inhabitants of Gibeon
4 και επραξαν και ουτοι μετα πανουργιας, και υπηγον και ητοιμασθησαν με εφοδια, και ελαβον σακκους παλαιους επι των ονων αυτων και ασκους οινου παλαιους και κατεσχισμενους και δεδεμενους,4 put into effect a device of their own. They chose provisions for a journey, making use of old sacks for their asses, and old wineskins, torn and mended.
5 και εις τους ποδας αυτων υποδηματα παλαια και εμβαλωμενα, και ιματια παλαια εφ' εαυτων? και ολος ο αρτος του εφοδιασμου αυτων ητο ξηρος και κατατεθρυμμενος.5 They wore old, patched sandals and shabby garments; and all the bread they took was dry and crumbly.
6 Και ηλθον προς τον Ιησουν εις το στρατοπεδον εις Γαλγαλα, και ειπον προς αυτον και προς τους ανδρας του Ισραηλ, Απο γης μακρας ηλθομεν? τωρα λοιπον καμετε συνθηκην προς ημας.6 Thus they journeyed to Joshua in the camp at Gilgal, where they said to him and to the men of Israel, "We have come from a distant land to propose that you make an alliance with us."
7 Και ειπον οι ανδρες του Ισραηλ προς τους Ευαιους τουτους, Σεις κατοικειτε ισως εν τω μεσω ημων, και πως θελομεν καμει συνθηκην προς εσας;7 But the men of Israel replied to the Hivites, "You may be living in land that is ours. How, then, can we make an alliance with you?"
8 Οι δε ειπον προς τον Ιησουν, Δουλοι σου ειμεθα. Ειπε δε προς αυτους ο Ιησους, Ποιοι εισθε; και ποθεν ερχεσθε;8 But they answered Joshua, "We are your servants." Then Joshua asked them, "Who are you? Where do you come from?"
9 Και ειπον προς αυτον, Απο πολυ μακρας γης ηλθον οι δουλοι σου δια το ονομα Κυριου του Θεου σου? διοτι ηκουσαμεν την φημην αυτου και παντα οσα εκαμεν εν Αιγυπτω,9 They answered him, "Your servants have come from a far-off land, because of the fame of the LORD, your God. For we have heard reports of all that he did in Egypt
10 και παντα οσα εκαμεν εις τους δυο βασιλεις των Αμορραιων, τους περαν του Ιορδανου, εις τον Σηων βασιλεα της Εσεβων, και εις τον Ωγ βασιλεα της Βασαν, τον εν Ασταρωθ?10 and all that he did to the two kings of the Amorites beyond the Jordan, Sihon, king of Heshbon, and Og, king of Bashan, who lived in Ashtaroth.
11 δια τουτο ειπον προς ημας οι πρεσβυτεροι ημων και παντες οι κατοικοι της γης ημων, λεγοντες, Λαβετε εις εαυτους εφοδια δια την οδον, και υπαγετε εις συναντησιν αυτων και ειπατε προς αυτους, δουλοι σας ειμεθα? τωρα λοιπον καμετε συνθηκην προς ημας?11 So our elders and all the inhabitants of our country said to us, 'Take along provisions for the journey and go to meet them. Say to them: We are your servants; we propose that you make an alliance with us.'
12 τον αρτον ημων τουτον ζεστον ελαβομεν εκ των οικιων ημων, καθ' ην ημεραν εξηλθομεν δια να ελθωμεν προς εσας? και τωρα, ιδου, ειναι ξηρος και κατατεθρυμμενος?12 This bread of ours was still warm when we brought it from home as provisions the day we left to come to you, but now it is dry and crumbled.
13 και ουτοι οι ασκοι του οινου, τους οποιους εγεμισαμεν νεους, και ιδου, ειναι κατεσχισμενοι? και τα ιματια ημων ταυτα και τα υποδηματα ημων επαλαιωθησαν δια την πολυ μακραν οδον.13 Here are our wineskins, which were new when we filled them, but now they are torn. Look at our garments and sandals, which are worn out from the very long journey."
14 Και εδεχθησαν τους ανδρας εξ αιτιας των εφοδιων αυτων, και δεν ηρωτησαν τον Κυριον.14 Then the Israelite princes partook of their provisions, without seeking the advice of the LORD.
15 Και εκαμεν ο Ιησους ειρηνην προς αυτους και εκαμε συνθηκην προς αυτους, να φυλαξη την ζωην αυτων? και οι αρχοντες της συναγωγης ωμοσαν προς αυτους.15 So Joshua made an alliance with them and entered into an agreement to spare them, which the princes of the community sealed with an oath.
16 Και μετα τρεις ημερας, αφου εκαμον συνθηκην προς αυτους, ηκουσαν οτι ησαν γειτονες αυτων και κατωκουν μεταξυ αυτων.16 Three days after the agreement was entered into, the Israelites learned that these people were from nearby, and would be living in Israel.
17 Και σηκωθεντες οι υιοι Ισραηλ υπηγον εις τας πολεις αυτων την τριτην ημεραν? αι δε πολεις αυτων ησαν Γαβαων και Χεφειρα και Βηρωθ και Κιριαθ-ιαρειμ.17 The third day on the road, the Israelites came to their cities of Gibeon, Chephirah, Beeroth and Kiriath-jearim,
18 Και δεν επαταξαν αυτους οι υιοι Ισραηλ, διοτι οι αρχοντες της συναγωγης ειχον ομοσει προς αυτους τον Κυριον τον Θεον του Ισραηλ. Και εγογγυζε πασα η συναγωγη κατα των αρχοντων.18 but did not attack them, because the princes of the community had sworn to them by the LORD, the God of Israel. When the entire community grumbled against the princes,
19 Παντες ομως οι αρχοντες ειπον προς πασαν την συναγωγην, Ημεις ωμοσαμεν προς αυτους τον Κυριον τον Θεον του Ισραηλ? τωρα λοιπον δεν δυναμεθα να εγγισωμεν αυτους?19 these all remonstrated with the people, "We have sworn to them by the LORD, the God of Israel, and so we cannot harm them.
20 τουτο θελομεν καμει εις αυτους? θελομεν φυλαξει την ζωην αυτων, δια να μη ηναι οργη Θεου εφ' ημας, δια τον ορκον τον οποιον ωμοσαμεν προς αυτους.20 Let us therefore spare their lives and so deal with them that we shall not be punished for the oath we have sworn to them."
21 Και οι αρχοντες ειπον προς αυτους, Ας ζωσι? πλην ας ηναι ξυλοκοποι και υδροφοροι εις πασαν συναγωγην? καθως οι αρχοντες υπεσχεθησαν προς αυτους.21 Thus the princes recommended that they be let live, as hewers of wood and drawers of water for the entire community; and the community did as the princes advised them.
22 Και συνεκαλεσεν αυτους ο Ιησους και ειπε προς αυτους, λεγων, Δια τι ηπατησατε ημας λεγοντες, πολυ μακραν ειμεθα απο σας, ενω σεις κατοικειτε μεταξυ ημων;22 Joshua summoned the Gibeonites and said to them, "Why did you lie to us and say that you lived at a great distance from us, when you will be living in our very midst?
23 τωρα λοιπον επικαταρατοι εισθε, και δεν θελει λειψει απο σας δουλος και ξυλοκοπος και υδροφορος εις τον οικον του Θεου μου.23 For this are you accursed: every one of you shall always be a slave (hewers of wood and drawers of water) for the house of my God."
24 Και απεκριθησαν προς τον Ιησουν λεγοντες, Επειδη οι δουλοι σου εμαθον μετα πληροφοριας οσα Κυριος ο Θεος σου διεταξεν εις τον δουλον αυτου Μωυσην, να δωση εις εσας πασαν την γην και να εξολοθρευση εμπροσθεν σας παντας τους κατοικους της γης, δια τουτο εφοβηθημεν απο σας σφοδρα δια την ζωην ημων και εκαμομεν το πραγμα τουτο?24 They answered Joshua, "Your servants were fully informed of how the LORD, your God, commanded his servant Moses that you be given the entire land and that all its inhabitants be destroyed before you. Since, therefore, at your advance, we were in great fear for our lives, we acted as we did.
25 και τωρα, ιδου, εις τας χειρας σου ειμεθα? ο, τι σοι φανη καλον και αρεστον να καμης εις ημας, καμε.25 And now that we are in your power, do with us what you think fit and right."
26 Και εκαμεν ουτως εις αυτους, και ηλευθερωσεν αυτους εκ της χειρος των υιων Ισραηλ, και δεν εφονευσαν αυτους.26 Joshua did what he had decided: while he saved them from being killed by the Israelites,
27 Και την ημεραν εκεινην εκαμεν αυτους ο Ιησους ξυλοκοπους και υδροφορους μεχρι τουδε, εις την συναγωγην και εις το θυσιαστηριον του Κυριου, εις τον τοπον οντινα εκλεξη.27 at the same time he made them, as they still are, hewers of wood and drawers of water for the community and for the altar of the LORD, in the place of the LORD'S choice.